Κάποια μέρα γινότανε λόγος σε ένα σπίτι για τον θάνατο. Οι περισσότεροι ενοχλήθηκαν.
Μια κυρία όμως φαινόταν εντελώς ήρεμη και γαλήνια. «Εσύ γιατί δεν φοβάσαι;» την ρώτησαν. Και εκείνη διηγήθηκε την εξής ιστορία.
«Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι είχαμε πάει με την μητέρα μου σε ένα χωράφι. Εκεί χοροπηδώντας και παίζοντας ενόχλησα κάτι μέλισσες και μια επιτέθηκε να με τσιμπήσει. Εγώ τότε έβαλα τις φωνές και έτρεξα στη μητέρα μου.:
-«Σώσε με», της είπα. «Με έφαγε!» (Περισσότερα...)







Κάποια στιγμή, μοναδική, πολύτιμη, ανεπανάληπτη, η αγάπη δυο άνθρώπων, σε φέρνουν στην ύπαρξη, . Μυστήριο μεγάλο η ζωή και ο χρόνος. Το ένα μυστήριο εισχωρεί απαλά, σιωπηλά μέσα στο άλλο. Ιερουργός των μυστηρίων η αγάπη Του. Έτσιο χρόνος αγκαλιάζει τη ζωή και ξεκινούν μαζί το ταξίδι. Ο χρόνος είναι ταπεινός. Υπάκουο του Θεού παιδί. Λειτουργεί όπως Εκείνος όρισε, χωρίς να ξαποστάσει δευτερόλεπτο. Εργάζεται ακατάπαυστα στο εργαστήρι του θελήματος του Δημιουργού  του. Σε πολλά του Θεού παιδιά, ο εγωισμός του ανθρω΄που κινήθηκε κατακτητικά και τυρρανικά και επέβαλλε τη δυσλειτουργία τους. Στο χρόνο δεν τόλμησε. (Περισσότερα...)




Μια μέρα, ήταν παραμονή Χριστουγέννων, δυο κυνηγοί ξεκίνησαν μέσα στο κρύο του χειμώνα, για να πάνε στο βουνό να σκοτώσουν κανένα αγριογούρουνο. Πήγαιναν και οι δύο καβάλα στ’ άλογα τους και είχαν τα ντουφέκια τους κρεμασμένα στον ώμο τους κάτω απ’ τις κάπες..
Όταν είχαν περάσει τον κάμπο και μπήκανε στο λόγγο, είχαν το νου τους εδώ κι εκεί μήπως και ιδούν κανένα  αγρίμι.
Αντί για αγρίμι όμως την ώρα που περνούσαν ένα στενό πέρασμα δύσκολο, ξεπετιούνται μπροστά τους μέσ’ απ’ τους θάμνους δυο ληστές. Βαστούσαν στα χέρια τους από ένα μεγάλο μαχαίρι και φώναξαν άγρια: (Περισσότερα...)