19/12/2017, Τα Χριστούγεννα των δύο ληστών, του Κωνσταντίνου Γανωτή


Τα Χριστούγεννα των δύο ληστών


Μια μέρα, ήταν παραμονή Χριστουγέννων, δυο κυνηγοί ξεκίνησαν μέσα στο κρύο του χειμώνα, για να πάνε στο βουνό να σκοτώσουν κανένα αγριογούρουνο. Πήγαιναν και οι δύο καβάλα στ’ άλογα τους και είχαν τα ντουφέκια τους κρεμαμσμένα στον ώμο τους κάτω απ’ τις κάπες..
Όταν είχαν περάσει τον κάμπο και μπήκανε στο λόγγο, είχαν το νού τους εδώ κι εκεί μήπως και ιδούν κανένα  αγρίμι.
Αντί για αγρίμι όμως την ώρα που περνούσαν ένα στενό πέρασμα δύσκολο, ξεπετιούνται μπροστά τους μέσ’ απ’ τους θάμνους δυο ληστές. Βαστούσαν στα χέρια τους από ένα μεγάλο μαχαίρι και φώναξαν άγρια:
-Πετάξτε μας γρήγορα τα κεμέρια σας και γυρίστε πίσω, αν θέλετε τη ζωή σας.
Οι κυνηγοί μας ταχασαν στην αρχή με το αναπάντεχο γεγονός και κοιτάχτηκαν. Με το βλέμμα όμως συννενοήθηκαν μεταξύ τους και ανοίγοντας τις κάπες, για να ξεζωστούν τάχα τα κεμέρια τους, έβγαλαν τα ντουφέκια και στα έστρεψαν επάνω στους ληστές.
Τώρα ήρθε η ώρα να τα χάσουν οι ληστές, που νόμισαν πως οι κυνηγοί ήταν έμποροι, που γύριζαν από κάποιο παζάρι με τις εισπράξεις τους.
-Πετάξτε κάτω τα μαχαίρια σας, γυρίστε μας τις πλάτες και προχωράτε, τους είπαν οι κυνηγοί.
Και εκείνοι έκαναν όπως τους είπαν. Οι κυνηγοί κατέβηκαν πήραν τα μαχαίρια από κάτω και τα πέρασαν στα ζωνάρια τους. Τότε πρόσεξαν ότι ο ένας ληστής έσερνε το πόδι του και περπατούσε δύσκολα.
Οι κυνηγοί είπαν τότε μεταξύ τους ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν το κυνήγι, αλλά έπρεπε να πάνε στο κοντινότερο χωριό, για να παραδώσουν τους ληστές.
Ο ένας ο κουτσός φαινόταν ότι θα έμενε στον δρόμο κι αν τον άφηναν μέσα στο χιόνι, την νύχτα θα πάγωνε ή θα τον τρώγαν τα αγρίμια.
Οι κυνηγοί κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα να κάνουν κάτι, που ταίριαζε με τη γιορτή, που ξημέρωνε. Κατέβηκαν και σήκωσαν τον ένα ληστή και τον φόρτωσαν στο ένα άλογο κι ο κυνηγός το αφεντικό του πήγαινε τώρα από πίσω περπατώντας.
Το χιόνι όμως έπεφτε τώρα πυκνό και τόπο να απαγκιάσουν δεν είχαν· έπρεπε το γρηγορότερο να φτάσουν στο χωριό, πριν να νυχτώσει.
Ο άλλος ληστής όμως κι αυτός, περπατούσε δύσκολα μέσα στο χιόνι και τους χασομερούσε. Γι’ αυτό τον έφεραν πίσω για να πατάει στα χνάρια του αλόγου και να μην κολλάνε τα τσαρούχια του στο χιόνι.
Κι ενώ περπατούσαν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα,δεν έκοβαν δρόμο. Άρχισε να τους πιάνει φόβος ότι θ’ απομείνουν να πεθάνουν τη νύχτα μέσα στο χιόνι χριστουγεννιάτικα.
Τους πέρασε ο πειρασμός ν’ αφήσουν τους ληστές και να κόψουν δρόμο με τα άλογα τους, για να προλάβουν. Σκέφτηκαν όμως τι Χριστούγεννα θα έκαναν όσο θα σκέφτονταν αυτούς τους δυστυχείς να είναι τη νύχτα μέσα στο χιόνι και στους λύκους.
Όσο κι αν ήταν ληστές, δεν θάφηνε ο ένας τον κουτσό και να φύγει. Κι αν αυτοί, που ήταν ληστές, σκέφτονταν, είχαν φιλότιμο, εμείς που δεν είμαστε –κι είναι και Χριστούγεννα- να μην έχομε;
Κάποια στιγμή ο ληστής, που περπατούσε πίσω  απ’το άλογο πατώντας στις πατημασιές του, παραπάτησε κι έπεσε πάνω στην ουρά του αλόγου. Το άλογο σκιάχτηκε, και του τινάζει μια κλωτσιά στο πρόσωπο. Αμέσως τον πήραν τα αίματα, κι έπεσε κάτω στο χιόνι.
-Αφήστε μας, αφέντες μου, εδώ να πεθάνομε και φύγετε να γλυτώσετε, είπε τότε ο χτυπημένος ληστής, που προσπαθούσε να σταματήσει τα αίματα με το χιόνι.
Οι κυνηγοί όμως δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να φανούν τόσο σκληροί και γι’ αυτό ανέβασαν τον χτυπημένο ληστή στο δεύτερο άλογο και συνέχισαν το δρόμο πίσω απ’ τα άλογα.
Έτσι λίγο πριν να νυχτώσει για τα καλά, έφτασαν στο χωριό και τότε σκέφτηκαν ότι δεν υπήρχε τόπος, για να καταλύσουν οι ληστές. Τους πήγαν ίσια στην εκκλησιά και τους κατέβασαν εκεί στο χαγιάτι και τους έβαλαν να καθήσουν στο πεζούλι.
Τους έφεραν και νερό, ψωμί και γάζες για το πρόσωπο του χτυπημένου. Ο παπάς τους είδε, κούνησε το κεφάλι με συμπόνια και τους έφερε λίγο νάμα για να ζεσταθούν.
Σε καναδυό ώρες σήμανε η καμπάνα κι άρχισαν ναρχονται οι χωριανοί στην εκκλησία. Όλοι ρωτούσαν για τους δυο ξένους και μάθαιναν από τον κυνηγό, που τους φύλαγε, την ιστορία τους. Ποιος όμως ήταν σε θέση να λυπηθεί δύο ληστές;
Όταν άρχισε η Χριστουγενιάτικη ακολουθία, ήταν νύχτα βαθιά. Έξω έκανε κρύο. Γι’ αυτό ο κυνηγός, που φύλαγε τους ληστές, τους σήκωσε και τους έφερε μέσα στην εκκλησία, που ήταν ζεστά, κι εκάθησαν στα μπροστινά στασίδια.
Οι ληστές τώρα, που έβλεπαν την καλωσύνη των κυνηγών και του κόσμου, και βρέθηκαν μέσα στην εκκλησία ποιος ξέρει μετά από πόσα χρόνια, άρχισαν ένα κλάμα βουβό. Σ’ όλη την λειτουργία έκλαιγαν.
Ο παπάς όλα τα έβλεπε και τα παρακολουθούσε, και όταν βγήκε να κοινωνήσει το εκκλησίασμα τους είπε:
-Παιδιά μου, όλοι είμαστε ανάξιοι να κοινωνήσομε. Το μόνο που μετράει όμως είναι η μετάνοια. Όλοι μας απόψε είχαμε ή λίγη μετάνοια ή καθόλου. Βλέπετε όμως αυτούς τους δυο ξένους, που σ’ όλη τη λειτουργία έχυναν δάκρυα μετανοίας. Ας μη ξεχνάμε  κι όλας ότι ένας ληστής  μπήκε  στον παράδεισο πρώτος μετά τη  σταύρωση του Κυρίου.Γι αυτό θα κάνω απόψε κάτι, που ταιριάζει στη γιορτή των Χριστουγέννων. Θα κοινωνήσω πρώτα τους δυο χριστιανούς, που μας έστειλε ο Θεός, για να μας θυμίσει πώς πρέπει να κοινωνάμε.
Τότε κάποιοι από μπροστά τους πήραν απ’ τα χέρια και τους πήγαν στον παπά κι εκείνος τους κοινώνησε, ενώ αυτοί δεν έπαψαν να κλαίνε.
-Σήμερα θα σας φιλοξενήσω στο σπίτι μου, τέκνα μου, είπε ο παπάς.
Οι κυνηγοί σαστισμένοι από τα γεγονότα έβγαλαν κι έδωσαν στους ληστές τα μαχαίρια τους. Εκείνοι όμως τα πήγαν και τ’ άφησαν κάτω από την εικόνα της Γέννησης, που είχε βάλει ο παπάς στη μέση της εκκλησίας. Όλοι τώρα τους έβλεπαν με καλωσύνη κι ο παπάς τους πήρε στο σπίτι του, να γιορτάσουν μαζί τη γέννηση του Χριστού.



Πηγή: Κωνσταντίνος Γανωτής