4/05/2012, " Ο Σωκράτης και ο Ιησούς Χριστός ", Νικολάε Στάϊνχαρτ

Ο Σωκράτης και ο Ιησούς Χριστός




Λογικό είναι να πει κανείς ότι ο θάνατος του Σωκράτη φέρει τη σφραγίδα της αταξίας, του αίματος, της λύσσας και της προδοσίας. Όμως ό θάνατος του Σωκράτη δεν θα μπορούσε να είναι πιο ήρεμος και αξιοπρεπής. Του Χρίστου ο θάνατος, αντίθετα, φέρει ολόκληρη τη σφραγίδα της τραγωδίας, της αηδίας και τής φρικαλεότητας. Ο Σωκράτης πεθαίνει ήρεμος, περιστοιχισμένος από μαθητές πιστούς και προσεκτικούς, που ρουφούν τα λόγια του, την ώρα πού ο ίδιος —ατάραχος και λαμπερός— πίνει το ανώδυνο δηλητήριο που του προσφέρει ο δεσμοφύλακας. Εγκαταλελειμμένος και προδομένος από τους δικούς του, ο Χριστός σφαδάζει πάνω στο σταυρό, διψασμένος και χλευασμένος. Ο Σωκράτης πεθαίνει σαν κύριος, ο Χριστός σαν παλιάνθρωπος ανάμεσα σε δύο ληστές. Ο Σωκράτης ευχαριστεί τούς Θεούς γιατί γλιτώνει από τα βάσανα του υλικού αυτού κόσμου, ό Χριστός αναφωνεί: «Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;».
Η διαφορά είναι καταφανέστατη ανάμεσα στους δύο θανάτους και ακριβώς του Χρίστου μοιάζει κατώτερος, ενοχλεί. Στην πραγματικότητα όμως είναι ανεί­πωτα πιο ανθρώπινος. Του Σωκράτη ό θάνατος σ' όλο του το μεγαλείο μοιάζει λογοτεχνικός και κυρίως εξωπραγματικός. Ο Σωκράτης μεταβαίνει από την ανθρώπινη κατάσταση στη θεϊκή. Ο Χριστός, απαλλαγμένος από αμαρτίες, κα­τεβαίνει στα πιο χαμηλά στρώματα τής ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Ντοστογιέφσκυ σχεδίαζε να γράψει μέχρι το 1882 έναν επίλογο για τους Αδελφούς Καραμαζώφ κι αμέσως μετά για τη ζωή του Χρίστου.
Πιθανόν ό Θεός δεν θέλησε να υπάρξει και πέμπτο ευαγγέλιο.


Δεν Ξέραμε

Το «δεν ξέραμε» (έτσι απαντούν όλοι εκείνοι που ακούνε να τους μιλάει κανείς για βασανιστήρια, για στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατουμένων, για φυ­λακίσεις, για αναγνωρίσεις κατηγορουμένων, για εισαγωγές πολιτικών κρατου­μένων σε φρενοκομεία) δεν στέκει, δεν αποτελεί δικαιολογία. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να εφεύρει την πυρίτιδα ή να ανακαλύψει την κβαντική θεωρία. Η στοιχειώδης εξυπνάδα όμως είναι υποχρέωση όλων, και προπαντός για έναν χριστιανό, που πρέπει πάντα να προσέχει τους πειρασμούς. Αλλά και η βλακεία είναι πειρασμός, και όχι μόνο για τους χριστιανούς — και αυτό προκύπτει από μία πειραματική αντικειμενική διαπίστωση πού υποστηρίζει ότι: κανείς δεν ξέρει τίποτα, αλλά ταυτόχρονα όλος ό κόσμος γνωρίζει τα πάντα.

Η άγνοια, η αποκτήνωση, το αδιάφορο πέρασμα άπ' αυτή τη ζωή και από τα πράγματα, είναι ενέργειες του διαβόλου. Ο Σαμαρείτης δεν ήταν μόνο καλός. Ήταν και παρατηρητικός: ήξερε να βλέπει.
Διαφορετικά για ποιο λόγο είπε ο Κύριος στους ανθρώπους: αυτή είναι η ώρα σας, ή γιατί τους προτρέπει να δουν με τα μάτια, να ακούσουν με τα αυτιά και να καταλάβουν με την καρδιά; Ή πώς θα μπορούσαν να ξέρουν ότι ο Κύριος είναι νηστικός, διψασμένος, ξένος, άρρωστος ή φυλακισμένος, για να του δώσουν τροφή, ή νερό, ή να τον υποδεχτούν ή να τον ντύσουν ή να τον επισκεφτούν;
Ο Ζαν Κω απάντησε κάποια στιγμή στον Ροζέ Γκαρωντύ (που κι αυτός έλεγε πως δεν ήξερε) για το θέμα αυτό, με τον καλύτερο τρόπο, που μπορούσε: «Εγώ, κύριε καθηγητά, που δεν είμαι καθηγητής πανεπιστημίου ούτε και μέλος της κεντρικής επιτροπής τού κόμματος, εγώ πώς ήξερα; Εκατομμύρια άνθρωποι στους δρόμους πώς ήξεραν, κι εσείς δεν ξέρατε;»
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι δεν επρόκειτο για ποιος ξέρει τι είδους μυστικές πληροφορίες, αλλά για πράγματα που μπορούσε να μάθει οποιοσδήποτε. Αρκεί να ήθελε. Είναι πράγματα που τα νιώθεις, αν δεν βουλώσεις τα αυτιά σου, είναι πράγματα που τα βλέπεις, αν δεν κλείσεις τα μάτια σου επίτηδες, για να μην τα δεις.
Όποιος έχει αυτιά ακούει. Κι αν είναι χαζός; Ή χαζομάρα δεν αποτελεί δι­καιολογία, γιατί κανείς δεν είναι τόσο χαζός (δεν μιλάμε βέβαια για τούς σχι­ζοφρενικούς και τους ψυχοπαθείς, αυτοί οι καημένοι εξαιρούνται) που να μην καταλαβαίνει ότι ένα κι ένα κάνουν δύο κι όχι έξι.
Απλώς δεν μας συμφέρει να το παραδεχτούμε. Καλυπτόμαστε πίσω από την αντικειμενικότητα της επιστήμης μας, αλλά καρδιά και μυαλό και εσωτερικά όργανα και κύτταρα έχουμε όλοι, για να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας, είναι βασικά χαρίσματα και τα έχουμε από τη φύση μας. Όλος ο κόσμος ήξερε ότι ό Ηρώδης ήταν κάθαρμα, ο Ροβεσπιέρος κανάγιας, ό Στάλιν παλιάνθρωπος.
Σπίρτα αναμμένα, πεταμένα πάνω σε βενζίνη.
Γιατί, εγώ ήξερα τίποτα; Ήξερα μήπως τίποτα για τον απαράμιλλο αυτό κόσμο, μέσα στον όποιο βρέθηκα ξαφνικά; Ήξερα τίποτα για τα μαρτύρια πού με περίμεναν; για τούς αφανείς ήρωες πού θα συναντούσα μέσα στις φυλακές; για όλους εκείνους πού είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο μέσα στα κελιά της φυλακής κρατούσαν την αξιοπρέπεια τους, αρκούμενοι να προδώσουν, να μαγαριστούν, να καταρρεύσουν, να παραφρονήσουν;
  Ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα στα περισσότερα κελιά τής φυλακής ήταν ή συζήτηση που γινόταν για τα λόγια που είπε ο Χριστός πάνω στο Σταυρό: Ηλί Ηλί λαμα σαβαχθανί.
Από τη στιγμή που ο Χριστός είπε: Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες, σημαίνει ότι πάνω στο σταυρό ήταν κι Εκείνος άνθρωπος, όχι μόνο θεός. Όπως χαρακτη­ριστικά λέει ό Παναΐτ Τσέρνα: «Στέναξες κι Εσύ, όταν σε τρύπησε το καρφί».
Το επιχείρημα αυτό το θεωρώ τελείως αβάσιμο, ενώ αντίθετα από τα λόγια του Χριστού στο Σταυρό μπορεί να συμπεράνει κανείς την απόλυτη μαρτυρία τού κύρους τής σταύρωσης.
Έχω με το μέρος μου τον Ντοοτογιέφσκυ, τη Σιμόν Βέιλ, τον Κίρκεγκωρ και ολόκληρη σύνοδο τής Χαλκηδόνας. Έχω υπόψη μου και δύο πίνακες, πού απεικονίζουν τη σταύρωση, έναν τού Χολμπάιν κι έναν τού Βελάσκεθ. Και στούς δύο όμως λείπουν οι ακτίνες φωτός, πού ξεκινούν από τον ουρανό. Η τραγωδία είναι ανεπίστρεπτη, αθεράπευτη. Όχι μόνο το μαρτύριο και η προφητεία, αλλά και όλη η υπόθεση τού δράματος είναι κλινικά νεκρή, η ανάσταση διώκεται μέσα σε αποπλανήσεις και μάταιες ελπίδες. Δεν υπάρχει περίπτωση να επιζήσει αυτό το αιμόφυρτο, τρυπημένο, ταπεινωμένο και κομματιασμένο σώμα. Η ανάσταση είναι εντελώς αδύνατη.
   Έτσι λέει —ανοικτά— ό Ντοστογιέφσκυ ότι του φαίνεται ό Χριστός στον πίνακα του Χολμπάιν. Ακριβώς την ίδια μαύρη και κρύα εντύπωση είχα κι εγώ κοιτάζοντας τον πίνακα του Βελάσκεθ, όταν παρουσιάστηκε στην έκθεση του Λούβρου. Στον πίνακα κυριαρχεί σε πρώτο πλάνο το έντονο κίτρινο (δεν μπορείς να το κοιτάξεις) ενός μανδύα. Στο βάθος φαίνονται οι θλιβεροί σταυροί, τα δύστυχα κορμιά και ο μολυβένιος ουρανός. Οι σταυροί μοιάζουν να έχουν τοπο­θετηθεί σε απόσταση, σχεδόν ξεχασμένοι μεταξύ τους (όπως θα ξεχνούσε κανείς πάνω στη βιασύνη του —και οι δικαστές τού Κυρίου με βιασύνη ενήργησαν— ένα ασήμαντο πράγμα). Ό Χριστός είναι τελείως εγκαταλελειμμένος, είναι απλώς ένας εσταυρωμένος δίπλα σε άλλα δύο άτομα κάπου στις βρώμικες παρυφές μιας πόλης, σε ένα λοφίσκο από σκουπίδια, πέτρες και σκουριά, ένα απόγευμα —με μαύρα σύννεφα να έχουν κατέβει πολύ χαμηλά— αποπνικτικό. Δεν φαίνονται, όπως στο έργο Ο Δικτάτορας του Ζύλ Ρομαίν, οι δυνατές και μεγάλες δομές των προαστίων μιας μεγάλης και σύγχρονης πόλης, άλλα οι ογκώδεις πολεμίστρες ενός παλιού οικισμού, όχι τόσο μελαγχολικού, όσο κρύου και άγριου. Στο χώρο κυριαρχούν τα βαριά σύννεφα, οι σβησμένες ματιές των εσταυρωμένων και οι ιδιότροποι σπινθηρισμοί από τις πανοπλίες των εκτελεστών. Απ' αυτόν το χώρο, που η έκταση του καλύπτει τα πάντα σαν τεράστια καμπάνα, δεν υπάρχει διέξοδος. Η υπέρβαση είναι πια απλώς θεωρία, η περίπτωση να αναστηθεί ό εσταυρωμένος Χριστός είναι ξεκάθαρο ότι αποκλείεται. Και την ήθελαν την ανάσταση όλοι τόσο πολύ, οι δύστυχοι.
Σε όσους θέτουν στη φυλακή το θέμα του Ηλί, Ηλί, τους λέω: τόσο το καλύτερο που έγινε έτσι. Μόνο αυτό μπορούσε να γίνει.
Η σταύρωση δεν είναι φάρσα και απάτη, γιατι το θαύμα δεν είναι αδύνατο και η ανάσταση δεν είναι παραμύθι. Αν οι μονοφυσίτες είχαν δίκιο, ούτε μία στο εκατομμύριο δεν θα περνούσα στην ορθοδοξία. Θα σήμαινε ότι η σταύρωση ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα σύμβολο, μία παράσταση. Για όνομα τού Θεού! Μόνο και μόνο η ανθρώπινη απελπισία τού σταυρού αποδεικνύει την τιμιότητα και τη σοβαρότητα τής θυσίας τού Χρίστου.
 Ο Κύριος είχε έρθει αποφασισμένος να πιει μέχρι τέλους το πικρό ποτήρι, να βαπτιστεί με το βάπτισμα τού αίματος τού Σταύρου, αλλά στον κήπο τής Γεσθημανή, όταν πλησίαζε η στιγμή, προσευχήθηκε να μη δοκιμάσει το πικρό ποτήρι. Βέβαια αμέσως μετά πρόσθεσε στην προσευχή του: « Ας γίνει το θέλημα σου». Ό δισταγμός όμως ήταν αληθινός. Αλλά στο σταυρό, παρά το γεγονός ότι ο Χριστός είχε πλήρη επίγνωση για την ανάσταση του, φαίνεται να δοκιμάζεται ή ανθρώπινη φύση Του για κάποιο χρονικό διάστημα (ενώ αντίθετα η άλλη φύση του Κυρίου, η θεϊκή, επικράτησε στο Θάβωρ), διότι διαφορετικά δεν θα ακου­γόταν το τόσο φυσιολογικό «διψώ» και το τόσο allzumenschlich:1 Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;
Η πράξη τής σταύρωσης ήταν τόσο σοβαρή και αυθεντική, πού ακόμα και οι απόστολοι με τους μαθητές είχαν πιστέψει πώς ο κρεμασμένος στον σταυρό Χριστός δεν πρόκειται να αναστηθεί. Αν δεν είχε κλονιστεί τόσο πολύ ή πίστη τους, ο Λουκάς και ο Κλεόπας δεν θα προχωρούσαν σκυθρωποί, σέρνοντας τα βήματα τους, καθώς πήγαιναν προς Εμμαούς, και θα αναγνώριζαν αμέσως τον Δάσκαλο τους, ούτε θα έμεναν έκπληκτοι όταν κατάλαβαν ποιος είναι. (Ένιωθαν τόσο απομονωμένοι και τόσο γελασμένοι, πού παρακάλεσαν τον πρώτο άγνωστο περαστικό πού συνάντησαν να μείνει μαζί τους, να μην τους αφήσει μόνους). Ούτε ο Θωμάς θα ζητούσε τόσο επίμονα χειροπιαστές αποδείξεις, αν δεν πίστευε πώς η ανάσταση, από τη στιγμή πού τα πράγματα πήραν τέτοια τροπή, δεν επρόκειτο να γίνει. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει. Η σταύρωση ήταν και γι' αυτούς, όπως και για τούς σταυρωτές, γεγονός οριστικό. Και ήταν αναγκαίο, για την επιβεβαίωση τής θυσίας, η σταύρωση να δώσει την εντύπωση πώς όλα τελείωσαν, πώς το ζήτημα έληξε. Για να είναι όμως η σταύρωση αυτή που έπρεπε να είναι, δεν έφταναν μόνο ο τρόμος τού βασανιστηρίου, τα καρφιά, το δόρυ, το ακάνθινο στεφάνι (στον πίνακα του Ματίας Γκρύνεβαλτ τα αγκάθια τρυπούν ολόκληρο το σώμα, που έχει αρχίσει να αποσυντίθεται). Ήταν αναγκαίο (για να συμπληρωθεί το δράμα) να υπάρχει καταστροφή, αμηχανία, ήττα.
Μόνο και μόνο η κραυγή Ηλί, Ηλί μάς αποδεικνύει ότι ο Εσταυρωμένος δεν έπαιζε θέατρο, ότι δεν προσπάθησε να μας παραμυθήσει με υποκριτικά γλυκό­λογα (άλλωστε πάντα συνήθιζε να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους ωσάν σε ελεύθερες και ώριμες υπάρξεις, ικανές να ακούσουν και δυσάρεστες αλήθειες). Σε αντίθεση με τον Βούδα και τον Λαό-Τσε, ο Χριστός δεν προσφέρει αφορισμούς και παχιά λόγια, αλλά το Σώμα και το Αίμα Του, το Μαρτύριο Του και την Απελπισία Του. Πόνος χωρίς απελπισία είναι σαν φαγητό χωρίς αλάτι, σαν γάμος χωρίς όργανα.
(Αλλά εάν ο εκ δεξιών ληστής είναι ο πρώτος άνθρωπος που μπαίνει στον Παράδεισο —πριν ακόμη κι από τους προφήτες, τους πατριάρχες και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης— αυτό το οφείλει όχι μόνο στη συγκλονιστική του μεταστροφή, αλλά και στο γεγονός ότι υπέφερε μαζί με τον Κύριο. Γιατί άλλο είναι να βρίσκεσαι κάτω από το σταυρό και να θρηνείς απ' αυτή τη θέση —όσο

άγιος και τίμιος να 'σαι— κι άλλο είναι να είσαι κι εσύ πάνω στο σταυρό. Μόνο ο εκ δεξιών ληστής αισθάνεται ότι και ο Κύριος.)
Η προσήλωση του Χριστού πάνω στο σταυρό ήταν ολοκληρωτική, όπως μας λέγει η σύνοδος τής Χαλκηδόνας.
Σίγουρα ήταν, αλλά ο Χριστός πάνω στο σταυρό δεν έπαψε να είναι και Θεός.
Δεν χωράει αμφιβολία, πιστεύω, για την συνεχή επικοινωνία (του Υιού με τον Πατέρα) την ώρα του μαρτυρίου, αλλά, μετά από κάποιες ώρες πάνω στον σταυρό, η ανθρώπινη φύση έπρεπε να είναι αυτή που θα κυριαρχούσε. Διαφο­ρετικά η τραγωδία θα ήταν παραποιημένη.
Τι περίμεναν δηλαδή οι μονοφυσίτες και οι σημερινοί άθεοι; Να έκλεινε το μάτι ο Χριστός στους δικούς του, σαν να τους έλεγε: Εντάξει μην ανησυχείτε, όλα αυτά γίνονται για τα μάτια τού κόσμου. Μη φοβάστε, ξέρω εγώ τι κάνω. Θα τα πούμε την Κυριακή το πρωί;
Για φρικτό θέαμα μιλάει (τόσο άδικα) ο μονοφυσιτισμός.
Επιχειρήματα από την Αγία Γραφή: Στο Ρωμ. 8, 32, ο Παύλος γράφει: «ος γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ' υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν», δηλαδή, ό Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Αυτό το ουκ εφείσατο αποδεικνύει επίσης τι πάνω στο σταυρό τα πράγματα δεν διαδραματίστηκαν συμβολικά, αλλά αποτέλεσαν αληθινό μαρτύριο. Μόνο με το συνδυασμό του φυσικού πόνου και του ηθικού μαρτυρίου προκύπτει το τελικό αφέψημα: η υπέρτατη πίκρα.
Ο Παύλος ξανά στο Α' Κορ. I, 23 αναφέρει: «ημείς κηρύσσομεν Χριοτόν εσταυρωμένον», δηλαδή, εμείς κηρύττουμε τον Σωτήρα Χριστό, και μάλιστα στάχυ-ρωμένον, ενώ στο 2, 2 γράφει: «ου γαρ έκρινα του ειδέναι τί εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον», δηλαδή, σκοπός μου δεν ήταν να σας κάνω να γνωρίσετε κάτι άλλο, παρά μόνο τον Ιησού Χριστό και μάλιστα σταυρωμένο.
Ή προσθήκη από τον Παύλο «και τούτον εσταυρωμένον» έγινε ακριβώς για να δώσει έμφαση στην πιο σκανδαλώδη και τρελή πτυχή τού θέματος. Η κοινή λογική θά δεχόταν στο τέλος έναν Θεό συμβολικά σταυρωμένο, πού υπέφερε φαινομενικά (αλλιώς οί άνθρωποι δέν καταλαβαίνουν), αλλά το παράδοξο και ή παράνοια (ό χριστιανισμός δηλαδή) απεικονίζει τη Θεότητα θέλοντας την να βρίσκεται όχι μόνο πάνω στο σταυρό —επισήμως— αλλά στ' αλήθεια καθηλω­μένη, σε μία θέση κατά την οποία στην πραγματικότητα υποφέρουν τα νεύρα (τα κατορθώματα τού Μεσαίωνα, πού ξέρουν καλά τι σημαίνει πόνος, αναφέρονται συνεχώς στα νεύρα), οι μυϊκές ίνες και ή ψυχή τού δύστυχου ανθρώπου με δήλες τις συνέπειες πού αυτό συνεπάγεται (και ό Χριστός, σε πείσμα τής αίρεσης τού 'Απολλινάριου, έχει ολοκληρωμένη ανθρώπινη ψυχή). Εάν ό Χριστός ήταν, έστω

και για λίγο, απαθής πάνω στο σταυρό, αν δεν είχε δοκιμάσει εξ ολοκλήρου τ ανθρώπινη απελπισία, τότε τό γεγονός που διαδραματίστηκε στον Γολγοθά δεν θα ήταν (για κάποιους φιλοσόφους και ιερείς) αιτία για να σκοντάψουν, αλλά ένα απλό «σενάριο», μία «εθιμοτυπία» αποδεκτή και εδώδιμη.
Στο Α' Σκορ. 6, 20 και στο 7, 23, ό Παύλος επιμένει: «ηγοράσθητε γαρ τιμής», δηλαδή, σας αγόρασε ό Θεός πληρώνοντας τό τίμημα, καί «τιμής ηγοράσθητε», δηλαδή, έχει καταβληθεί το αντίτιμο για την απελευθέρωση σας.
Ο Θεός πλήρωσε ολόκληρο το τίμημα, με τρόπο τίμιο. Δεν ξεγέλασε κανέναν. Ούτε τον διάβολο, ούτε εμάς, ούτε τον εαυτό του. Δεν πλήρωσε με φαινομενικό τρόπο, με έναν μικρούτσικο σταυρό ή με κάλπικα χρήματα. Το τίμημα δεν το πλήρωσε κάποιο φάντασμα. Σώμα σαν το δικό μας ήταν, αίμα σαν το αίμα μας.
Τέλος στο Έβρ. 2, 17 και 18: «όθεν ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας του λαού- εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι», δηλαδή, έπρεπε λοιπόν να γίνει σε όλα όμοιος με τα αδέρφια του, ώστε να είναι σπλαχνικός και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία τού Θεού, ώστε να συγχωρήσουν οι αμαρτίες τού λαού. Έτσι, επειδή ο Ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς πού δοκιμάζονται. Καί στο 4, 15 «ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών, πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ' ομοιότητα χωρίς αμαρτίας», δηλαδή, δέν έχουμε αρχιερέα πού να μην μπορεί να συμμεριστεί τις αδυναμίες μας. Αντίθετα, έχει δοκιμαστεί σε όλα, επειδή έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει.
Άρα λοιπόν ό Χριστός μοιάζει μ' εμάς σε όλα και δοκιμάστηκε σε όλα όπως κι εμείς. Επομένως και από την ανθρώπινη απελπισία.
   






1 Γερμανικά στο πρωτότυπο: «ολότελα ανθρώπινο».


Πηγή:Νικολάε Στάϊνχαρτ, Το ημερολόγιο της ευτυχίας, εκδ. Μαϊστρος, σ. 70-76