π. Πορφύριος….Καυσοκαλυβίτης Μέχρις Εσχάτων
του Θανάση Παπαθανασίου
Εξαιρετικής σημασίας θεωρώ μιάν ιδιαίτερη προσφορά του γέροντα Πορφυρίου, η όποια δεν αποκλείω να είναι και η πλέον δυσανάγνωστη. Στον Πορφύριο αποδίδονται πλήθη ιάσεων, κι όμως πιστεύω πως αν ο Πορφύριος ιδωθεί ως θεραπευτής τότε δεν θα γίνει κατανοητός. Τί εννοώ; Υπάρχει ένα είδος αφηγήσεων για ιάσεις που πραγματοποίησε, αφηγήσεις οι όποιες αποπνέουν τήν αδιατάραχτη βεβαιότητα ότι η υγεία αποτελεί υψίστη άξια και ότι βασικό έργο της Εκκλησίας είναι η αποκατάσταση της. Στην οπτική αυτή, όποιος έχει ή αποκτά σωστή σχέση με τον Θεό, γιατρεύεται. Ή επίσκεψη του Θεού ταυτίζεται με την ίαση, η οποία και υπονοείται ως το μονότερμα της ευσέβειας. Μοιραία, λοιπόν, σέ αφηγήσεις τέτοιας λογής, δεν παίζει κανέναν ρόλο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Πορφύριος ήταν απίστευτα ασθενής και ότι παρέμεινε αθεράπευτος μέχρι τέλους! Κατά την ταπεινή μου άποψη είναι φανερό ότι γιά μεγάλα ρεύματα της τρέχουσας θρησκευτικότητας, η απουσία αποτελεσματικότητας αποτελεί σκάνδαλο. Γι' αυτό αποθεώνεται η ίαση, και μαζί μ' αυτό αφθονούν και οι θριαμβολογίες για τεκνογονία, για επιτυχία σε σχολικές εξετάσεις, για αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων, για απόκτηση ευμάρειας, για κοινωνική άνοδο! Κατά την ταπεινή μου άποψη, τό Gospel of Health and Wealth έχει μπει για τα καλά στην εκκλησιαστική ζωή.
Πώς, άραγε, χειριζόταν ο Πορφύριος τέτοιες αντιλήψεις; Κατά πόσο, δηλαδή, τις ανεχόταν, τις διόρθωνε ή τις υπέθαλπε; Δεν δύναμαι να πω. Η αίσθηση μου πάντως είναι ότι ουδαμώς αποθέωνε την υγεία. Αποθέωνε την αγάπη. Αυτή ήταν το μήνυμα του, όχι οι θεραπείες καθαυτές. Έμεινε αθεράπευτος, όπως ο Παύλος δεν απαλλάχθηκε από τον σκόλοπά του και όπως ο Μωυσής δεν εισήλθε στη γή της επαγγελίας και ήταν αμφότεροι θεόπτες! Είναι άγιοι που βρίσκονται στο ύψος της σχέσης με τον θεό γυμνής και καθαρής, για χάρη της ίδιας της αγάπης του αγαπημένου, κι όχι χάρη σε οποιαδήποτε ενδοκοσμική ευεργεσία εκ μέρους του. Γι' αυτό στη βιωτή του Πορφυρίου είναι έντονο ένα στοιχείο που μοιάζει με αντίφαση: Προσευχόταν για τα τρέχοντα προβλήματα χιλιάδων ανθρώπων, κι όμως ταυτόχρονα θεωρούσε ότι εκβιάζουμε τον Θεό όταν του ζητάμε να μας απαλλάξει από τά προβλήματα μας! «Το τέλειο», έλεγε, «είναι να μην προσευχόμαστε για την υγεία μας. Να μην ευχόμαστε να γίνομε καλά, αλλά να γίνομε καλοί»[1]. Αυτό που προσωπικά καταλαβαίνω είναι ότι ο Πορφύριος δεν προσπερνούσε τα ανθρώπινα προβλήματα, όχι επειδή νοούσε τη λύση τους ως αυταξία ή ως θρησκευτική επικύρωση, αλλά επειδή έβλεπε τον κίνδυνο νά διαλυθεί ψυχικά όποιος θα καθηλωθεί στον πόνο του και θα εγκλωβιστεί στη στέρηση του. Το θεμέλιο, όμως, αύτης της στάσης είναι ακριβώς η θέση του «να μην ευχόμαστε να γίνομε καλά, αλλά να γίνομε καλοί». Είναι θέση που ακούγεται ακραία και μοιάζει να παραθεωρεί τό γεγονός ότι ο ίδιος ο απόστολος Παύλος είχε τρις ζητήσει την ίασή του. Προφανώς, όμως, αυτό πού ήθελε να κάνει ο Πορφύριος με την πολύτιμη αυτή διατύπωση, ήταν να καταστήσει σαφές το κέντρο βάρους στο αξιακό σύστημα του πιστού. Διότι το ζήτημα έγκειται όχι στο ότι διάφορα στοιχεία και διάφορα αγαθά απαρτίζουν την ανθρώπινη ζωή, αλλά στο ποιό είναι το κέντρο βάρους της! Έχω την αίσθηση πως η αποθέωση της υγείας και των κοινωνικών, αστικών αξιών, δημιουργούν ένα είδος εγκόσμιας εσχατολογίας, η οποία παραβλέπει ότι η ιστορία είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος μεταξύ ζωής και φθοράς και ότι η έκβαση του βρίσκεται στην εσχατολογική Βασιλεία, η οποία όμως έχει κριτήριο την αγάπη όχι την μακροημέρευση, την κοινωνική επιτυχία κ.ο.κ. Αυτός ο ιδιότυπος ασκητικός άναρχισμός σχετικοποιεί τα πάντα και δίνει αποφασιστική σημασία στόν προσανατολισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι έτσι, όπως το αθεράπευτο του Πορφυρίου συνήθως δεν γίνεται πηγή θεολογίας, έτσι και στις θριαμβολογικές αφηγήσεις των ιάσεων δεν απομένει χώρος γιά το μυστήριο, για το θαύμα του να μην έρχεται το θαύμα: για τις άπειρες περιπτώσεις όπου η πίστη άνθισε δίχως να αρθεί η αρρώστια, δίχως να τερματιστεί η ατεκνία καί δίχως νά αποφευχθεί ό αδόκητος θάνατος[2]. .
Ο Πορφύριος αποκαλείται «Καυσοκαλυβίτης», από την πνευματική του γενέτειρα, τα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους[3]. Από πλευράς του τόπου που διακόνισε, θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλείται «Ομονοιάτης» (από την κεντρική πλατεία της Αθήνας, όπου έζησε επί χρόνια) η «Αττικοκαλυβίτης». Κι όμως, Καυσοκαλυβίτης παρέμεινε πάντα, όχι απλώς υπό την έννοια ότι θέλησε να πεθάνει στο κελλί της προέλευσης του, αλλά πρωτίστως υπό την έννοια του τρόπου ζωής. Κατά τη διάρκεια του επίγειου βίου του πυρπόλησε την απολυτοποίηση κάθε εγκόσμιας καλύβας, κάθε άξιας που τείνει να αυτονομηθεί σε αύταξία. Αλλά και στην έσχατη στιγμή του τόλμησε να «πυρπολήσει» ακόμα και το ίδιο του το σκήνωμα: Φρόντισε να μείνει άγνωστος ο τόπος όπου αναπαύονται τα οστά του.
«Ζήτησε να ταφή στον τάφο όπου είχαν βάλει νωρίτερα ένα χοντρό και γελαστό μοναχό, για να πάρη κάτι από την αγιότητα του. Μετά την έκταφή του πατρός Πορφυρίου, ετάφη στον ίδιο χώρο ο Γέροντας παπα-Νικάνωρ. Έγινε ήδη και εκείνου η έκταφή. Τώρα δεν θα βρεις πουθενά προσωπικό τάφο του Γέροντα Πορφυρίου. Και τα οστά του χάθηκαν, κατά την παραγγελία του, στο δάσος της Κερασιάς»[4].
Οι κορυφαίες μαρτυρίες για τον καυσοκαλυβιτισμό του είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, δύο:
Αφενός η δική του εξομολόγηση, σχετικά με την έγνοια και την επίγνωση του ότι πλήθος ανθρώπων που όντως κήρυξαν και όντως θαυματούργησαν στο όνομα του Χρίστου, θα αποδειχθούν στο τέλος άσχετοι προς τον Χριστό και θα ακούσουν τα φοβερά λόγια του «ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε άπ' έμού οι εργαζόμενοι την άνομίαν» (Ματθ. 7: 22-23). Αυτή η πολύτιμη έγνοια τσακίζει κάθε γραφειοκρατική κατανόηση της Εκκλησίας, τσακίζει κάθε ναρκισσιστική άσκηση της θεολογίας, τσακίζει την εωσφορική σιγουριά πώς ό,τι φέρει εκκλησιαστική προσωνυμία αποτελεί τάχα αναπόδραστα γεγονός κατά Θεόν. Αντιθέτως, θέτει τα πάντα στην έσχατη κρίση του Χριστού. Αυτή την ευαγγελική αβεβαιότητα ο Πορφύριος την αντιμετώπιζε με ό,τι ευαγγελικότερο: με την εμπιστοσύνη στην αγάπη και στο έλεος του Θεού[5].
Η δεύτερη μαρτυρία (στην πραγματικότητα, μια εκδήλωση της μόλις προαναφερθείσας επίγνωσης του) είναι η συνταρακτική στιχομυθία που μας παρέδωσε ο μακαριστός ιατρός του Γιώργος Παπαζάχος. Μια μαρτυρία που αποτελεί αληθινό ευαγγέλιο και που θα άρκούσε από μόνη της, ακόμα κι αν όλες οι άλλες μαρτυρίες χάνονταν, για να μας υποψιάσει για τα αβάσταχτα μονοπάτια τής αγιότητας. Είναι η στιχομυθία όπου ο Πορφύριος φανέρωσε ότι η μεγάλη παγίδα είναι όχι απλώς η έλλειψη των αρετών, αλλά και οι ίδιες οι αρετές, οι οποίες, κατά έναν περίεργο και αντιφατικό τρόπο, μπορούν να ορθωθούν ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό!
«Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε στο ιατρείο, ακριβώς μετά την υπερβολική εκδήλωση αγάπης ενός ζεύγους ασθενών μου που περιποιήθηκα. Μεταφέρω τα λόγια του: «Γιωργάκη, είμαι ο γέροντας. Εμείς οι δύο θα πάμε μαζί στην κόλαση. Θα ακούσουμε: Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου… τα αγαθά σου εν τη ζωή σου σου απήλαυσας, α δε ητοίμασας τίνι έσται;». Τον διέκοψα: «Τι απολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αυτή τη ζωή; Το σαράβαλο αυτοκίνητο, το άδειο βιβλιάριο ή τον ανύπαρκτο ύπνο μας;». Απάντησε απότομα: «Τι είναι αυτά, που λες; Δεν σου λέει ο κόσμος; Τι καλός γιατρός που είσαι; Μας αγαπάς, μας φροντίζεις, δεν μας γδέρνεις. Και συ τα αποδέχεσαι, τα χάφτεις. Έ! Τον έχασες τον μισθό σου. Το ίδιο παθαίνω και εγώ. Μου λένε πως έχω χαρίσματα, πως μπορώ να τους ακουμπήσω και να κάνω θαύματα, πως είμαι άγιος. Και τα χάφτω, ο ανόητος και αδύναμος. Έ! Γι’ αυτό σου είπα ότι μαζί θα πάμε στην κόλαση!». «Αν είναι να πάμε μαζί», του απάντησα, «πάμε και στην κόλαση!». Κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας: «¨Εγώ σου μιλάω σοβαρά και συ πάντα αστειεύεσαι. Καλή μετάνοια και στους δύο μας»»[6].
Παραπομπές
1 Βίος και Λόγοι, δ.π., ο. 483. Βλ. καί 252,475,479-480. Πρβλ. Ανάργυρος I. Καλλιά-τσος, Ό πατήρ Πορφύριος, ό διορατικός, ό προορατικός, ό Ιαματικός, έκδ. "Ορθοδόξου Τύπου, Αθήναι 1993, σσ. 103-107.
2 Ανάμεσα σέ πλήθος ανθρώπων που περιορίζονται σέ θριαμβολογίες γιά ιάσεις, συγκλονιστική εξαίρεση συνιστά ή βαθύκαρδη αφήγηση τοΰ Γιώργου Παπαζάχου γιά τήν οδύνη τοΰ Πορφυρίου κατά τήν κηδεία ενός κοριτσιού. Βλ. Ανθολόγιο Συμβουλών, δ.π., σα. 201-202.
3 Τά Καυσοκαλύβια είναι, πιθανότατα, άπό τά πρώτα μέρη άσκησης στόν Άθω, ήδη κατά τον 9ον αϊ. Τήν ονομασία τους πήραν άπό τόν άγιο Μάξιμο, ό όποιος ήταν κυριολεκτικά καυσοκαλυβίτης, δηλαδή εγκατέλειπε και πυρπολούσε τις καλύβες πού ό ίδιος έφτιαχνε. Βλ. Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης, Αγιασμένες μορφές των Καυσοκαλυ-βίων, άπό τόν δσιο Μάξιμο ώς τόν γέροντα Πορφύριο, έκδ. Ί. Καλύβης Αγίου Άκακίου, Αγιον Όρος 2007, σσ. 23-30.
4 άρχιμ. Βασίλειος, προηγούμενος Ί. Μονής Ιβήρων, «Ό Γέροντας Πορφύριος ώς Αγιορείτης», "Ορόσημο άγιότητος, δ.π., σ. 78.
5 Βίος και Λόγοι, δ.π., σσ. 186,508-509. Παρόμοια, Ίωαννίδης, Ό γέρων Πορφύριος, δ.π., σ. 111 (μαρτυρία Νικόλαου Σωτηρόπουλου).
6 Γεώργιος Παπαζάχος, «Δεκατέσσερα χρόνια κοντά του», Σύναξη 41 (1992), σ. 96. Αναδημοσίευση, με διαφορές στίξης, Ιωαννίδης, Ο γέρων Πορφύριος ο.π., σ. 174.
Πηγή: Περιοδικό Σύναξη 117 (2011), σ. 64-67 «Ένας ησυχαστής
του Αγίου Όρους στην καρδιά της πόλης:
π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης» του Θανάση Ν. Παπαθανασίου