5/07/2013, Το γενναίο ναυτόπουλο

Το γενναίο ναυτόπουλο




Ἐταξίδευα, ἐδῶ καὶ κάμποσα χρόνια, ἀπὸ τὴν Σμύρνη γιὰ τὴν Πόλι μὲ ἕνα ὡραῖο τρικάταρτο καράβι.

Ἡ θάλασσα ἦτο ἥσυχη, ὁ καιρὸς εὐνοϊκὸς καὶ τὸ καράβι ἔσχιζε τὰ νερὰ μὲ τὴ γρηγοράδα ποὺ δίδουν τὰ πανιά, ὅταν τὰ φουσκώνῃ ὁ ἄνεμος. 

Ἐπλησιάζαμε στὸ Τσανακαλέ, ὅταν τὰ σύννεφα ἐσηκώθηκαν ἀπὸ τὸ νοτιᾶ. Σὲ λίγο ἐσκοτείνιασεν ὁ οὐρανὸς καὶ ἀστραπὲς ἔσχιζαν τὰ μαῦρα σύννεφα. Οἱ ναῦτες ὅλοι ἔτρεξαν στὰ κατάρτια καὶ στὰ ξάρτια. Ἐμαζεύθηκαν τὰ πανιά, ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἦτο ἀγριεμένη. Τὰ κύματα πότε ἄνοιγαν, ὡσὰν νὰ ἤθελαν νὰ ρουφήξουν τὸ καράβι, πότε τὸ ἐσήκωναν ὑψηλὰ - ὑψηλὰ καὶ τὸ ἐτίναζαν, ὡσὰν καροδόφλουδο. Καὶ ὁ ἄνεμος ἐσφύριζε ἄγρια στὰ σχοινιὰ καὶ στὰ κατάρτια. Τόση ἦτο ἡ ὁρμή του, ποὺ σ’ ἕνα δυνατὸ τράνταγμα τοῦ καραβιοῦ ἡ σταύρωσι στὸ μεσαῖο κατάρτι ἐλύθηκε καὶ ἦτο ἀνάγκη ἀμέσως νὰ δεθῇ. Ἀλλιῶς τὸ καράβι ἐκινδύνευε νὰ ἀναποδογυρισθῇ.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ καπετάνιος δὲν ἐγύρεψε κανέναν ἀπὸ τοὺς ναῦτές του. Τὸ μάτι του ἔπεσε στὸ μοῦτσο τοῦ καραβιοῦ, ἕνα παιδὶ ὀρφανὸ κάπου δεκατεσσάρων χρονῶν. Τοῦ ἔδειξε τὴ σταύρωσι ποὺ ἐκρεμόταν ἀπὸ τὴν κεραία, καὶ τοῦ εἶπε ; 

—Γρήγορα ἐπάνω Νικολῆ! Ἔτσι ἔλεγαν τὸ ναυτόπουλο.

—Ἀμέσως, καπετάνιο, εἶπεν ὁ Νικολῆς.

Καί, ὡσὰν νὰ ἤθελε πρῶτα νὰ ἑτοιμασθῇ, κατέβηκε τρέχοντας, στὴν καμπῖνά του.

Δὲν ἐπέρασαν δυὸ λεπτὰ καὶ νά σου πάλι στὸ κατάστρωμα ὁ Νικολῆς. Μὲ βήματα σταθερὰ διευθύνεται στὸ μεσαῖο κατάρτι καὶ ἀρχίζει νὰ ἀνεβαίνῃ τὴ σχοινένια σκάλα. Ἔφθασε κιόλα στὴν κόφα τοῦ καταρτιοῦ καὶ ἐπιάσθηκε γερὰ ἀπὸ τὸ κατάρτι. 

Ὁ ἄνεμος ἐφυσοῦσε μὲ μανία. Τὸ καράβι ἔτριζε καὶ ἔγερνε πότε στὴ μιὰ μεριὰ καὶ πότε στὴν ἄλλη. Ὁ Νικολῆς πότε κατέβαινε μὲ τὸ κατάρτι ὣς τὰ κύματα καὶ ἐκρεμόταν ὡσὰν σταφύλι καὶ πότε ἀνέβαινε ὑψηλά. 

Ἐγώ, σὰν εἶδα τὸ παιδὶ ἀνεβασμένο ἐκεῖ ὑψηλά, ἐφοβήθηκα πὼς τώρα θὰ τὸ ἁρπάξῃ ὁ ἄνεμος καὶ θὰ τὸ πετάξῃ ὡσὰν πούπουλο στὴ θάλασσα. Δὲν ἐβάσταξα καὶ εἶπα θαρρετὰ στὸν καπετάνιο: 

—Γιατί, καπετάνιε, ἔβαλες τὸ παιδὶ νὰ ἀνεβῇ ἐκεῖ ἐπάνω καὶ δὲν ἐπρόσταζες κανένᾳ ἀπὸ τοὺς ναῦτές σου;

—Οἱ μεγάλοι, μοῦ λέγει, πέφτουν. Μονάχα οἱ μικροὶ εἶναι γι’ αὐτὴν τὴ δουλειά. Δὲν τὸν εἶδες πῶς ἐσκαρφάλωσε ὡσὰν ἀγριόγατος στὸ κατάρτι; 

Καὶ ἀλήθεια, ὁ Νικολῆς εἶχε φθάσει κιόλα στὴν κεραία, ἔδεσε τὰ πόδια του τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο γῦρο στὸ κατάρτι καὶ μὲ τὰ χέρια ἐπάσχιζε νὰ δέσῃ τὴ σταύρωσι. Ἀφοῦ τὴν ἔδεσε, ἐγλίστρησε μὲ μιᾶς καὶ εὑρέθηκε γελαστὸς κάτω ἀπὸ τὸ κατάρτι. 

Ὁ καπετάνιος τοῦ ἔρριξε μιὰ λομὴ ματιά, ποὺ ἐφανέρωνε ὅλη τὴν εὐχαρίστησί του.

Ὁ μπάρμπα Σταμάτης, ὁ θεῖός του, τὸν ἔβλεπε μὲ καμάρι καὶ οἱ ἄλλοι ναῦτες τὸν ἐκοίταζαν μὲ θαυμασμό.

Ἡ τρικυμία ἐβάσταξε πολλὴ ὤρα. Τὸ καράβι ἐπάλεψε πολὺ ἀκόμη μὲ τὰ κύματα. Ἔδωκεν ὅμως ὁ Θεὸς καὶ ἔπεσεν ὁ ἄνεμος καὶ ἐγαλήνεψεν ἡ θάλασσα. Τότε ἐπλησίασα τὸ Νικολῆ. 

—Πῶς τὰ ἐκατάφερες, παιδί μου, τοῦ εἶπα, καὶ ἀνέβηκες ἐκεῖ ὑψηλὰ μέσα σὲ τόση φουρτούνα; Δὲν ἐφοβήθηκες;

—Βέβαια ἐφοβήθηκα.

—Γι’ αὐτὸ λοιπόν, πρὶν ἀνεβῇς, κατέβηκες κάτω στὴν καμπῖνά σου, γιὰ νὰ τὸ καλοσκεφθῇς;

—Ἆ, ὄχι γι’ αὐτό, κύριε. Κατέβηκα γιὰ νὰ ἀσπασθῶ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, ποὺ μοῦ ἔδωκεν ἡ μητέρα μου, ὅταν ἐξεκινοῦσα γιὰ τὸ ταξίδι. Προσευχήθηκα καὶ ἡ προσευχὴ μοῦ ἔδωκε δύναμι, μοῦ ἔδιωξε τὸ φόβο. Ἐφίλησα καὶ τὴν φωτογραφία τῆς μητέρας μου καὶ μοῦ ἐφάνηκε πὼς μοῦ ἔλεγε: 

—Μὲ τὴν εὐχή μου, παιδί μου, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τρέξε ὅπου σὲ προστάζει ὁ καπετάνιος σου. Τρέξε νὰ σώσῃς τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἰδική σου. 





Πηγή: Διασκευὴ ἐκ τοῦ ᾽Αγγλικοῦ Γ. Α. Μέγας, Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1959, www.agiazoni.gr