18/11/2017, Ο Ψυχογιός, του Ανδρέα Ιωσήφ

Ο Ψυχογιός

15 Μαρτίου 1941

Αποτέλεσμα εικόνας για white child army
     ΚΟΡΥΤΣΑ, αρχές Μαρτίου. —Ο καημένος ο Ήλο… Κινεί τόσο την συμπάθεια ο μικρός Αρβανίτης, καθώς σηκώνει με δυσκολία το κασελάκι του και προσπαθεί να διασχίσει το κύμα των διαβατών στους κεντρικούς δρόμους της Κορυτσάς!... Τον βλέπει  κανείς να καταποντίζεται κάθε τόσο μέσα στην πυκνή κίνηση κι’ έξαφνα να ξεπροβάλλει πάλι πίσω από την χλαίνη κανενός αξιωματικού ή ανάμεσα από δύο φαντάρους, που κουβεντιάζουν. Η λεπτή φωνή του είναι αδύνατον να ξεχωρίσει μέσα σε τόσο θόρυβο: Λούστρος! Κόκκινο, μαύρο!... Λούστρος…
     Αλλά κανείς δεν τον προσέχει τον Ήλο… Συχνά τον σπρώχνουν και του ρίχνουν το κασελάκι του. Κι εκείνος το ξανασηκώνει βιαστικά, το στερεώνει όσο μπορεί καλύτερα κάτω από την μασχάλη και συνεχίζει τον δρόμο του: Λούστρος! Μαύρο, κόκκινο…
     Όταν, μετά τον πρώτο εχθρικό αιφνιδιασμό, ο Ελληνικός στρατός ξεκίνησε προς τα μπρος, η οικογένεια του Ήλο προτίμησε να εγκαταλείψει το χωριό της. Προσκολλήθηκε και αυτή στην μακρά φάλαγγα των φτωχών ανθρώπων, τους οποίους ο πόλεμος ξερίζωσε από τα σπίτια τους και πήρε τον δρόμο προς την Κορυτσά. Κι εκεί, στα πρόθυρα της πόλεως, προτού καλά καλά το καταλάβει, έχασε ο Ηλο τα ίχνη των δικών του… Ακόμη θυμάται πόσο έκλαψε εκείνο το δειλινό! Στις αρχές, έτρεξε δεξιά και αριστερά, φωνάζοντας με όλη του την δύναμη την μητέρα και τον πατέρα του. Ένα από τα Ιταλικά στρατιωτικά τμήματα, που υποχωρούσαν ατάκτως, είχε ανακατευθεί με τους πρόσφυγες και δημιούργησε μία σύγχυση απερίγραπτη. Άνεμος πανικού έπνεε και η καρδιά του Ήλο —που δεν έχει ακόμη συμπληρώσει τα δέκα του χρόνια— χτυπούσε δυνατά, μέσα σ’ αυτήν την κόλαση. Τα τάνκς , που τον προσπερνούσαν κάθε τόσο με ταχύτητα και πάταγο δαιμονιώδη, κινδύνευαν να τον πατήσουν. Έτρεξε πίσω από άλλους ανθρώπους, τους φώναξε με κλαμένη φωνή. Αδίκως!... Καθένας φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, σε τέτοιες στιγμές. Και στο τέλος, τα αδύνατα πόδια του Ήλο κουράστηκαν· το μικρό του μυαλό ζαλίσθηκε. Η νύκτα ερχόταν σκοτεινή. Κάπου βρήκε μια πόρτα ανοιχτή. Σκούπισε τα μάτια του και μπήκε. Κάθισε στις πλάκες της εισόδου, για να ξεκουραστεί και ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει…
     Στο πρώτο συσσίτιο της Ελληνικής φρουράς της Κορυτσάς, ο λοχίας μιας ομάδας —ένας μεσόκοπος, ηλικιωμένος άνδρας, που τον σέβονταν όλοι οι στρατιώτες για την παλικαριά του— εμφανίστηκε κρατώντας απ’ το ένα χέρι ένα ξανθό σγουρομάλλη ανθρωπάκο: 
—Να σου ζήσει, κυρ λοχία!..., του εφώναξαν οι άλλοι.
—Ευχαριστώ…, απάντησε αυτός.
Και καθώς πλησίαζε στο καζάνι, πρόσταξε την καραβάνα του:
—Διπλό συσσίτιο!..., είπε στον μάγειρα. «Ένα για μένα κι ένα –δικαιολογημένο…– για τον ψυχογυιό μου».
     Δύο λεπτά αργότερα, το στόμα και το σαγόνι του Ήλο είχαν πασαλειφθεί από κόκκινη σάλτσα, καθώς έτρωγε με λαιμαργία τα μακαρόνια του… Η εμφάνισή του είχε συγκινήσει τους φαντάρους. Τον τριγύρισαν όλοι, τον χάιδευαν –και κάθε τόσο, μία φράση έβγαινε από τα χείλη μερικών, μαζί με ένα αναστεναγμό:
—Τόσο τ’ άφησα και το δικό μου… Ξαφνικά όμως επενέβη ο λοχίας:
—Αφήστε το, ρε, ήσυχο να φάει!...
     Και τους έδιωξε όλους… Κοίταξε, έπειτα, το «ψυχοπαίδι» του μ’ ένα βλέμμα στοργικό κι εμουρμούρισε:
—Φάε να χορτάσεις, βρε ψίχουλο!...
     Από τότε, κάθε μεσημέρι, στο καζάνι της Φρουράς, παίρνει πρώτος συσσίτιο ο Ήλο… Αλλά έχει και φιλότιμο ο μικρός Αρβανίτης: Δεν θέλει να είναι βάρος σε κανένα· με την αθώα ψυχή του αισθάνεται, ότι κάτι πρέπει να κάνει και αυτός για τους προστάτες του.
     Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ένα απόγευμα με ένα κασελάκι! Κύριος οίδε που ο οικονόμησε!... Οι φαντάροι έσκασαν στα γέλια, καθώς τον αντίκρισαν· αλλά το άλλο πρωί, ο λοχίας, όταν ξύπνησε, βρήκε τις αρβύλες του μπογιατισμένες…
     Και τώρα, ο Ήλο γυρίζει με το κασελάκι του στους κεντρικούς δρόμους, όλη την ημέρα. Κι αν τύχει κανένας αξιωματικός ή στρατιώτης να του εμπιστευθεί το βάψιμο της μπότας ή της αρβύλας του, ο μικρός δεν δέχεται χρήματα:
—Τσιγάρα!..., παρακαλεί
     Τα συγκεντρώνει -όσα μαζεύει-και τα μοιράζει, το μεσημέρι, στο συσσίτιο…

Πηγή: Ανδρέας Ιωσήφ, Ανταποκρίσεις του από το μέτωπο "Εστία"