Υπάρχει ένας ανάπηρος άνθρωπος γεμάτος αισιοδοξία, τον οποίο έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Είναι ένας στρατιώτης που πληγώθηκε στον πόλεμο. Μια εχθρική σφαίρα διαπέρασε το σώμα του, τον πλήγωσε δίπλα στη μέση του. Με κάλεσε να τον επισκεφθώ. Μπήκαμε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Σε μία μεγάλη καρέκλα, με πλάτη δίπλα στο παράθυρο, καθόταν ο γνωστός μου. Με κοίταξε και μου είπε: (Περισσότερα...)




Μας διηγείτο ο αείμνηστος Γέροντας και Πνευματικός μου πατήρ περί του διακριτικού προπονητού των υποτακτικών, του γέροντος Χ…   του αγιαννανίτου.
Κάποτε επεσκέφθη τον γ. Χ... εις το ησυχαστήριον του, ημέραν, καθ' ην ελειτούργει ο ίδιος. Ανυπόδητος, με πα­λαιά, εφθαρμένα άμφια, με ένα σταυρόν αυτοσχέδιον, χειροποίητον, σκωριασμένον. Απλούς, αλλά γλυκύτατος την όψιν, παρά την άγριωπόν ή την σαλήν εμφάνισιν, ην ενεποίει η άκτένιστος, ανεμίζουσα κόμη του.(Περισσότερα...)





ρχόμουν στ σπίτι μας μετ τ σχολεο,
κι σ πάντα μ περίμενες στν ξώπορτα.
Δν ξέρω π ποιάν πόσταση 
μποροσες ν κος τ βήματά μου.
Μούλεγες τι φερνα στ μαλλιά μου
τ ρωμα το σχολείου.
ψαχνες στν τσάντα μου ν βρες
τ τετράδιο τς ντιγραφς.