Το σφαγμένο αρνί
Ραβέννα 5ος αιώνας |
Στην πλαγιά του βουνίσιου χωριού με το κρυφό δάσος των κυπαρισσιών ένα μικρό κοριτσάκι φύλαγε τα πρόβατα του σπιτιού του. Ξεχωριστά ένα μικρό αρνί κίνησε τη συμπάθεια μου και πήγα κοντά του να το χαϊδέψω. Ήταν ένα όμορφο, κάτασπρο αρνί και μόνο γύρω από τα μάτια του απλωνόταν μια μαύρη λουρίδα, έτσι που, αν αυτό το μικρό πλασματάκι μεγάλωνε και έμπαινε στο κοπάδι, στη γλώσσα των βοσκών θα λεγόταν χωρίς άλλο «μαυρομάτα». Κοιτάζω αυτά τα όμορφα αθώα μάτια του αρνιού και σκέπτομαι πως κανένα άλλο πλάσμα από τα άπειρα έργα του Δημιουργού δεν εκφράζει τόση καθαρότητα, τόση ηρεμία και τόση αθωότητα όση φανερώνουν τα μάτια των αρνιών.
|
Όλα τα πλάσματα του Θεού, όταν είναι μικρά, όταν είναι« παιδιά», έχουν μια ξεχωριστή χάρη, μα πάλι απ' όλα τ' άλλα τ' αρνιά έχουν μια συγκινητική αθωότητα και σε κάνουν να τα προσέχεις χωριστά.
Και πάλι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, που δεν μοιάζουν όλοι ούτε στη μορφή ούτε στην ψυχή, το ίδιο και στα ζώα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τ' όμορφο και τ' άσχημο, το καλό και το κακό. Και στο αρνί αυτό θαρρώ πως υπήρχε όλη η ομορφιά της ράτσας του. Κάθισα πολλή ώρα και κοίταξα αυτή την εικόνα της αθωότητος. Το κοίταξα σαν καλλιτέχνημα, όπως στέκεται κανείς με έκπληξη και θαυμασμό μπροστά σ' ένα μεγάλο καλλιτέχνημα. Μέσα στα αθώα εκείνα μάτια του αρνιού, βρήκα κι εγώ ένα μάτι που θα μπορούσα να κοιτάξω στο βάθος της Δημιουργίας και στο θαύμα τής ζωής.
Δεν έχουμε τέτοιες στιγμές συχνά στη ζωή μας κι ό κόσμος τις περισσότερες φορές για μας είναι ένα κλειστό, όμορφο μυστήριο. Δηλαδή, είναι κλειστός ό κόσμος, μα μόνο για κείνους που έχουν κλειστή την ίδια τους την καρδιά, γιατί το θαύμα της Δημιουργίας μιλεί με χίλιες μυστικές φωνές και διαλαλεί την ύπαρξη του. Μα χρειάζεται ωστόσο ένα μάτι γυμνασμένο, ένα μάτι δυνατό, ένα μάτι που να περνά γρήγορα τα «φαινόμενα» και να φτάνει στα «νοούμενα». Κοίταξα πολλή ώρα αυτά τα αθώα μαύρα ματάκια του αρνιού και σκεφτόμουνα ύστερα και τα μάτια των ανθρώπων.
Τα μάτια των ανθρώπων! Τα γουρλωμένα μάτια των σκληρών και των φονιάδων, τα πρησμένα μάτια των μανιακών και των ξενύχτηδων, τα χαύνα μάτια των άσωτων και των παραλυμένων, τα μισόκλειστα μάτια που 'χουν οι περήφανοι και οι κουτοπόνηροι, τα φθονερά μάτια των μαύρων και φθονερών ψυχών, τα μάτια των ανθρώπων που καθρεφτίζουν το φως ενός Παραδείσου ή το σκοτάδι μιας κόλασης.
Ώ, Θεέ μου! Τα ξέρω αυτά τα ανθρώπινα μάτια και στάθηκα ώρα πολλή να ξεκουράσω τα δικά μου μάτια σε κείνα τα αθώα μάτια τού αρνιού. Την άλλη μέρα πήγα πάλι στο ίδιο μέρος για να δω αυτή την ωραία εικόνα τής αθωότητας. Τα μεγάλα πρόβατα ήταν εκεί, μα το μικρό αρνί με τα αθώα μάτια έλειπε. Μου 'παν πως το 'σφαξαν εκείνο το πρωί. Ήταν Μεγάλο Σάββατο κι έπρεπε αυτό το αθώο πλασματάκι να γίνει το θύμα της χαράς τού λαμπριάτικου τραπεζιού. Όταν άκουσα την είδηση αυτή, έριξα μια ματιά κάτω στο χωριό κι είδα πως στις αυλές όλων των σπιτιών ήταν κρεμασμένα «αρνιά και ερίφια», κι οι βοσκοί κατέβαζαν ακόμη από τις πλαγιές τού χωριού κι άλλα για να τα σφάξουν. Κάπου, σκέφτηκα, στην αυλή κάποιου σπιτιού και σε κάποιο στύλο θα κρέμεται σφαγμένο και το αγαπημένο μου αρνί.
Ώ, Θεέ μου! Να ένα θύμα πού θα χορτάσει και θα θρέψει πολλούς. Ρώτησα έναν άνθρωπο αν το αρνί φώναζε εκεί που το σφάζανε. «Όχι, γέροντα», μού λέει. «Μόνο τα ερίφια φωνάζουν όταν τα σφάζουν, μα τα αρνιά δεν φωνάζουν ποτέ τους, γιατί λένε πως μοναχό του το αρνί ζήτησε να σφάζεται για τούς άλλους». Κι αυτή η πληροφορία μ' έκαμε ακόμη πιο σκεφτικό και μεγάλωσε τη συγκίνηση μου. Τη στιγμή εκείνη ένα παιδί χτύπησε πάλι «νεκρικά» τη μικρή καμπάνισα κάτω στην εκκλησία του χωριού και οι στοχασμοί μου φύγανε τώρα από το αρνί με τα μαύρα μάτια και μεταφέρθηκαν σ' ένα άλλο Αρνί, στο Αρνί εκείνο πού πήγε μοναχό του να σφαχτεί για το τραπέζι μιας αιώνιας Λαμπρής για την ανθρώπινη ψυχή. «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη - και ως αμνός άμωμος... άφωνος ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού...». Ώ, αυτό το Μεγάλο σφαγμένο Αρνί τού Γολγοθά. Ώ, πόσο μας συγκινεί η προσφορά και η θυσία Του. Η σιωπή και Η ταπείνωση Του.
Πηγή: Μητροπολίτου πρ. Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίου, «Πορείες και Αλήθειες για τον Αγαπημένο μου Χριστό», εκδ. Ακρίτας, σ. 23-26