20/03/2013, Ο βίος του οσίου Νικηφόρου του λεπρού (+1964)


 O βίος του Οσίου Νικηφόρου του λεπρού (+1964)


Ο όσιος Νικηφόρος ο λεπρός
H αναδρομή στα συναξάρια των Αγίων μας δεν αποτελεί αφορμή μόνο για μάθηση και γνώση, αλλά κυρίως αφορμή για επανόρθωση του βίου μας και αφετηρία για νέο ξεκίνημα με τη βοήθεια των πρε­σβειών τους προς τον Κύριο Ιησού και την αναπτέρωση του ζήλου μας για την κατά Θεόν πολιτεία μας.
Η Εκκλησία του Χριστού, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, μέσα στην ιστορική πορεία Της των πλέον των είκοσι αιώνων, έχει να επιδείξει πολλές μορφές αγιότητος και ανάλογους δρόμους ηθικής τελειώσεως.
Είναι γεγονός όμως, ότι το μαρτύριο στάθηκε ο πιο συγκλονιστικός δρόμος προς την αγιότητα τόσο για τον πάσχοντα όσο και για τους υπόλοιπους ανθρώπους, πιστούς ή απίστους εις την διδασκαλία του Χριστού. Το μαρτύριο, ακόμη, υπήρξε ο τρόπος εκείνος δια του οποί­ου ετελειώθη αναρίθμητο νέφος χριστιανών, των πρώτων ιδίως χριστιανικών αιώνων, αλλά και εστερεώθη ως σε βάσεις άσειστες το σώμα του Χριστού, η Εκκλησία.
Μιλώντας για το μαρτύριο, στη σκέψη μας έρχεται πρωτίστως το μαρτύριο του αίματος, δηλαδή του σώμα­τος. Μιλούμε όμως και για το μαρτύριο της συνειδήσεως, ή το μαρτύριο της μοναχικής πολιτείας, όταν ο άνθρωπος οικειοθελώς βαστάζει τη δυσκολία και το βάρος, όσο δυ­σβάσταχτο κι αν είναι αυτό, της δικής του επιλογής, της τήρησης κάποιων ηθικών αρχών και αξιών ή μιας ιδεολογίας.
Ο όσιος σε νεαρή ηλικία
Μία εντελώς ιδιότυπη μορφή μαρτυρίου αποτελεί αυτό της ανίατης ασθένειας η κάποιας βαρειάς νόσου, που όμως δεν έχει θεραπεία. Έχει παρατηρηθεί ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορε­τικά ο καθένας. Και άλλοι μεν σκληρύνουν τις καρδιές τους τηρώντας κάποια εχθρική στάση προς τους συνανθρώπους τους, με αποτέλεσμα να απομονωθούν βλέπο­ντας γύρω τους μόνον εχθρούς, ή και εναντιώνονται και σ' αυτόν ακόμη τον Θεό θεωρώντας Τον αίτιο τής βασά­νου τους.

Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων στους οποίους η πραγματικότητα της ανίατης αυτής ασθένειας λειτουργεί αναθεωρητικά και αφυπνιστικά προς την μέχρι τώρα πορεία τους, βλέποντας την προκείμενη δυσκολία και τη βάσανο ως επισκιάσεις τής θείας Χάρι­τος και εφαλτήρια, για να εντείνουν τους πνευματικούς αγώνες τους, για να ανακαλύψουν και να επιδοθούν στην ένθερμη καρδιακή προσευχή και να μετέχουν ενεργά στην κοινωνία του θείου Προσώπου. Οι άνθρωποι αυτοί δρώντας και ζώντας με τον τρόπο αυτό ξενίζουν τους συνανθρώπους τους αποκαλύπτοντας και δεικνύοντας σ' αυτούς έναν δρόμο ζωής ξένο και παράδοξο για τους πολλούς και μία θεώρηση πραγμάτων άλογη, ίσως δε και παράλογη. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία ευλογημέ­νων ανθρώπων ανήκει και ο Όσιος Νικηφόρος ο λεπρός εις τον οποίο αφιερώνεται και το παρόν Εγκόλπιο Εορτολόγιο του νέου έτους. Το χωριό Συρικάρι της Κισαμιτικής γης έμελε να είναι ο τόπος που εβλάστησε το αειθαλές αυτό κλήμα του Χριστού, τον όσιο πατέρα Νικηφόρο, Νικόλαο Τζανακάκη κατά κόσμον. Ο μικρός Νικόλαος γεννήθηκε το 1890 στη γειτονιά των Κωστογιάννηδων του Συρικαρίου από άπλούς και ευσεβείς γονείς. Πολύ σύντομα έμεινε όμως ορφανός και από τους δύο, και την ανατροφή του ανέλαβε ο παππούς του Ιωάννης Τζανακάκης. Στο χωριό του έμεινε ο Νικόλαος μέχρι πού ετελείωσε το Δημοτικό. Σε ηλικία 13 ετών ο παππούς Ιωάννης τον πηγαίνει στα Χανιά, όπου τον παραδίδει σε κάποιον κουρέα για να μάθει την τέχνη και να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Δυστυχώς, δεν επρόκειτο να δει ξανά την πατρική γη, ούτε τα αδέλφια και τους συγγενείς του.
Κατά την παραμονή του στα Χανιά ξεκινά και η μαρ­τυρική πορεία του οσίου με την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της «αγίας» νόσου, όπως αποκαλούσαν την φοβερή και ανίατη, τα χρόνια εκείνα, ασθένεια της λέ­πρας: μια μικρή κηλίδα με ένα λεπτό στεφάνι επάνω στο δέρμα ήταν η πρώτη χαρακτηριστική ένδειξη. Ό Νικόλα­ος περιέκρυβε τα μέρη εκείνα του σώματός του που είχαν προσβληθεί από τη νόσο μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Τότε, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτός και εγκλεισθεί στη νήσο «των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τότε τη Σπιναλόγκα, τον τόπο πού απομόνωναν τους λε­προύς, προτιμά να αναχωρήσει από την Κρήτη με προορισμό την Αίγυπτο και ειδικότερα την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια εργάζεται και πάλι σ' ένα κουρείο, ενώ, ως κοινωνικός και αγαπητός χαρακτήρας που ήταν, κάνει γνωριμίες με την ανθούσα τότε Ελληνική κοινότη­τα και το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Παράλληλα με την ζωή και την ηλικία του, δυστυχώς, και τα σημεία της λέπρας απλώνονταν ολοένα και περισσότερο στο σώμα του, ιδίως στα χέρια και το πρόσωπο, με αποτέλεσμα, μετά την παρέλευση 7-8 ετών από την άφιξη του εκεί, να έλθει και πάλι σε απόγνωση. Η πικρία, ο πόνος και η θλίψη που εδοκίμασε όταν ανεγνώρισε για πρώτη φορά τα συμπτώματα της ασθένειας, επρόκειτο να τον συνο­δεύουν σε όλη του τη ζωή.
Ο όσιος υποτακτικός  πλάι στον άγιο Άνθιμο Χίου
Στην δύσκολη αυτή καμπή του βίου του εκμυστηρεύεται το μυστικό του σ' κάποιον Χίο Αρχιερέα του Αλεξανδρινού Θρόνου, ο οποίος και του δίνει θάρρος και του συμπαραστέκεται ως φιλόστοργος πατέρας. Με συστατική επιστολή που του δίδει προς τον συντοπίτη του πατέρα Άνθιμο Βαγιάνο (μετέπειτα άγιο Άνθιμο), τον στέλνει στο λεπροκομείο της Χίου. Ό π. Άνθιμος υπηρετούσε τότε ως Ιερέας εις τον Ιερό Ναό του Άγ. Λαζάρου του λεπροκομείου και με την ουσιαστική συμβολή του -κατέβαλε το ποσό των τριάντα χρυσών λοϊζίων τα οποία απαιτούσε το ίδρυμα- ο νέος τρόφιμος γίνεται δεκτός.
Ο νεαρός άνδρας έφθασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στον χώρο του λωβοκομείου επρόκειτο να δι­έλθει τα περισσότερα αλλά και πιο ευδόκιμα κατά Θεόν χρόνια της ζωης του. Ο άγιος Άνθιμος τον ανέλαβε υπό την προστασία του και γρήγορα διέγνωσε τα χαρίσματα που του είχε δώσει ο καλός Θεός. Τον νουθετούσε και του έδινε κουράγιο, ενώ μετά από δύο χρόνια παραμονής του, έκρινε ότι ο Νικόλαος ήταν έτοιμος να ασπασθεί τον μοναχικό βίο. Τον κείρει μοναχό και του δίδει το όνομα Νικηφόρος. Πιστός στα μοναχικά του καθήκοντα ο μοναχός πλέον Νικηφόρος επιδίδεται σε ασκητικούς κό­πους και αγώνες προκειμένου να βρίσκεται ενωμένος με Αυτόν που αγάπησε περίσσια, τον Κύριο Ιησού.
Ο Όσιος Νικηφόρος έζησε εκεί μέσα 43 έτη, μέχρι το 1957 που το λεπροκομείο της Χίου έκλεισε και οι ασθενείς του, μαζί και ο π. Νικηφόρος, μεταφέρθηκαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας στην Αθήνα. Στο νέο του περιβάλλον ο Άγιος, σχεδόν παράλυτος και τυφλός, εξυπηρετείται στις αναγκαίες χρείες τού σώμα­τος από τον επίσης ασθενή μοναχό Σωφρόνιο Σαριδάκη (μετέπειτα ιερομόναχο Ευμένιο) εις τον οποίο ο Άγιος Άνθιμος της Χίου σύνεστησε τον π. Νικηφόρο ως «μέγα θησαύρισμα και τέλειο μοναχό». Κλινήρης τον περισσότε­ρο καιρό ο γέρων πλέον Νικηφόρος επέρασε τα τελευ­ταία χρόνια του επί γης πολύαθλου βίου του έπιδιδόμενος ακόμη περισσότερο στην αδιάλειπτη προσευχή, ενώ ήταν ταυτόχρονα υπόδειγμα καρτερικότητας, υπομονής, πραότητας και ταπεινώσεως. Πληθος κόσμου συνέρρεε εις τον Σταθμό της Αγίας Βαρβάρας για να ιδούν, να λάβουν την ευχή αλλά και την παραμυθία και την στήριξη εις τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωης τους από τον Γέροντα Μοναχό. Το όσιακό, η μάλλον, μαρτυρικό τέλος του οσίου πατρός έπηλθε την 4η Ιανουαρίου 1964 σε ηλικία 74
ετών, ενώ μετά την εκταφή τα λείψανά του ευωδίασαν. Πολλές άλλωστε είναι οι μαρτυρίες της θαυμαστής επεμβάσεώς του εις όσους επικαλούνται με πίστη το όνομα του και τις πρεσβείες του, αλλά και εκείνες που καταδεικνύουν τα πνευματικά χαρίσματα του πατρός όσο ζούσε. Ας έχουμε την ευχή του.-






Πηγή: Από το Εορτολόγιον 2009 της Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, αφιερωμένο στον Όσιο Νικηφόρο τον λεπρό, www.imp.gr Περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τεύχος Ιανουαρίου 2013