29/05/2012, H άλωση της Πόλης, Steven Ransiman


Η Άλωση της Πόλης


Ο μόνος από τους λογίους που είχαν φωτίσει τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής ελευθερίας, ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, κλήθηκε να παίξει ένα δημιουργικό ρόλο στην ταξινόμηση του νέου κόσμου, ενώνοντας την Εκκλησία του λαού του και παρέχοντας του μια Αυλή στην οποία τα παλιά δράματα της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας μπορούσαν να συνεχίσουν να υφίστανται στο σκοτάδι, έως ότου ξαναέλθει η αυγή και το Βυζάντιο ξαναγεννηθεί σα φοίνικας .
Αυτή η αυγή δεν ήλθε ποτέ. Η παλιά οικουμενική αυτοκρατορία του Βυζαντίου χάθηκε για πάντα. Είναι εύκολος ο ισχυρισμός ότι στον ευρύ ρου της ιστορίας το έτος 1453 αντιπροσωπεύει πολύ λίγα πράγματα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη καταδικασμένη. Ελαττωμένη, ολιγάνθρωπη και εξαθλιωμένη, ήταν αναπόφευκτο να χαθεί όποτε οι Τούρκοι επέλεγαν να κινηθούν για να την εξοντώσουν. Η αντίληψη ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι έσπευδαν στην Ιταλία εξαιτίας της πτώσης της πόλης τους είναι αβάσιμη. Για περισσότερο από μία γενιά η Ιταλία ήταν γεμάτη από Βυζαντινούς καθηγητές, ενώ από τις δύο σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν το 1453 η μία, ο Βησσαρίων, βρισκόταν ήδη στην Ιταλία, ενώ η άλλη, ο Γεννάδιος, εξακολούθησε να παραμένει στην Κωνσταντινούπολη. Εάν το εμπόριο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών επρόκειτο να εξανεμιστεί, αυτό οφειλόταν περισσότερο στην ανακάλυψη των ωκεάνιων δρόμων, παρά στον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Πραγματικά, η Γένοβα παρήκμασε γοργά μετά το 1453, αλλά αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό λόγω της επισφαλούς θέσης της στην Ιταλία. Η Βενετία συνέχισε ζωηρά το εμπόριο με την Ανατολή για πολλά χρόνια.
Εάν οι Ρώσοι προέβαλαν πλέον ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, με τη Μόσχα στη θέση της τρίτης Ρώμης, αυτό δεν ήταν μια επαναστατική ιδέα. Η ρωσική σκέψη κινούνταν ήδη προς τα εκεί, με τους ρωσικούς στρατούς να απωθούν τους άπιστους Τατάρους πέρα από τις στέπες, ενόσω η Κωνσταντινούπολη βυθιζόταν περισσότερο στη φτώχεια και έκανε ανόσιες συναλλαγές με τη Δύση. Όλοι αυτοί οι σπόροι είχαν ήδη φυτευθεί. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης απλά επιτάχυνε το θερισμό. Εάν ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός, ή ο Χαλήλ πασάς περισσότερο πειστικός, ή εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα, ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουστινιάνι δεν είχε τραυματιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει μισάνοιχτη, μακροπρόθεσμα λίγα θα είχαν αλλάξει. Το Βυζάντιο ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για μία ακόμη δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση στην Ευρώπη θα είχε καθυστερήσει. Αλλά η Δύση δεν θα είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα. Αντίθετα, θα θεωρούσε τη διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως σημάδι ότι τελικά ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο πιεστικός. Θα είχε στραφεί με ανακούφιση στις δικές της υποθέσεις, και μετά από μερικά χρόνια οι Τούρκοι θα επαναλάμβαναν την επίθεση.
Παρά ταύτα η ημερομηνία της 29ης Μαΐου σηματοδοτεί ένα σημείο-καμπή στην ιστορία. Σηματοδοτεί το τέλος μιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού. Για χίλια εκατό χρόνια στεκόταν στο Βόσπορο μια πόλη όπου το πνεύμα απότελούσε αντικείμενο θαυμασμού και η μάθηση και τα γράμματα του κλασικού παρελθόντος ήταν αντικείμενα μελέτης και διαφυλάσσονταν. Χωρίς τη βοήθεια των Βυζαντινών σχολιαστών και γραφέων θα γνωρίζαμε ελάχιστα σήμερα για τη λογοτεχνική παραγωγή της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν επίσης μία πόλη οι ηγεμόνες της οποίας επί αιώνες είχαν εμπνεύσει και ενθαρρύνει μια σχολή τέχνης χωρίς αντίστοιχο στην ανθρώπινη ιστορία, μία τέχνη που προέκυπτε από ένα συνεχώς διαφοροποιούμενο μίγμα της ψυχρής εγκεφαλικής αίσθησης των Ελλήνων για την αρμονία των πραγμάτων και ενός έντονου θρησκευτικού αισθήματος που έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωση του θείου και τον καθα-γιασμό της ύλης. Αυτή ήταν, επιπλέον, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη, όπου παράλληλα με τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα και οι ιδέες, και της οποίας οι πολίτες έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως μία φυλετική ενότητα, αλλά ως κληρονόμους της Ελλάδας και της Ρώμης, καθαγιασμένους από τη χριστιανική πίστη. Όλα αυτά τώρα έφθασαν στο τέλος.
Η νέα φυλή των κυριάρχων αποθάρρυνε τη μάθηση μεταξύ των χριστιανών υπηκόων της. Χωρίς την υποστήριξη μιας ελεύθερης κυβέρνησης η βυζαντινή τέχνη άρχισε να παρακμάζει. Η νέα Κωνσταντινούπολη ήταν μια εξαίσια πόλη, πλούσια, πολυάνθρωπη και κοσμοπολίτικη, καθώς και γεμάτη από ωραία οικοδομήματα. Αλλά η ομορφιά της εξέφραζε την κοσμική αυτοκρατορική ισχύ των σουλτάνων, όχι το βασίλειο του χριστιανικού θεού επί της γης, ενώ οι κάτοικοι της διαφοροποιούνταν ως προς τη θρησκεία. Η Κωνσταντινούπολη ξαναγεννήθηκε, για να αποτελέσει το επίκεντρο της προσοχής επί πολλούς αιώνες, αλλά ήταν η Ισταμπούλ, όχι το Βυζάντιο.
Τίποτα λοιπόν δεν εξασφάλισε η γενναιότητα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου; Εντυπωσίασε το σουλτάνο, όπως κατέστησε σαφές η αγριότητα του μετά την κατάληψη της πόλης. Με τους Έλληνες δεν θα διακινδύνευε. Πάντοτε θαύμαζε την ελληνική μόρφωση. Τώρα ανακάλυπτε ότι το ηρωικό ελληνικό πνεύμα δεν είχε πεθάνει εντελώς. Μπορεί όταν αποκαταστάθηκε η ηρεμία ο θαυμασμός του να τον ενθάρρυνε να μεταχειριστεί τους Έλληνες υπηκόους του πιο ήπια. Οι όροι που εξασφάλισε ο πατριάρχης Γεννάδιος από εκείνον ένωσαν και πάλι την ελληνική Εκκλησία και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κάτω από μια αυτόνομη κυβέρνηση. Το μέλλον δεν θα ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Τους δόθηκε η υπόσχεση για ειρήνη και δικαιοσύνη, όπως και ευκαιρίες πλουτισμού. Αλλά ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η δουλεία αναπόφευκτα φέρνει αποθάρρυνση και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις συνέπειες της. Επιπλέον, ήταν εξαρτημένοι τελικά από την καλή θέληση του κυριάρχου τους. Όσο ζούσε ο Πορθητής σουλτάνος η μοίρα τους δεν ήταν πολύ άσχημη. Αλλά εμφανίστηκαν και σουλτάνοι οι οποίοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τον πολιτισμό του Βυζαντίου και οι οποίοι ήταν υπερήφανοι που ήταν αυτοκράτορες του Ισλάμ, χαλίφες και αρχηγοί των Πιστών. Σύντομα το μεγάλο οικοδόμημα της οθωμανικής διακυβέρνησης βρέθηκε σε παρακμή. Οι Έλληνες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά με απιστίες και τις δολοπλοκίες με αντίθετες δολοπλοκίες. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό είναι μη εποικοδομητική και μελαγχολική. Και όμως, παρά τα σφάλματα και τις αδυναμίες της η Εκκλησία επιβίωσε, και όσο επιβίωνε η Εκκλησία ο Ελληνισμός δεν θα πέθαινε.
Η Δυτική Ευρώπη, με προγονικές αναμνήσεις ζήλιας για το βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να καταγγέλλουν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς, και με μια αίσθηση ενοχής να την καταδιώκει, ότι στο τέλος είχε εγκαταλείψει την πόλη, προτίμησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος της προς τους Έλληνες, αλλά θεωρούσε ότι όφειλε το χρέος μόνο στην κλασική περίοδο. Οι Φιλέλληνες που πήγαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας μιλούσαν για το Θεμιστοκλή και τον Περικλή, αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί διανοούμενοι Έλληνες μιμήθηκαν το παράδειγμα τους, παρασυρμένοι από τη δαιμονική αυθεντία του Κοραή, μαθητή του Βολταίρου και του Γίββωνα, για τους οποίους το Βυζάντιο ήταν ένα απαίσιο ιντερλούδιο δεισιδαιμονίας, που ήταν καλύτερο να αγνοηθεί. Έτσι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ποτέ δεν κατέληξε στην απελευθέρωση του ελληνικού λαού αλλά μόνο στη δημιουργία ενός μικρού βασιλείου της Ελλάδας.
Στα χωριά οι άνθρωποι γνώριζαν καλύτερα. Εκεί θυμούνταν τους θρήνους που είχαν συντεθεί όταν έφθασαν τα νέα ότι η πόλη είχε πέσει, τιμωρημένη από το Θεό για την πολυτέλεια, την υπερηφάνεια και την αποστασία της, αλλά πολεμώντας μέχρι το τέλος σε μια ηρωική μάχη. Θυμούνταν εκείνη τη φρικτή Τρίτη, μια ημέρα την οποία όλοι οι πραγματικοί Έλληνες θεωρούν ακόμη αποφράδα. Αλλά το πνεύμα τους σκιρτούσε και το κουράγιο τους μεγάλωνε καθώς διηγούνταν για τον τελευταίο χριστιανό αυτοκράτορα που στεκόταν στο ρήγμα, εγκαταλελειμμένος από τους Δυτικούς συμμάχους του, αποκρούοντας τους απίστους, μέχρις ότου οι αριθμοί τους τον κατέβαλαν και πέθανε, με την αυτοκρατορία ως σάβανο του.


Πηγή: Steven Runciman ,«Η άλωση της Πόλης», σελ 272-276, http://img.pathfinder.gr/clubs/files/61405/58.html