13/5/2014, Πως ξεκλειδώθηκα, Μητροπολίτου Μελετίου (+) Πρεβέζης

Πως ξεκλειδώθηκα

Ἕνας σύγχρονος νέος διηγεῖται πῶς γνώρισε τὸ Χριστὸ καὶ πῶς ὁδηγήθηκε στὴν  ἀληθινὴ ἐπίγνωση καὶ ἔγινε φίλος του μέσα ἀπὸ  ἁπλὲς καθημερινὲς συνήθειες ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ χαρά, τὴ διασκέδαση, τὴν ἀπόλαυση, τὴν ἀνάπαυσή του! Γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει τίποτε κρυφό. Βλέπει. Βλέπει παντοῦ. Τὰ μάτια του βλέπουν καὶ μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ μέσα στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Ὅσο καὶ ἂν ἐμεῖς  τὴν διπλοκλειδώνουμε!
-Τί γίνεται ἐκεῖ μέσα;
Ὑποκρίνομαι τὴν ἀθώα περιστερά.
-Ποῦ, Κύριε;
-Νά, ἐκεῖ μέσα!
-Ἄ, μπά!… Τίποτε!…
Ἄνοιξε, νὰ δοῦμε. Κάτι ψόφιο πρέπει νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ μέσα. Σὲ κατάσταση ἀποσύνθε-σης. Δὲν τὸ «ἀκοῦς», πόσο «μυρίζει»; Προσπάθησα νὰ κρυφτῶ μὲ τὴ  συνηθισμένη μέθοδο. Ἐπιστράτευσα ὅλη μου τὴν ὑποκριτικὴ διάθεση καὶ ἱκανότητα. Ὅλα μου τὰ ἀποσμητικά: Χαμόγελο, τάχα ἔκπληξη, ἀστεῖα. Μὰ δὲν «πέρασαν»!
-Ἄνοιξε, σοῦ λέω! (εἶπε ὁ Χριστὸς ἐπιτακτικά). Κάτι βρωμάει πολύ!
Μὲ κοίταζε αὐστηρά! Ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶχα διάθεση νὰ χαμηλώσω τὸ βλέμμα. 
Εἶχα πεισμώσει. Εἶχα ἀγριέψει. Εἶχα γίνει θηρίο, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ! Ναί, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Μέσα μου εἶχαν ἐπαναστατήσει οἱ 
λογισμοί: Εἶπα νὰ ζήσω καὶ ἐγὼ «λίγο» μὲ τὸ Χριστό. Νὰ τοῦ δώσω καὶ ἐγὼ κάτι. Ἀλλὰ  ὄχι καὶ νὰ μὴ μείνει τίποτε δικό μου! Τί; Θὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου; Δοῦλος θὰ γίνω; «Δοῦλος Χριστοῦ»; Αὐτὰ εἶναι πιὰ ξεπερασμένα! Καὶ  ξέσπασα μὲ ὀργή.
-Ἄ, μὰ πιά! Δὲν ὑποφέρεσαι μὲ τίποτε! 
Ἄ, μὰ δὲν φταῖς ἐσύ. Ἐγὼ φταίω, ποὺ εἶπα νὰ ἔρθω καὶ ἐγὼ λίγο κοντά σου. Ποὺ φαντάστηκα, ὅτι κάτι θὰ κέρδιζα κοντά σου.
Μοῦ ἀπάντησε ξερά: Ἐντάξει. Ἐγὼ φεύγω. Ἀκολούθησε τὸ δρόμο σου. Μὲ τὸ ζόρι δὲν σὲ θέλω κοντά μου. Τί νὰ σὲ κάνω δά; Τί νὰ σὲ κάνω, μόνο σωματικὰ κοντά μου, ἂν ἡ καρδιά σου εἶναι ἀλλοῦ; Καί… γύρισε νὰ φύγει.
Στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου ἤχησαν τότε ἐκκωφαντικὰ τὰ λόγια τοῦ τροπαρίου  τῆς Μεγάλης Πέμπτης: «Δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου Ἰσραήλ: Ἐμὲ ἐγκατέλιπε,  πηγὴν ὕδατος ζωῆς καὶ ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον»… Θυμήθηκα, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή, καὶ κατάλαβα, ὅτι ὅποιος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ ζωή, πεθαίνει. Ὅσο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴ ζωή, τόσο πιὸ κοντὰ στὸ θάνατο. 
Ἔσκυψα ταπεινωμένος καὶ εἶπα: Χριστέ μου, μὴ μὲ ἀφήνεις. Μὴ φεύγεις! Μὴ μὲ ἀφήνεις νὰ πεθάνω! Τὸ βλέπεις, δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ τὰ ἀρνηθῶ, τὰ πάθη μου. Ἔχω δεθεῖ μαζί τους. Μοῦ ἀρέσουν! Μοῦ ἀρέσουν τόσο, ποὺ ὅταν κανεὶς ἀπειλεῖ νὰ μοῦ τὰ στερήσει, δὲν τὸν αἰσθάνομαι ἐλευθερωτή, ἀλλὰ δήμιο! Ναί, δήμιο βασανιστή! Σὰν νὰ μὲ γδέρνει ζωντανό! Τὰ δάκρυα ἔτρεξαν ζεστὰ ἀπὸ τὰ μάτια μου. Καὶ ἔγιναν αὐλάκια στὰ μάγουλά μου. Ψιθύρισα ταπεινά: Λυπήσου με, Κύριε. Καθάρισέ με. Διόρθωσέ με! Ντράπηκα γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Νέος μὲ μπράτσα ἀτσάλι νὰ κλαίω!Ἀλλὰ τότε εἶδα τὸ Χριστὸ νὰ μοῦ χαμογελάει. Σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ: Μπράβο, παιδί μου. Τώρα ἀρχίζεις νὰ ἔχεις ἐλπίδα· ἐλπίδα σωτηρίας. Καὶ θὰ τὴν ἀποκτήσεις, ἄν μοῦ ξεκλειδώσεις τὴ ψυχή σου. Κάμε το. Tότε θὰ δεῖς, δὲν θὰ σὲ γδάρουν ζωντανό, θὰ καταλάβεις ὅτι ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη  δὲν εἶναι γδάρσιμο, ἀλλὰ ἀπελευθέρωση.


Πηγή: Μητροπολίτης Μελέτιος (+) Πρεβέζης, www.agiazoni.gr