1/5/2015, Όταν αλλάζει το σκηνικό, π. Δημήτριος Μπόκος

Όταν αλλάζει το σκηνικό


Δὲν ξέρω πῶς βρέθηκα ἐδῶ. Ἔτρεχα πανευτυχής! Μὲ τὸ καπέλο στὸ δεξί μου χέρι, πίσω ἀπὸ μιὰ πεταλούδα φωσφορίζουσα, ποὺ μ’ ἔκανε τρελὸ ἀπὸ χαρά. Καὶ ξάφνου γκάπ, σκοντάφτω. Καὶ δὲν ξέρω τί ἔγινε ὁ κῆπος! Τὸ σκηνικὸ ἄλλαξε ἐντελῶς: Αἷμα κυλᾶ ἀπὸ τὸ στόμα καὶ τὴ μύτη μου. Εἰλικρινὰ δὲν ξέρω τί συνέβη.  Ἢ σῶστε με ἀμέσως, ἢ φυτέψτε μου μιὰ σφαίρα στὸν αὐχένα!» Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Χιλιανὸς (ἀντι)ποιητὴς Νικάνωρ Πάρρα περιγράφει τὸν ἄνθρωπο πού, κυνηγώντας τὴν οὐτοπία μιᾶς ξένοιαστης, χαρούμενης ζωῆς, βρίσκεται ξαφνικὰ ἀνέτοιμος καὶ ἀπελπιστικὰ ἀνίσχυρος μπροστὰ στὴν ἀνατροπὴ τοῦ ὀνείρου του: στὴν εἰσβολὴ τοῦ πόνου στὴ ζωή του. Αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ἡ προοπτική μας εἶναι κοντόθωρη καὶ δὲν δεχόμαστε μηνύματα πέρα ἀπὸ ὅ,τι πιάνουν οἱ μικρῆς ἐμβέλειας κεραῖες μας: τῶν αἰσθητηρίων μας καὶ τῆς πεπερασμένης λογικῆς μας. Ἔτσι πιανόμαστε ἀδιάβαστοι, ὅταν ἀλλάζει ξαφνικὰ τὸ σκηνικό. Ὁ πολιτισμός μας δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τὸ ἀναπάντεχο. Δὲν μᾶς προετοιμάζει σωστὰ γι’ αὐτό. Μὲ πόση τραγικότητα τὸ ἀναπαριστᾶ ἕνας δικός μας λογοτέχνης, ὁ Ἀργύρης Χιόνης! «“Περάστε καὶ καθίστε”, εἶπε στὶς συμφορὲς ποὺ χτύπησαν τὴν πόρτα του. “Θὰ τὶς κεράσω κάτι”, σκέφτηκε, “ἕνα κομμάτι ἀπ' τὴν ψυχή μου, καὶ θὰ φύγουν. Θὰ κάτσουν λίγο καὶ θὰ φύγουν”. Φροῦδες ἐλπίδες! ...Θρονιάστηκαν ἐκεῖ καὶ ποῦ νὰ τὸ κουνήσουν! ...Ἀπ’ τὶς εὐγένειες πέρασε στὶς ἀγένειες καὶ ἀπ’ αὐτὲς στὶς ἀπειλές. Κανένα ἀποτέλεσμα. Ἀκλόνητες στὶς θέσεις τους. Ἦταν σαφὲς ὅτι δὲν ἦρθαν γιὰ νὰ φύγουν. Κάθισε τέλος καὶ ὁ ἴδιος. Κουράστηκε καὶ κάθισε ἀπέναντί τους. Καὶ μὲ τὴν ἴδια ἀπάθεια ποὺ τὸν κοιτούσανε, τὶς κοίταζε κι αὐτός». Ἡ τέλεια εἰκόνα τοῦ γεμάτου ἀπογοήτευση ἀνθρώπου! Ποὺ ξέρει, πὼς κι ἂν ἀντισταθεῖ, δὲν ἔχει τρόπο νὰ ἀντιπαλέψει τὶς συμφορές του. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι προδικασμένο: ἡ συντριβή. Ὁ πόνος τσακίζει τὴν ἀν- θρώπινη ὕπαρξη. Καὶ στὸ τέλος γινόμαστε «κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», ὅπως θὰ πεῖ ὁ Καρυωτάκης, μέσα ἀπ’ τὶς ὁποῖες «ὁ ἄνεμος, ὅταν περνάει, στίχους, ἤχους παράφωνους ξυπνάει στὶς χορδὲς ποὺ κρέμονται σὰν καδένες». Ὁ πόνος καί, ἀκόμα χειρότερα, ὁ θάνατος συντρίβει. «Κρατοῦσα μπροστά μου ὅλη μου τὴ ζωή, λέγει ὁ Σάρτρ, καὶ σκέφτηκα: "Εἶναι ἕνα ἄθλιο ψέμα"… Ὑπῆρχαν πάμπολλα πράγματα τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσα νὰ εἶχα νοσταλγήσει, ... ὅμως ὁ θάνατος εἶχε ἀφαιρέσει τὴ μαγεία ἀπ'ὅλα». Μπορεῖ ὅμως κάποιος νὰ μᾶς βοηθήσει; Ναί! Αὐτὸς ποὺ «ἐπάτησε μὲ τὸν θάνατό Του τὸν θάνατο». Ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μόνος Του (αὐτεπάγγελτος) βοηθὸς στὶς δυνατὲς θλίψεις ποὺ μᾶς συναντοῦν (Ψαλμ. 45, 2). Αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε γιὰ νὰ συντρίψει τὸν ἔσχατο ἐχθρό μας, τὸν θάνατο (Α΄ Κορ. 15, 26). Νὰ χαρίσει ζωὴν «τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι». Μόνος του ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα φύλλο ποὺ τὸ σαλεύουν οἱ ἄνεμοι τῶν θλίψεων καὶ τὸ τσακίζει ὁ θάνατος. Μὰ δίπλα του εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ἡ πέτρα τῆς ζωῆς, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς Χριστός. Μαζί Του γίνεται πανίσχυρος. Χωρὶς Αὐτὸν ὅμως δὲν ἔχει καμμιὰ ἐλπίδα, ὅταν ἀλλάζει τὸ σκηνικό. Γιατὶ «δρόμος χωρὶς Θεὸ δὲν ἀντέχεται» (ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).



Πηγή: π. Δημήτριος Μπόκος, Λυχνία Νικοπόλεως τεύχος Απριλίου 2015