17/05/2013, H πορεία προς Εμμαούς, του π. Βασιλείου Γοντικάκη

Η πορεία προς Εμμαούς





15
Σήμερα, θα μιλήσουμε για τον θάνατο και μου ήρθε στο νου η αγωνία, αν θέλετε και η απογοήτευση των μαθητών μετά τον θάνατο του Χριστού και ο φόβος τους. Για αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την προς Εμμαούς πορεία. Θα το πω με δύο λόγια μιας και είναι γνωστή η πορεία: Δύο μαθητές, τρείς μέρες μετά τον θάνατο του Κυρίου, προχωρούν εις Εμμαούς, συζητούν μεταξύ τους για τον Ιησού, αγωνιούν, μιλούν για τα γεγονότα. Έρχεται ο Χριστός, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και τούς ερμηνεύει τις γραφές. Εν τέλει Τον αγαπούν αυτόν τον Συνοδοιπόρο. Του λένε “μείνε μαζί μας”. Μένει. Φτάνουν στο τραπέζι και στην κλάση τού άρτου Τον γνωρίζουν. Τότε Αυτός γίνεται άφαντος, εκείνοι γεμίζουν χαρά και προχωρούν προς τα Ιεροσόλυμα.

Οι δύο μαθητές, λοιπόν, μιλούσαν και συζητούσαν για τον Χριστό. Και εκείνος παρουσιάστηκε δίπλα τους να συμπορεύεται. “Οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν”. Τα μάτια τους ήταν ακόμα κλειστά και δεν Τον γνώρισαν. Νομίζω ένα μεγάλο πράγμα είναι το εξής: ο Χριστός είναι η οδός και είναι και ο αληθινός Συνοδοιπόρος μας. Κι αν τυχόν αγωνιούμε, αν συζητάμε, αν ψάχνουμε, αν βαδίζουμε, αν τυχόν για κάπου πάμε, Αυτός είναι μαζί μας. Μα, λέει κάποιος: “δεν Τον ξέρουμε”. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: μαζί με την αγωνία μας και Αυτός συμπορεύεται. Και ας μην Τον διακρίνουμε. Ο Χριστός, στην συνέχεια, δεν θέλει να τους κάνει διδασκαλία, αλλά θέλει να τους δώσει την δυνατότητα να πουν αυτά που έχουν μέσα τους.

Γι’ αυτό προσποιείται άγνοια και μάλιστα επιμένει. Τότε «τού εξηγούν» για τον Ιησού τον Ναζωραίο, τον οποίο παρέδωσαν “οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου” και Τον σταύρωσαν. Στην συνέχεια λένε κι οι δύο τους τον πόνο τους: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λύτρωνε το Ισραήλ. Αλλά ήδη πέρασαν τρείς μέρες αφού έγιναν αυτά, αφού Τον σταύρωσαν και δεν είδαμε ακόμη τίποτε πού νά στηρίξει τίς ελπίδες μας. Μάς παραξένεψαν μερικές γυναίκες από τήν δική μας συντροφιά, γιατί πήγαν πρωί στό μνημείο καί λένε ότι δέν βρήκαν τό σώμα Του. Ήλθαν καί μάς είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων κι ότι οι άγγελοι λένε ότι ζεί. Καί πήγαν καί μερικοί από μάς στό μνημείο καί τό βρήκαν έτσι όπως είπαν οι γυναίκες, “Αυτόν δέ ουκ είδον”».

Τούς δίνει, λοιπόν, τήν δυνατότητα ο Χριστός νά πούν τόν λογισμό τους. Αυτοί, μέ τετράγωνη λογική, λένε ότι “Εμείς ελπίζαμε. Τώρα δέν ελπίζουμε. Τί νά ελπίζουμε; Εφ’ όσον Αυτός σταυρώθηκε, πέθανε καί είναι τρείς μέρες πού πέρασαν, τελείωσε η ιστορία”. Αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι δέν υπάρχει δυνατότητα νά ελπίζει κανείς. Νομίζω ότι ο μεγάλος δάσκαλος, ο Χριστός, αυτό ήθελε νά πούν κι αυτοί. Αυτό ήθελε νά βγάλει από μέσα τους: ότι, κοίταξε, μέ τήν τετράγωνη λογική, η υπόθεση τελείωσε – καί, νομίζω, ότι είναι καλό νά τελειώνουν οι υποθέσεις. Όμως αρχίζει Εκείνος καί μιλά: “Ώ ανόητοι καί βραδείς τή καρδία τού πιστεύειν επί πάσιν οίς ελάλησαν οι προφήται”. Επειδή καί ο Κύριος ένιωθε ότι ήταν φίλοι Του, τούς μιλάει αυστηρά. 

Καί λέει τήν φράση τήν μεγάλη παρακάτω: “Ουχί ταύτα έδει παθείν τόν Χριστόν καί εισελθείν εις τήν δόξα αυτού;” Δέν έπρεπε νά πάθει αυτά ο Χριστός γιά νά περάσει στήν δόξα Του; Στό σημείο αυτό μπαίνουμε στό μεγάλο μυστήριο καί λέμε: Άν τυχόν έπρεπε νά πάθει Αυτός, πού ήταν ο ίδιος ο Χριστός, εμείς τί πρέπει νά πάθουμε; Άρχισε από τόν Μωυσή καί όλους τούς προφήτες καί εξήγησε σέ όλες τίς γραφές αυτά πού αφορούσαν τό πρόσωπό Του. Μαζί μέ τήν πορεία προχωρούσε καί η ερμηνεία, κι έβλεπαν οι μαθητές ότι κάπου αλλού τούς πηγαίνει. Μόλις έφτασαν στήν πόλη πού πήγαιναν, Αυτός προσποιήθηκε ότι πάει κάπου αλλού. Αλλά αυτοί: “παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ’ ημών, ότι πρός εσπέραν εστι καί κέκλικεν η ημέρα”.

Νομίζω ότι οι μαθητές είπαν: Τώρα πού πάς; Τελείωσε η μέρα, τελειώνει η πορεία. Έτσι πού μάς έκανες δέν μπορούμε νά φύγουμε από κοντά Σου, ούτε Εσύ από μάς, έλα νά μείνεις μαζί μας. Καί ο Χριστός πέρασε μαζί τους. Καί “εν τώ κατακλιθήναι αυτόν μετ’ αυτών λαβών τόν άρτον ευλόγησε, καί κλάσας επεδίδου αυτοίς, αυτών δέ διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, καί επέγνωσαν αυτόν, καί αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών”. Μετά από τόν λόγο, τήν ιερολογία, φτάσαμε στήν ιερουργία. Έγιναν οι εξηγήσεις καί δέν έμενε πιά τίποτα άλλο παρά η πράξη τής ιερουργίας. Ο Χριστός δέν είπε τίποτα, αλλά τεμάχισε τόν άρτο. Εν τή κλάσει τού άρτου Τόν γνώρισαν καί μόλις Τόν γνώρισαν έγινε άφαντος, χάθηκε. Φυσικά, εγώ νομίζω ότι όταν λέμε χάθηκε, εννοούμε βρέθηκε. Γιατί άν τυχόν έμενε, θά τόν έχαναν.

Θά έλεγαν ότι “Αυτός είναι εδώ, εκεί”, θά Τόν εντόπιζαν, ενώ Αυτός είναι πανταχού παρών. Οπότε αφού Τόν κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ανοίγονται οι οφθαλμοί τους. Επομένως “διηνοίχθησαν οι οφθαλμοι τους” σημαίνει ότι άρχισαν νά βλέπουν τά αόρατα, νά καταλαβαίνουν τά περασμένα καί νά έχουν δύναμη γιά νά προχωρήσουν στά μέλλοντα, δηλαδή νά συνεχιστεί η πορεία. Οπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στήν Θεία Ευχαριστία, μέσα στήν Θεία Λειτουργία, εν τή κλάσει τού άρτου, τίς γραφές αληθινά. Γνωρίζουν αυτά πού πέρασαν καί παίρνουν δύναμη γιά νά προχωρήσουν.

Ο Κύριος γνωρίζεται ως άρτος κλώμενος καί αίμα εκχυνόμενον. Στήν κλάση τού άρτου γνωρίζεται ο Κύριος καί ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι εμείς τόν Κύριο “εν τή κλάσει τή ημετέρα”. Εάν τυχόν καί εμείς δέν πονέσουμε, εάν τυχόν καί εμείς δέν πεθάνουμε, δέν σταυρωθούμε, δέν πρόκειται νά γνωρίσουμε τόν Κύριο. Όπως καί Κείνος έπρεπε νά πάθει γιά νά μπεί στήν δόξα Του, καί εμείς πρέπει νά πάθουμε, πρέπει νά υποφέρουμε. Όλα αυτά τά βάσανα είναι ευλογία γιά νά ανοιχτούν τά μάτια μας καί έτσι νά Τόν βλέπουμε διαφορετικά. Είμαστε άνθρωποι, πονάμε καί έχουμε τήν δική μας λογική. Κι ο Χριστός επιτρέπει τόν λογισμό μας.

Δίδει τίς αφορμές, στούς μαθητές, νά ακούν τό λογισμό τους καί νά δικαιολογήσουν τετραγωνικά τήν απελπισία τους. Αλλά όμως όταν απελπίζεσαι, όταν ψάχνεις, όταν πορεύεσαι, Αυτός είναι μαζί σου. Στή συνέχεια θά έρθει καιρός, όταν φτάσεις πιά στήν κλάση τού άρτου, όταν φτάσεις στόν πολύ πόνο καί είσαι μαζί Του, νά διανοιχτούν οι οφθαλμοί σου. Τότε Τόν βλέπεις, Εκείνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκώς μαζί σου… Εντάξει η λογική μας, εντάξει η αναζήτησή μας αλλά είμαστε πλασμένοι γιά κάτι μεγαλύτερο. Ό,τι κι άν πετύχουμε μέ τή δική μας αναζήτηση, μέ τή δική μας γνώση δέν μάς ικανοποιεί. Ο Χριστός έχει νά δώσει σέ μάς κάτι πολύ μεγαλύτερο καί δέν μάς τό έδωσε πρίν Αυτός πάθει καί μπεί στήν δόξα Του.

Δηλαδή, μπορούμε νά πεθάνουμε καί νά ζήσουμε. Μπορούμε νά χαθούμε καί νά βρούμε τήν ψυχή μας, κι άν κανείς θέλει νά τήν σώσει, θά τήν χάσει. Κι άν τήν χάσει ενσυνείδητα, όπως λέει, “ένεκεν εμού καί τού ευαγγελίου”, αυτός θά τήν σώσει. Οπότε νομίζω ότι τό μεγάλο πράγμα πού έχουμε καί κουβαλάμε δέν είναι τό τί έχουμε αλλά τό τί είμαστε. Αυτό πού λέει καί ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: τό μεγάλο πράγμα είναι ότι μπορούμε νά γίνουμε όλοι κοινωνοί τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού, δηλαδή μπορούμε σιγά σιγά νά αναχθούμε σέ αυτή τήν άλλη λογική. Οπότε τά πάντα είναι ευλογία.

Όπως γιά παράδειγμα οι νεομάρτυρες, οι οποίοι ζούσαν σέ αυτή τήν κατάσταση, καί ζούσαν σέ αυτόν τόν παράδεισο. Οπότε λένε: “άν τυχόν μάς αφήσετε νά ζήσουμε σάς είμαστε ευγνώμονες γιατί ζούμε στόν παράδεισο, μέσα σέ αυτήν τήν λογική τής Θείας Λειτουργίας, τήν άλλη λογική, εάν μάς σκοτώσετε, σάς είμαστε χίλιες φορές πιό ευγνώμονες, γιατί τό συντομότερο θά δοκιμάσουμε αυτό τό πράγμα τό οποίο δέν παρέρχεται καί τό οποίο είναι χαρά εν όλω τώ κόσμω καί γιά όλο τόν κόσμο. Κι ο καθένας τότε γεννιέται, όταν πεθαίνει, καί τότε αγκαλιάζει όλους καί βρίσκει μές τήν καρδιά του όλους.

Καί ταυτόχρονα ενώ μιλάμε μέ αυτόν τόν τρόπο, δέν υποτιμούμε τό σώμα αλλά αντίθετα βλέπουμε ότι θεώνεται. Κι αυτή είναι η αντίθετη κίνηση πού γίνεται μέσα εδώ. Δηλαδή, δέν ενώνεται μόνο η πορεία μέ τήν στάση, η θεότης μέ τήν ανθρωπότητα, αλλά γίνεται καί μία αντίστροφη κίνηση, όπως λέει τό Συναξάρι τών Αγίων Πάντων, “τό Πνεύμα κάτεισιν καί ο νούς άνεισιν“. Τό πνεύμα κατέρχεται, ο λόγος σαρκούται καί τό χώμα, η φύση μας, αναλαμβάνεται, θεώνεται. Καί τό πιστεύουμε αυτό καί τό περιμένουμε νά γίνει κάποτε, αλλά γίνεται από τώρα. Ήδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντός ο πονεμένος καί σφαγμένος, ο τιμημένος μέ τό νά δεχτεί πολλές δοκιμασίες, νιώθει σάν άλλο σκαμμένο χωράφι πού μπαίνει μέσα μία νωτίδα ουράνια, έτσι μπαίνει μέσα στήν ψυχή τού ανθρώπου καί μέσα στό σώμα τού ανθρώπου μία άλλη παράκληση θεϊκή καί προχωρεί εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, εις καρδίαν.

Οπότε τό θέμα, νομίζω, δέν είναι άν θά μπορέσουμε νά κάνουμε μία ψεύτικη ερώτηση ή νά δώσουμε μία ψεύτικη απάντηση σχετικά μέ τόν θάνατο. Τό θέμα είναι άν είναι δυνατόν νά μπορούμε νά κάνουμε υπομονή. Αυτό πού λέει ο Κύριος, ότι τό χωράφι τό αγαθό, η γή η καλή είναι αυτοί πού δέχονται τόν λόγο τού Θεού καί καρποφορούν εν υπομονή. Μπορούμε νά κάνουμε υπομονή; Κάποιος γεωργός υπάρχει πού φροντίζει γιά μάς. Μπορούμε νά περιμένουμε;

Μά λέει κανείς: “βρέ παιδάκι μου, πεθαίνουμε”. Βλέπουμε στό Ευαγγέλιο ότι τό άρρωστο παιδί πού έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σάν νεκρό καί πολλοί άρχισαν νά λένε πώς πέθανε. Νομίζω ότι δέν έχει σημασία άν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, άν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι καί εμείς πεθάναμε. Αυτό πού έχει σημασία είναι νά μένουμε κοντά στά πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τόν κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος “τά πάντα διά τό πλήθος τού ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε”. Οπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σέ Αυτόν, άσχετα άν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός, ελπίζεις καί περιμένεις νά έρθει η ζωή. Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται διά τού θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δέν πέσει στήν γή νά πεθάνει, μένει μόνος, έτσι καί εμείς, άν δέν πονέσουμε θά μείνουμε μόνοι.

Τό θέμα είναι τό εξής: Ότι πολύ πονούμε καί λίγο ζωογονούμαστε, πολύ υποφέρουμε καί λίγο μπαίνουμε στή χαρά. Νομίζω ότι τό μήνυμα τό χαρούμενο τού Χριστού είναι ότι μάς δίνει τήν δυνατότητα νά περάσουμε τήν ζωηφόρο νέκρωση. Όταν ζήτησαν δύο μαθητές νά δοξαστούν καί νά καθίσει ο ένας εκ δεξιών καί ένας εξ ευωνύμων, Αυτός είπε, όπως αναφέρεται στό Τριώδιο, ότι ο Κύριος δέν δίδει τέτοια πράγματα στούς δικούς Του, υπόσχεται ποτήριο θανάτου. Τό μεγάλο γεγονός είναι ότι μπορούμε νά πεθάνουμε περιμένοντας.Όταν περνάμε τήν Γεσθημανή, δέν μπορούμε νά μιλάμε. Τώρα τό ότι μιλάμε σημαίνει ότι δέν περνάμε Γεσθημανή.

Αλλά τί γίνεται; Τά χάνουμε. Μπορεί νά τά χάσουμε, μπορεί νά πέσουμε κάτω, μπορεί νά μάς εγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Τό θέμα είναι άν μπορείς καί ξερός νά περιμένεις καί νά ευγνωμονείς. Κάποιος υπάρχει μέσα μας καί δίπλα μας, πού ιερουργεί διαφορετικά τό μυστήριο τής ζωής. Θά μπορούσε εύκολα νά μάς πεί ψεύτικα πράγματα, δέν θέλει. Θέλει νά μάς φέρει στήν αιώνια ζωή. Καί γιά νά μπείς στήν αιώνια ζωή πρέπει νά περάσεις από τόν θάνατο.

Θά μπορούσε ο Χριστός, άν ήταν ταχυδακτυλουργός, νά έκανε αυτό πού ζήτησαν οι Εβραίοι, όταν έλεγαν “κατέβα από τόν Σταυρό καί θά πιστέψουμε”. Θά μπορούσε νά τό κάνει. Δέν ήρθε γιά νά εντυπωσιάσει. Κατέβηκε από τόν Σταυρό νεκρός. Νεκρός γιά νά νικήσει τόν θάνατο γιά πάντα, γιά όλους μας.

Οπότε ένα πράγμα μπορούμε νά πούμε ότι μπορούμε νά πετύχουμε. Ότι υπάρχει μέσα μας ένας συγκεκριμένος δυναμισμός καί διά τού θανάτου, μέσα στή γή τήν καλή καί αγαθή τής Εκκλησίας, αυτός ο δυναμισμός εκρήγνυται καί προχωρούμε σέ άλλο τόπο, σέ άλλο χώρο, όπου τά φοβερά τελεσιουργείται καί τά πάντα λειτουργούν διαφορετικά. Αυτός ο άλλος χώρος καί ο άλλος χρόνος είναι αυτός εδώ πού ζούμε. Άν θά πάμε μέ πυραύλους στά αστέρια δέν αυξάνει ο χώρος τής ζωής μας καί η ελευθερία μας.

Άν τυχόν παρατείνουμε τήν ζωή μας μέ μεταμόσχευση καρδιάς δέν γευόμαστε τής χάριτος τής αιωνιότητος. Σέ μιά στιγμή μπορεί νά χωρέσει η αιωνιότης καί μέσα σέ ένα μικρό άγιο μαργαρίτη νά χωρέσει όλος ο Χριστός. Ακριβώς γι’ αυτό ο Κύριος ενώ έρχεται νά μάς φέρει τήν χαρά, ενώ έρχεται νά μάς φέρει τήν ζωή, λέει: “μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι κλαίοντες καί ουαί οι γελώντες”. Ακριβώς γιατί θέλει νά μάς φέρει τόν πραγματικό γέλωτα, τήν πραγματική χαρά καί τήν αιώνια ζωή από σήμερα…

Τί γίνεται η ψυχή τού ανθρώπου μετά τόν θάνατο; Νομίζω δέν μπορούμε νά τά λύσουμε καί όλα τά προβλήματα. Ξέρετε, είναι πολύ μεγάλο δράμα νά νομίζεις ότι έχεις λύσει τά προβλήματά σου. Επίσης, είναι άσχημο ένας δάσκαλος, όποιος από μάς κάνει τόν δάσκαλο, νά δίδει απαντήσεις καί νά κλείνει τά θέματα. Στήν πορεία πρός Εμμαούς ο Κύριος κατ’ αρχήν δίνει τήν δυνατότητα στόν άλλον νά βγάλει τά απωθημένα του. Γιά νά εκτονωθούν οι άνθρωποι, γιά νά πούν τό λογισμό τους, γιά νά δείξουν τήν απογοήτευσή τους, γιά νά φτάσουν στήν απόγνωση. Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι δέν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο από τήν απόγνωση.

Γιατί όταν κανείς απογοητευθεί από όλα τά εγκόσμια, όπως λέει κι ο άγιος Νικόδημος, όταν φτάσουμε στήν απιστία γιά τόν εαυτό μας, τότε αρχίζει νά αναδύεται μία άλλη πίστη καί μία άλλη δύναμη νά υπάρχει μέσα μας. Αυτό πού έχει σημασία δέν είναι άν θά πούμε μία κουβέντα σάν απάντηση. Μπορούμε νά δεχτούμε τήν χάρη τού Θεού μέσα μας καί νά αναχθεί όλο τό είναι μας σέ ένα άλλο χώρο;






Πηγή: π. Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου τής Ι. Μ. Ιβήρων Ομιλία στήν Φιλοσοφική Σχολή τού Α.Π.Θ. τό 1986. imverias.blogspot.gr