29/1/2015, Ο τόκος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Καθηγητή Γεωργίου Μαντζαρίδη

  Ο τόκος κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας

         Η οικονομική ζωή του ανθρώπου κατέχει ουσιαστική θέση στην ορθόδοξη διδασκαλία. Και αυτό είναι φυσικό, εφόσον η οικονομία συνδέεται άμεσα με την κοινωνική και την ηθική ζωή του ανθρώπου. Ήδη η Καινή Διαθήκη περιέχει συχνές αναφορές σε θέματα οικονομικών σχέσεων και συναλλαγών των πιστών, όπως είναι η αλληλοβοήθεια, ο δανεισμός, η δημιουργία και μετάδοση του πλούτου ή ο τοκισμός.  Αλλά και η πατερική γραμματεία, όπως και η πρακτική ζωή της Εκκλησίας, παρέχουν πλούσιο υλικό για τα θέματα αυτά.
         Ειδικότερα στην συνήθεια του τοκισμού αναφέρεται και ο ίδιος ο Χριστός στην γνωστή παραβολή των ταλάντων, χωρίς να φαίνεται ότι την καταδικάζει. Ο ίδιος όμως συστήνει στους πιστούς να δανείζουν όχι μόνο χωρίς τόκο, χωρίς δηλαδή την απαίτηση καταβολής μισθώματος για το ποσό που δάνεισαν, αλλά και χωρίς καν να περιμένουν την επιστροφή των δανεικών: «Καί εάν δανείζητε παρ’ών ελπίζεται απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστί; Καί γάρ οι αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. Πλήν... δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, καί έσται ο μισθός υμών πολύς, καί έσεσθε υιοί υψίστου».
         Τον χωρίς τόκο δανεισμό απαιτούσε και η Παλαιά Διαθήκη, αλλά τον περιόριζε στους Ισραηλίτες: «Εάν γένηται εν σοί ενδεής εκ των αδελφών σου εν μιά των πόλεών σου... ου μή συσφίγξης τήν χειρά σου από του αδελφού σου του επιδεομένου. Ανοίγων ανοίξεις τας χείρας σου αυτώ και δάνειον δανιείς αυτώ όσον επιδέεται». Ο Ισραηλίτης δεν επιτρέπεται να δανείζει χρήματα ή οτιδήποτε άλλο με τόκο στον αδελφό του αλλά μόνο στον ξένο. Η αγάπη που έδειξε ο Θεός προς τον λαό του πρέπει να αντανακλάται και στις σχέσεις των πιστών μεταξύ τους.
         Ενώ όμως η Παλαιά Διαθήκη, που περιόριζε την αγάπη στις σχέσεις των Εβραίων μεταξύ τους, περιόριζε και την απαγόρευση λήψεως τόκου στο πλαίσιο του λαού αυτού, η Καινή Διαθήκη, που επεκτείνει την αγάπη των Χριστιανών και προς τους εχθρούς, επεκτείνει και την απαγόρευση λήψεως τόκου από όλους γενικώς. Στο θέμα λοιπόν του τόκου η Παλαιά Διαθήκη διαφοροποιεί την ενδοηθική από την εξωηθική, ενώ η Καινή Διαθήκη καταργεί κάθε τέτοια διαφοροποίηση. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί συνάρτηση του τρόπου θεωρήσεως της αγάπης στις δύο περιοχές.
           Βάση και προοπτική της χριστιανικής ζωής είναι η ανιδιοτελής αγάπη προς όλους. Βέβαια η αγάπη είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Αυτή όμως περιορίζεται από το αίσθημα της ατομικής και της ομαδικής αυτοσυντηρήσεως, φαλκιδεύεται και γίνεται ιδιοτελής. Έτσι, εκτός από την αγάπη που πηγάζει από την φυσική συμπάθεια και τις συγγενικές σχέσεις , υπάρχει και η καθαρώς ιδιοτελής αγάπη που κατευθύνεται από το συμφέρον. Η τελευταία αυτή αγάπη διέπει τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων και δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία από την σκοπιά της χριστιανικής διδασκαλίας. Οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους, για να πάρουν πίσω τα δανεικά τους.
          Ο απεριόριστος και χωρίς την προσδοκία της ανταποδόσεως δανεισμός που διδάσκει ο Χριστός συμβαδίζει με την διδασκαλία του για απεριόριστη αγάπη που συμπεριλαμβάνει και τους εχθρούς, δηλαδή με την καθαρώς ανιδιοτελή αγάπη. Αυτή όμως, ενώ αποτελεί την βάση και την προοπτική της χριστιανικής ζωής, δεν διέπει την ζωή όλων των πιστών. Αρκετοί ίσως την επιδιώκουν, αλλά λίγοι την κατορθώνουν. Αυτό σημαίνει ότι και οι ευαγγελικές θέσεις για τον δανεισμό και  τον τόκο συχνά δεν τηρούνται ούτε βέβαια επιβάλλονται θεσμικά στην κοινωνική ζωή.
           Ήδη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ο Πλούταρχος συνέταξε ειδικές πραγματείες Περί του μη δανείζεσθαι. Χαρακτηριστική είναι και η ρήση του Μενάνδρου, «τα δάνεια δούλους τους ελευθέρους ποιεί». Όσοι δανείζονταν και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν το δάνειο, γίνονταν δούλοι των δανειστών τους, ή αν είχαν στην εξουσία τους δούλους, επέστρεφαν αντί για χρήματα δούλους. Από την άλλη πάλι πλευρά ο τοκιστής, ενώ θα έπρεπε να συμπαρασταθεί στον φτωχό, με τον τοκισμό πολλαπλασιάζει την ένδειά του. Και όπως οι γεωργοί εύχονται να βρέχει, για να πολλαπλασιάζονται τα σπέρματά τους, έτσι και οι τοκιστές επιζητούν ανθρώπινες ένδειες και απορίες, για να αυξήσουν τα χρήματά τους.
           Στην ορθόδοξη παράδοση εκτός  από τις σαφείς διακηρύξεις της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας υπάρχουν και κανονικές απαγορεύσεις τοκισμού ιδιαίτερα για τους ποιμένες της Εκκλησίας. Ο δέκατος έβδομος Κανόνας της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου επιβάλλει την καθαίρεση στους κληρικούς που τοκίζουν. Ο τεσσαρακοστός τέταρτος Αποστολικός Κανόνας για την ίδια συμπεριφορά των κληρικών γράφει: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος τόκους απαιτών τούς δανειζομένους ή παυσάσθω ή καθαιρείσθω». Τα ίδια ορίζει και ο δέκατος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Και άλλοι όμως ιεροί Κανόνες τοπικών Συνόδων απαγορεύουν τον τοκισμό στους κληρικούς, προσθέτοντας μάλιστα ότι αυτός είναι επιλήψιμος και για τους λαϊκούς, γιατί υπαγορεύεται από την μητέρα όλων των κακών, την απληστία.  
           Εξάλλου ο τοκισμός αποτελεί κώλυμα για την προσέλευση στην ιεροσύνη . Σύμφωνα με τον κανόνα του Μ. Βασιλείου, όποιος παίρνει τόκους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός στην ιεροσύνη, παρά μόνο αν δεχθεί να μοιράσει το άδικο κέρδος του στους φτωχούς και να απαλλαγεί εφεξής από την νόσο της φιλοχρηματίας. Η πλεονεξία, που είναι ουσιαστικά μια μορφή ειδωλολατρίας, αποξενώνει τον άνθρωπο από τον Θεό και από τον πλησίον. Αυτό σημαίνει ότι είναι ασυμβίβαστη με την χριστιανική ιδιότητα.
           Η πατερική παράδοση καυτηριάζει με σφοδρότητα τον τόκο και αποτρέπει από αυτόν όχι μόνο τους δανειοδότες αλλά και τους δανειολήπτες. Ορισμένοι μάλιστα Πατέρες της Εκκλησίας αφιέρωσαν ιδιαίτερες ομιλίες και έγραψαν επιστολές για το θέμα αυτό. Έτσι ο Μ. Βασίλειος αφορμώμενος από τον δέκατο τέταρτο ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, όπου σκιαγραφείται ο θεοσεβής και δίκαιος άνθρωπος, αναπτύσσει ομιλία κατά τοκιζόντων. Ο δίκαιος άνθρωπος, λέει ο ψαλμωδός, δεν τοκίζει τα χρήματά του. Αλλά και όποιος δανείζεται με τόκο δεν ενεργεί συνετά, γιατί διακυβεύει την ελευθερία του, δεσμεύεται να καταβάλει τόκους, που όταν δεν μπορεί να τους εξοφλήσει επωμίζεται μόνος του ισόβια δουλειά. Ο Χριστιανός πρέπει να αντιμετωπίζει με αγάπη και ανοικτή καρδιά όσους του ζητούν δανεικά. Παράλληλα όμως οφείλει να διακρίνει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, γιατί πολλοί τις υπερβάλλουν και ζητούν δανεικά για να ζήσουν με τρυφηλότητα. Στους τελευταίους αυτούς δεν είναι σωστό να παρουσιάζεται κανείς γενναιόδωρος, γιατί τους βοηθάει στο κακό. Η γενναιοδωρία χρειάζεται για όσους υποφέρουν πραγματικά.
           Οι τόκοι, επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος, είναι απάνθρωποι και αφύσικοι. Είναι απάνθρωποι, γιατί εμπορεύονται την ανθρώπινη δυστυχία. Είναι όμως και αφύσικοι, γιατί πουθενά στην φύση δεν υπάρχει το αντίστοιχό τους. Τα σπέρματα φυτρώνουν και αποδίδουν προσόδους με τον χρόνο. Και τα ζώα ωριμάζουν και αποδίδουν με τον χρόνο. Ο τόκος όμως αποδίδει από την πρώτη ημέρα. Τα ζώα που γεννοβολούν γρήγορα παύουν και γρήγορα να γεννούν. Τα χρήματα όμως, μολονότι αρχίζουν γρήγορα να περισσεύουν, μπορούν να έχουν ατελείωτα περισσεύματα. Καθετί που αυξάνεται , σταματάει την άυξησή του, όταν φτάσει στο φυσικό μέγεθος. Το χρήμα όμως των τοκιστών αυξάνει απεριόριστα με την πάροδο του χρόνου. Τα ζώα κληροδοτούν στους απογόνους τους την γονιμότητα και παύουν να γεννούν. Από τα χρήματα όμως των δανειστών και τα νεώτερα γεννούν και τα παλαιότερα νεάζουν. Ο τόκος λοιπόν είναι ένα αλλόκοτο θηρίο.
          Όταν κάποτε έπεσε πείνα και ξηρασία στον τόπο του, ο Μ. Βασίλειος τόνισε την ανάγκη μετανοίας των πιστών, αναφέροντας ως κύριο αμάρτημα τον τόκο. «Εξάλειψον», λέει, «βαρυτάτων τόκων ομολογίαν, ίνα τέκη τά συνήθει η γή». Και προσθέτει:  Όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγονα (χρήματα) γεννούν «παρά φύσιν», η γή που γεννάει «κατά φύσιν» γίνεται στείρα και καταδικάζεται σε ακαρπία πρός τιμωρία αυτών που την κατοικούν. Σήμερα λέγεται από πολλούς ότι η ακατάσχετη κερδοσκοπία των ισχυρών καταστρέφει το περιβάλλον και η φύση μας εκδίδεται, αν και αυτό δεν κυριολεκτείται για την απρόσωπη φύση.
          Οι επισημάνσεις του Μ. Βασιλείου που σημειώσαμε αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα στην εποχή μας, που κατευθύνεται από το πιο «αλλόκοτο θηρίο» της χρηματοοικονομίας. Η οικονομία αυτονομήθηκε. Το χρήμα δεν αντιμετωπίζεται από τους κερδοσκόπους ως μέσο παραγωγής αγαθών ή προσφοράς υπηρεσιών, αλλά θεωρείται ως αγαθό καθεαυτό. Γίνεται δηλαδή αυτοσκοπός, και συσσωρεύεται, χωρίς καν να εισάγεται στην πραγματική οικονομία. Δεδομένου μάλιστα ότι αυτό «πλαστικοποιείται» και «εξαϋλώνεται», μπορεί να συνάγεται ευκολότερα και να μετακινείται απεριόριστα. Το νεκρό αυτό χρήμα παράγει χρήματα, όπως η εργασία, και μάλιστα πολύ γρηγορότερα, πολύ ευκολότερα και πολύ περισσότερα από αυτήν. Έτσι διαμορφώνεται μία τερατώδης άκαρπη οικονομία, που φαλκιδεύει την πραγματική οικονομία, δημιουργεί στρεβλώσεις, παραμορφώνει την φυσική της πορεία και την κατευθύνει σε αδιέξοδο, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζει την εργασία και ευτελίζει τους εργαζόμενους.
         Η αυστηρή κριτική του Μ. Βασιλείου δεν απευθύνεται μόνο προς τους τοκίζοντες χρήματα, αλλά και προς τους καταφεύγοντες στον τοκισμό. Όταν οι τελευταίοι παίρνουν τα χρήματα, χαίρονται και αλλάζουν τον τρόπο ζωής τους. Όταν όμως αυτά εξαντλούνται και η παρέλευση του χρόνου αυξάνει τους τόκους, τότε χάνουν την γαλήνη τους και αρχίζουν να βλέπουν εφιάλτες στον ύπνο τους. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο άνθρωπος αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες και χρειάζεται επείγουσα ενίσχυση. Τότε λέει ο Μ. Βασίλειος, ας πουλήσει έστω και όλο το βιός του, όχι όμως την ελευθερία του. Μη δέχεσαι, λέει, να σε πολιορκεί δανειστής. Μην ανέχεσαι να αναζητείσαι και να εξετάζεσαι ως θήραμα. Μπορεί να είσαι φτωχός, είσαι όμως ελεύθερος. Όταν δανειστείς, ενώ δεν θα πλουτίσεις, θα χάσεις την ελευθερία σου. Και προσθέτει επιγραμματικά: Πλούσιος είσαι, μη δανείζεσαι. Φτωχός είσαι, μη δανείζεσαι. Αν είσαι πλούσιος, δεν χρειάζεσαι δάνειο. Αν είσαι φτωχός, δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο. Σε ένα διαφέρουμε οι φτωχοί από τους πλούσιους, στην αφροντισιά.
        Το νεώτερο κοινωνικό κράτος προέβλεπε παροχές δανείου με ευνοϊκούς όρους, που βοηθούσαν τους δανειζόμενους να καλύψουν οικιστικές και άλλες ανάγκες, για να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Αυτό λειτούργησε ως ένα βαθμό με σχετική επιτυχία. Η προβολή όμως των κοινωνικών στόχων δεν ήταν δυνατό να καλύψει τις κερδοσκοπικές διαθέσεις, που τελικά γιγαντώθηκαν και εκμηδένισαν τους κοινωνικούς στόχους. Ο αλόγιστος μάλιστα δανεισμός, ο οποίος προωθήθηκε από το ίδιο το κράτος και τις τράπεζες, έφερε τελικά πολλούς σε αδυναμία καλύψεως των υποχρεώσεών τους και σε απόγνωση. Έτσι πολλοί που δανείστηκαν και ήταν πτωχοί ή πτώχευσαν, έγιναν θύματα των πλουσίων. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή που απευθύνει προς τους πλουσίους της εποχής του ο Μ. Βασίλειος: Ακούστε, λέει, οι πλούσιοι, τι συμβουλή δίνουμε εμείς στους φτωχούς εξαιτίας της αναλγησίας και της ανθρωπιά σας, τους συμβουλεύουμε να προτιμήσουν να δεινοπαθήσουν, παρά να δεχθούν τις συμφορές των τόκων.
        Δριμύς στο θέμα των τόκων παρουσιάζεται και ο αδελφός του Μ. Βασιλείου Γρηγόριος ο Νύσσης. Κατά τον επίσκοπο Νύσσης ο τόκος ταυτίζεται με την ληστεία. Αναφερόμενος και αυτός στο αφύσικο του τόκου, χρησιμοποιεί την πρωταρχική σημασία του όρου (τόκος γεννά, γέννημα) και κάνει λόγο για «πικρούς γάμους» και «πονηρή συζυγία», που αγνοεί η φύση και καινοτομεί η «νόσος των φιλοχρήματων». Μόνο τα έμψυχα, που διακρίνονται σε αρσενικά και θηλυκά, γεννούν, δηλαδή δημιουργούν τόκο. Ο αφύσικος «τόκος» των χρημάτων προκύπτει από την πλεονεξία, την ανομία και την μισανθρωπία.
        Σε ομιλία του Κατά τοκιζόντων περιγράφει με καυστικότητα το έργο και τις διαθέσεις του τοκιστή: «Αργός και πλεονεκτικός βίος ο του τοκίζοντος, ουκ οίδε πόνον γεωργίας, ούκ επίνοιαν εμπορίας», κάθεται στο σπίτι του και περιμένει να φυτρώσουν τα πάντα χωρίς να κοπιάσει. Αλέτρι του είναι η γραφίδα, χωράφι το χαρτί, σπόρος η μελάνη, και βροχή ο χρόνος που αυξάνει κρυφά τις προσόδους του. Εύχεται να βρουν τους ανθρώπους ανάγκες και συμφορές, για να αναγκαστούν να έρθουν σε αυτόν. Περιφέρει το βαλάντιό του και το παρουσιάζει ως δόλωμα σε αυτούς που πνίγονται, ώστε να ανοίξουν πλατιά το στόμα τους και να καταπιούν μαζί του και το αγκίστρι του τόκου.
        Αντιπαρατάσσοντας ο αγ. Γρηγόριος το έργο του τοκιστού προς τον κόπο της γεωργίας και την εφευρετικότητα της εμπορίας αναγνωρίζει προφανώς την θετική συμβολή των γεωργών και των εμπόρων στην κοινωνική ζωή. Τα επαγγέλματα του γεωργού και του εμπόρου, που ελεύθερα μπορούν να ασκούν οι πιστοί, έχουν την δική τους μεθοδολογία και προοπτική. Αλλά και ο νόμιμος πλούτος, που προκύπτει συνήθως από την άσκησή τους δεν κατακρίνεται, όταν χρησιμοποιείται σωστά. Όπως επισημαίνει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στο έργο του, Τις ο σωζόμενος πλούσιος, τα χρήματα είναι όργανα «προς χρήσιν αγαθήν τοις ειδόσι». Κατακριτέα είναι η κακή χρήση τους. Αντιθέτως όμως η καλή χρήση τους εξυπηρετεί την κοινωνική ζωή. Και θέτει επιγραμματικά το ερώτημα: «Τίς αν κοινωνια καταλείποιτο παρά ανθρώποις, ει μηδείς έχει μηδέν;». Η κοινωνική σπουδαιότητα του χρήματος, που επισημαίνεται συχνά στην πατερική παράδοση, αγνοήθηκε σχεδόν εντελώς στην σύγχρονη οικονομική επιστήμη.
         Αξίζει εξάλλου να επισημανθεί εδώ ο τονισμός της μεταβλητής του χρόνου. Τα ποσά που προσφέρει ο τοκιστής ως δάνεια αποκτώνται με χρόνο που δαπανήθηκε στο παρελθόν. Έχοντας αυτός εξασφαλίσει κάποια κεφάλαια κατά την προηγούμενη περίοδο της ζωής του (ή της ζωή κάποιων προγόνων ή συγγενών του) και εκμεταλλευόμενος την βεβαιότητα του παρόντος έναντι της αβεβαιότητας του μέλλοντος, μπορεί να κινείται κερδοσκοπικά. Και ενώ παραμένει αργός και ξένος προς κάθε δημιουργική εργασία, «πλεονεκτεί» και αυξάνει τα κεφάλαιά του με τους τόκους που απαιτεί από τους δανειολήπτες του. Με τον τρόπο αυτόν αποκτά την ευχέρεια να ζει παρασιτικά. Το φαινόμενο αυτό μεγεθύνεται ασύλληπτα με τις σύγχρονες αγορές, που κερδοσκοπούν με μεθοδευμένες οικονομικές αξιολογήσεις, προβλέψεις και παρεμβάσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Έτσι κατορθώνουν να συσσωρεύουν τεράστια χρηματικά ποσά σε ελάχιστο χρόνο.
         Ο θείος νόμος, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος, απαγορεύει παντελώς τον τόκο. Πώς θα πει ο τοκιστής, «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», όταν πάντοτε παίρνει και ποτέ δεν δίνει; Οι πολοί τοκιστές δημιουργούν πολλούς πένητες. Αν διαλυθεί η φατρία των τοκιστών, όλοι θα έχουν αυτάρκεια. Οι τοκιστές είναι ανάλγητοι. Ενώ βλέπουν ότι πολλοί δανειολήπτες φτάνουν ως την αυτοχειρία, θεωρώντας τον θάνατο ελαφρότερο από τον δανειστή τους, και αφήνουν παιδιά ορφανά με κακή μητριά την πενία, αυτοί και τότε ακόμα δεν λυπούνται το έρημο σπίτι τους και τους πενόμενους κληρονόμους τους.
        Όπως τέλος ο Μ. Βασίλειος, έτσι και ο αδελφός του ο Γρηγόριος δεν απευθύνει τον έλεγχό του μόνο προς του τοκιστές, αλλά και σε αυτούς που δανείζονται, ή όπως χαρακτηριστικά λέει, «προς τους τοις αγκίστροις των τόκων ριψοκινδύνως εαυτούς περιπείροντας (σουβλιζόμενους)». Η προσφυγή στο δάνειο είναι ένας εύσχημος τρόπος επαιτείας. Δεν κάνει όμως ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτούς, επειδή θεωρεί αρκετά όσα τους απηύθυνε ο αδελφός του στο δικό του έργο.
        Τον απάνθρωπο και αρπακτικό χαρακτήρα του τοκισμού υπογραμμίζει και ο ιερός Χρυσόστομος. Χαρακτηρίζει τους τοκιστές εμπόρους των αλλότριων συμφορών και εκμεταλλευτές της δυστυχίας των συνανθρώπων τους. Με πρόσχημα την φιλανθρωπία ξεσηκώνουν τους φτωχούς για να τους βοηθήσουν και τους οδηγούν σε βαθύτερο βάραθρο. Είναι απαράδεκτη η καπηλεία της φιλανθρωπίας. Γνωρίζω, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι πολλοί δυσφορούν για τα λόγια μου. Αλλά, αν σιγήσω και δεν ενοχλήσω, το κακό επιτείνεται. Γιατί είναι φοβερό και χρειάζεται μεγάλη θεραπεία το νόσημα αυτό που χτύπησε και την Εκκλησία. Οι Χριστιανοί που κλήθηκαν να μην θησαυρίσουν ούτε από τους δίκαιους κόπους τους, κερδίζουν με τους τόκους από την πενία των άλλων. Δεν επιτρέπεται να περιχαρακώνονται στους κοσμικούς νόμους που επιτρέπουν τον τόκο. Τα χρήματα υπάρχουν για να εξαλείφουν την φτώχεια και όχι να την επαυξάνουν.
        Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς συνδέει τον τόκο με την αιτία όλων των κακών, την φιλαργυρία. Σε ομιλία που αναλύει τον χρυσό κανόνα της χριστιανικής ηθικής αναφέρεται εκτενώς και στο ζήτημα του τόκου. Παραπέμποντας μάλιστα σε ψαλμό της Παλαιάς Διαθήκης, όπου αποδοκιμάζεται η άνομη και άδικη πόλη στην οποία ασκείται ο τοκισμός, επισημαίνει τις κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου. Ο τοκιστής, λέει, δεν μολύνει μόνο την ψυχή του, αλλά και ολόκληρη την πόλη του προσάπτοντας σε αυτήν το έγκλημα της μισανθρωπίας. Αυτό συμβαίνει γιατί, ενώ είναι πολίτης που απέκτησε από αυτήν όσα έχει δεν τα χρησιμοποιεί προς όφελός της δεν θέλει να δανείζει σε αυτούς  που δεν έχουν, ενώ σε αυτούς που έχουν λίγα δανείζει με τόκο, ώστε με αυτόν τον τρόπο να αφαιρέσει και την μικρή περιουσία τους.        
        Ο τοκιστής με την σπουδή του δεν πλουτίζει τόσο σε χρήματα, όσο σε αμαρτίες. Καταστρέφει και την ζωή του δανειζόμενου και την δική του ψυχή. Οι τόκοι είναι  "γεννήματα εχιδνών", που εμφωλεύουν στους κόλπους των φιλάργυρων και προμηνύουν ότι δεν θα ξεφύγουν τους ακοίμητους σκώληκες του "μέλλοντος αιώνος". Αλλά και αν θα έλεγε κάποιος ότι, εφόσον δεν επιτρέπεται να πάρω τόκο, θα κρατήσω ο ίδιος τα χρήματα που μου περισσεύουν και δεν θα δώσω δανεικά σε άλλους που χρειάζονται, βρίσκεται στην ίδια κατάσταση.
      Δύο αναλυτικές πραγματείες για τον τόκο συνέταξε ο σύγχρονος του Παλαμά άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Η εκτενέστερη από αυτές έχει τον τίτλο, Λόγος κατά τοκιζόντων, ενώ η συντομότερη απευθύνεται ως επιστολή. Τη ευσεβεστάτη Αυγούστη, περί τόκου. Στην πρώτη πραγματεία του ανατρέπει τους ισχυρισμούς εκείνων που υποστήριζαν ότι δεν είναι απαραίτητο να τηρείται ο νόμος που καταργεί τον τόκο. Κατά την άποψη αυτών όσοι τον τηρούν είναι αξιέπαινοι, αλλά όσοι θέλουν μπορούν να τον παραλάβουν. Ο Καβάσιλας όμως αντιτείνει ότι κανένας νόμος δεν θεσπίστηκε για να τον παραβαίνουν όσοι θέλουν. Ο θείος νόμος, παρατηρεί, καταδικάζει τον τοκισμό ως έγκλημα και πρέπει να τηρείται. Αν οι Εβραίοι από τους οποίους ο Θεός ζητούσε λιγότερα πράγματα, τηρούσαν την απαγόρευση του τόκου, πολύ περισσότερο οι Χριστιανοί, που πρέπει να τους ξεπερνούν στην δικαιοσύνη, οφείλουν να τηρούν την απαγόρευση αυτήν.
       Ορισμένοι θεωρούσαν τον έντοκο τοκισμό ως ελεημοσύνη και ισχυρίζονταν ότι ευεργετούσαν τους δανειζόμενους με την πράξη τους. Προς αυτούς απαντά ο συγγραφέας ότι είναι ντροπή να χαρακτηρίζουν ως ελεημοσύνη μία αισχρή πράξη. Αυξάνουν τα χρήματά τους και ισχυρίζονται ότι ελεούν. Προσφέρουν δάνεια, για να καρπωθούν ξένους κόπους. Και καυτηριάζοντας το θράσος για την καπήλευση της έννοιας της ελεημοσύνης θέτει το ερώτημα προς όποιον προβάλλει αυτόν τον ισχυρισμό: "Ουκ αισχύνει τω πάντων αισχίστω πράγματι το κάλλιστον ονομάτων περιτιθείς"; Τα λόγια αυτά δεν είναι λιγότερο επίκαιρα στην εποχή μας.          
       Στο κακώς θεωρούμενο ως θεοκρατικό Βυζάντιο, επισημαίνει ο Καβάσιλας τα δύο επίπεδα  ζωής ή, όπως ο ίδιος γράφει, το "διττόν" του ανθρώπινου βίου και των νόμων. Η τήρηση των ανθρώπινων νόμων δεν συνεπάγεται και δικαίωση εγκόσμιας ζωής των ανθρώπων, χωρίς να ασχολούνται με την μεταθανάτια. Γι' αυτό άλλωστε τίποτε δεν εμποδίζει όσους ήταν άμεμπτοι στην κοσμική ζωή τους, να απέλθουν στην αιώνια γεμάτοι με μύρια κακά. Και μολονότι δοξάστηκαν εδώ για την δικαιοσύνη και την επιείκειά τους, να καταδικαστούν και να συγκαταριθμηθούν  εκεί με τους πιο πονηρούς. 
       Στον ισχυρισμό των τοκιστών ότι ο τόκος δεν είναι άδικος, γιατί τον επιτρέπει ο αυτοκρατορικός νόμος, ο Καβάσιλας απαντά ότι οι πιστοί πρέπει να πειθαρχούν στον νόμο του Θεού και όχι στους νόμους των ανθρώπων. Άλλωστε και ο ανθρώπινος νόμος εμποδίζει την υπέρβαση του επιτοκίου, όχι όμως και την ελάττωση ή την πλήρη υποχώρησή του. Σε όσους τέλους νομίζουν ότι θα είναι ανένοχοι, αν διατηρήσουν τα χρήματά τους και αποφύγουν να τα τοκίσουν αντιτείνει ότι σφάλουν ούτε όποιος τοκίζει, ούτε όποιος δεν τοκίζει και αρνείται να δανείσει, ενώ μπορεί είναι ανένοχος. Στην δεύτερη περίπτωση, όπως σημειώνει ο Καβάσιλας, πλήττεται η κοινωνική φύση του ανθρώπινου γένους, αδικείται η κοινωνία και επικρατεί η απανθρωπιά. Τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την κοινωνική ωφέλεια των ανθρώπων.        
        Με το δεύτερο και συντομότερο έργο του, που απευθύνεται στην Αυγούστα Άννα της Σαβοί̈ας, μητέρα του ανήλικου Ιωάννου Ε΄Παλαιολόγου, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας την παρακαλεί να μεσολαβήσει στον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζινό, για να επαναφέρει τον νόμο που είχε εκδώσει σχετικά με τον νόμο τόκο ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος μετά από τον εμφύλιο πόλεμο. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, όλοι όσοι καταστράφηκαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο και έχασαν τα υπάρχοντά τους δεν υπόκεινται στον νόμο των τόκων και δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν από τους δανειστές τα φτωχικά αντικείμενα που τους απέμειναν. Αξίζει να σημειωθεί ότι και σήμερα αρχίζει να αναγνωρίζεται σε κρατικές νομοθεσίες η πτώχευση ιδιωτών και όχι μόνο εμπόρων.
         Μένοντας ο συγγραφέας ξένος προς κάθε θεοκρατική αντίληψη και σταθερός στην θέση του για τον διττό χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής και την διάκριση του θείου από τον ανθρώπινο νόμο, προβαίνει και σε ανάλογες πρακτικές διευκρινίσεις. Η επαναφορά του ευεργετικού νόμου δεν θα ανατρέψει την περαιτέρω  λειτουργία των δανεισμών ούτε θα βλάψει την πολιτεία, γιατί δεν θα καταλύσει εντελώς τον νόμο των τόκων ούτε θα χρειαστεί να καταβάλουν στους δανειστές μόνο τα κεφάλαια όλοι, αλλά μόνο εκείνοι που δεν καταστράφηκαν από τις συμφορές. Πώς όμως δεν είναι απάνθρωπη και αφύσικη η εφαρμογή των ισχυόντων νόμων, λέει ο Καβάσιλας; Στην περίπτωση αυτήν οι δανειστές θα δικαιώνονται από τα δικαστήρια και τους νόμους καταπνίγοντας τους ανθρώπους. Και η αποκορύφωση της συμφοράς θα είναι ότι οι δανειστές θα νομίζουν ότι έχουν το δίκαιο με το μέρος τους.
       Η φιλανθρωπική θέση του Καβάσιλα και η σαφής διάκριση του θείου από τον ανθρώπινο νόμο, όπως και η ευεργετική επίδραση που μπορεί να ασκεί ο πρώτος στον δεύτερο, χωρίς οποιεσδήποτε θεοκρατικές αναζητήσει, υποδηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί η Εκκλησία να παρεμβαίνει και να επιδρά διαχρονικά στην κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηρίζεται ως φονταμενταλιστική. Η ορθόδοξη θεολογία δεν αυτονομεί την  κοινωνική ζωή των πιστών, όπως η προταστεντική. Η υπεύθυνη και με πνεύμα αγάπης και αλληλεγγύης διαχείριση του πλούτου εναρμονίζεται με την παράδοση της Ορθοδοξίας και τον κοινοβιακό χαρακτήρα της. Παραταύτα δεν παύει να υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα τοποθετήσεως και συμπεριφοράς για το κάθε πρόσωπο.
       Με την μετάβαση στην νεωτερικότητα και ήδη στην μετανεωτερικότητα δεν άλλαξαν μόνο τα δεδομένα της οικονομίας και της τεχνικής, αλλά και η δομή της ανθρώπινης σκέψεως και συνειδήσεως. Το νεωτερικό πνεύμα, που αποτυπώθηκε στις καινοτομίες της τεχνικής, της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής και του πολιτισμού γενικότερα, γαλούχησε έναν νέο τύπο ανθρώπου˙ τον άνθρωπο που θωρακίζεται στον εαυτό του, επικεντρώνεται στην όσο το δυνατό πληρέστερη ικανοποίηση των αναγκών και επιθυμιών του, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από τον πλησίον και το περιβάλλον του και αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις και την ευθύνη του απέναντί τους. Οι άλλοι γίνονται αλλότριοι και ανταγωνιστές, ενώ το περιβάλλον μετατρέπεται σε πεδίο διαμάχης και αλόγιστης εκμεταλλεύσεως.
       Βέβαια και ο ανταγωνισμός δεν παύει να έχει την θετική του πλευρά στην οικονομική ζωή. Συντελεί στην ανάληψη τολμηρών πρωτοβουλιών για την οικονομικότερη δημιουργία και προώθηση αγαθών και υπηρεσιών, όπως και στην βελτίωση των εκάστοτε δεδομένων. Παραταύτα το ανταγωνιστικό πνεύμα συνδυαζόμενο με τον άκρατο ατομοκεντρισμό του σύγχρονου ανθρώπου παράγει πικρούς καρπούς. Η φυσική συμπάθεια και ο ευγενής συναγωνισμός αλλοτριώνονται, ενώ ταυτόχρονα φαλκιδεύεται η συνοχή της κοινωνίας και υποθάλπεται η αντιζηλία και ο φθόνος μεταξύ των μελών της.
       Το ανταγωνιστικό πνεύμα ευνοεί την ανάπτυξη των μέσων αλληλοεξοντώσεως προς όφελος των οικονομικών και εξουσιαστικών συμφερόντων. Έτσι η οικονομία συντονίζεται με την αρνητική αυτή κατεύθυνση, συμπαρασύροντας μαζί της και την πολιτική. Τελικά η οικονομία μεταμορφώνεται σε «εμπαθή λογισμό», που διαπνέει την κοινωνία και τους κοινωνικούς θεσμούς. Στις περιπτώσεις αυτές οι δυστυχίες των λαών χρησιμοποιούνται συνήθως ως ευκαιρίες πλουτισμού των ισχυρών , που όχι μόνο παραθεωρούν τις ανάγκες των αδυνάτων και των φτωχών, αλλά και μεθοδεύουν την εξαθλίωση και την πληρέστερη υποδούλωσή τους. «Ευεργετούν» τους φτωχούς με δάνεια, όταν έχουν την βεβαιότητα ότι θα τους καταστήσουν υποχείριους, για να ενισχύσουν την εξουσία και τα βαλάντιά τους.
       Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο τοκισμός επιβλήθηκε και παγκοσμιοποιήθηκε με τα τραπεζικά συστήματα και τις λεγόμενες «αγορές», που λειτουργούν ως αυτονομημένα μορφώματα, τελικά δηλαδή ως ωραιοποιημένα καρκινώματα του παγκόσμιου οργανισμού, και ικανοποιούν του κερδοσκοπικούς στόχους τους μέσα από την διαλυόμενη σάρκα του. Έτσι η απάνθρωπη εκμετάλλευση των ανθρώπων ενεργοποιείται και επεκτείνεται ταυτόχρονα σε μικροοικονομικό και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η εργασία υποδουλώνεται στην απρόσωπη κερδοσκοπία. Πρόσωπα ή και ολόκληροι λαοί απογυμνώνονται από τα κοινωνικά και τα λοιπά συμβατικά στηρίγματά τους, αριθμοποιούνται και περιθωριοποιούνται. Και όλα αυτά συντελούνται μέσα σε ένα «νόμιμο» σκηνικό , όπου όλα συντελούν, ώστε οι προσωπικές σχέσεις να αμβλύνονται και να αφανίζονται, συμπαρασύροντας μαζί τους και την συναίσθηση της προσωπικής υπευθυνότητας.
       Με την αποθέωση του καταναλωτισμού και της «κοινωνίας της αφθονίας» εξοστρακίστηκε το πνεύμα της αυτάρκειας και καλλιεργήθηκε το πάθος της πλεονεξίας.  Ο άνθρωπος έπαυσε να επιθυμεί όσα χρειάζεται, και πίστεψε ότι χρειάζεται όσα επιθυμεί. Και επειδή η ανθρώπινη επιθυμία είναι ακόρεστη και επιπλέον υποδαυλίζεται διαρκώς από τις κερδοσκοπικές διαφημίσεις και του κοινωνικούς ανταγωνισμούς, η «κοινωνία της αφθονίας» -που κατά λέξη σημαίνει «κοινωνία χωρίς φθόνο»- μεταλλάσσεται νομοτελειακά σε «κοινωνία του φθόνου», ενώ ο φθόνος καθίσταται ταυτόχρονα μοχλός κοινωνικής διακρίσεως και αναδείξεως.
       Η αυτάρκεια που προβάλλεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ειρηνεύει τον άνθρωπο που ικανοποιεί τις βασικές του ανάγκες και δημιουργεί πνεύμα πραγματικής αφθονίας. Το πνεύμα αυτό διατηρεί ειρηνικές τις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Αντιθέτως το πνεύμα της «κοινωνίας της αφθονίας» τις υποσκάπτει, γιατί καλλιεργεί στον άνθρωπο τον φθόνο για την στέρηση πραμάτων που έχουν οι άλλοι, έστω και αν αυτά είναι περιττά και ανταποκρίνονται μόνο δε πλασματικές ή φανταστικές ανάγκες τους. Αλλά και η πραγματική οικονομία που συνδέεται με την παραγωγή και την εργασία έχει περιθωριοποιηθεί και επισκιασθεί από την χρηματοοικονομία, την λεγόμενη δημιουργική λογιστική και το πλαστικό χρήμα.
       Στην παγίδα των δανεισμών, που στήθηκε με την «κοινωνία της αφθονίας», εξωθήθηκαν και παγιδεύτηκαν κατά την τελευταία περίοδο από κερδοσκόπους και κερδοσκοπικούς οργανισμούς αμέτρητοι ιδιώτες. Αλλά και ολόκληρες κυβερνήσεις, εμπνεόμενες είτε από πνεύμα τυχοδιωκτικού καπιταλισμού είτε από πνεύμα καιροσκοπικού σοσιαλισμού, παρέσυραν τις χώρες τους, με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο την Ελλάδα, σε οικονομική χρεωκοπία
       Τελικά η παγκοσμιοποίηση της εποχής μας όχι μόνο δεν συνέβαλε στην ανοικοδόμηση μιας πανανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και συνετέλεσε στον ευρύτερο κατακερματισμό και την βαθύτερη αλλοτρίωσή της, γιατί προσέβαλε τον πυρήνα της, το ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν αφανίζεται το πρόσωπο, αφανίζεται η οικογένεια, αφανίζεται η κοινωνία και μαζί της κάθε ηθική και κοινωνική αξία. Όλα γίνονται απρόσωπα, αυτόνομα και ανεύθυνα. Για καταστάσεις ή πράγματα που όλοι είναι συνυπεύθυνοι, κανείς δεν αναλαμβάνει ευθύνη για όσα γίνονται μέσα στο σύστημα και κανείς δεν μετανοεί. Η ηθική αποσπάται από το πρόσωπο και συνδέεται με τις πρακτικές του συστήματος. Ακόμα περισσότερο, θεωρείται δούλη του συστήματος. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, «στα σκάνδαλα του τέλους του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου δεν βρέθηκαν τυχαίες ανηθικότητες ατόμων που λάθεψαν και μπορούν να μετανοήσουν, αλλά ηθικές διαστροφές που, εάν δεν είχαν αποκαλυφθεί, θα συνεχίζονταν, διότι δεν άφηναν αισθήματα ενοχής: Είναι η κατάσταση που καλείται ψυχοπάθεια και που πιστεύεται ότι δύσκολά θεραπεύεται». Έτσι οι θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας για τον τόκο, μολονότι φαίνονται να έρχονται από κάποιον κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό μας, γίνονται ιδιαίτερα επίκαιρες σήμερα.
       Η πατερική παράδοση δεν λαμβάνει υπόψη και δεν ερμηνεύει την συμπεριφορά των δανειστών και των δανειζομένων με τα σημερινά δεδομένα και στην σημερινή δομή και εξέλιξη των πραγμάτων. Όπως π.χ. με την ανάπτυξη της χρηματοοικονομίας προέκυψε η μεταβλητή του πληθωρισμού, που νομιμοποιεί την κάλυψη της χρηματικής απαξίας, την οποία προκαλεί στο δανειζόμενο κεφάλαιο η πάροδος του χρόνου. Επιπλέον η παγκοσμιοποίηση, η διαμόρφωση των σύγχρονων αγορών , η εξαΰλωση του χρήματος δημιούργησαν νέες καταστάσεις, που επιβάλλουν μια σύγχρονη προσέγγιση και αξιοποίηση του πατερικού πνεύματος. Η πραγματική οικονομία, που έχει άμεση σχέση με την εργασία και την παραγωγή, βραχυκυκλώθηκε από σωρεία μη παραγωγικών δραστηριοτήτων, που την επιβαρύνουν και την παραμορφώνουν. Οι επαναστατικές αλλαγές των τελευταίων ιδίως δεκαετιών κατέστησαν το φαινόμενο αυτό εξαιρετικά περίπλοκο, ενώ η υποκρισία των ισχυρών επινόησε νομιμοφανείς μεθοδεύσεις κερδοσκοπίας και εκμεταλλεύσεως των ισχυρών. Η διεύρυνση όμως και η ανάλυση όλων αυτών ανάγονται στην αρμοδιότητα των ειδικών στα χρηματοοικονομικά.
       Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο ότι οι σύγχρονοι οικονομολόγοι άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν στο επιστημονικό τους ενδιαφέρον και την κοινωνική διάσταση του χρήματος. Εξάλλου του πνεύμα της αλληλεγγύης, που αναδύεται δειλά μέσα από τα ερείπια της χρεωκοπίας, αποτελεί το πιο ελπιδοφόρο σημείο των καιρών. Αν το πνεύμα αυτό κατορθώσει να σπάσει και το σκληρό κέλυφος της άκαρδης και απάνθρωπης οικονομίας, τότε υπάρχει ελπίδα για βελτίωση της καταστάσεως, αλλά και ευρύτερα της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής. Αυτό όμως φαίνεται για το εγγύς τουλάχιστον μέλλον πολύ θαμπό. Άλλωστε και διαχρονικά η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν αναγνωρίζει την θεία δικαιοσύνη. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε, «επί της γης η θεία δικαιοσύνη είναι καρφωμένη στον σταυρό». Αλλά και όσο οι άνθρωποι αγνοούν την σταυρωμένη δικαιοσύνη και ενεργούν αποκλειστικά σύμφωνα με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, δεν θα παύσουν να αδικούν.

                                                                                                            
Πηγή: Καθηγήτη Γεωργίου Μαντζαρίδη, Περιοδίκο Σύναξη