30/5/2018, Ζώντας εν κοινωνία, ζώντας με συγχώρηση, π. Θωμάς Χόπκο

Ζώντας εν κοινωνία, ζώντας με συγχώρηση (συνέντευξη)



Lorraine Kisly: Πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουν την αξία που έχει η συγχώρηση και γι’ αυτόν που συγχωρεί και γι’ αυτόν που συγχωρείται, την βλέπουν όμως μόνο στο ανθρώπινο επίπεδο, χωρίς θεολογική προέκταση. Εσείς τι θα λέγατε; Η συγχώρηση είναι πράξη θεϊκής τάξεως;

Thomas Hopko: Αν κάποιος εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα, τότε και βέβαια μπορεί να συγχωρήσει. Ο άνθρωπος μπορεί να συγχωρεί. Δεν είμαι, όμως, βέβαιος αν υπάρχει ένα γενικό αίσθημα ότι η συγχώρηση έχει αξία. Γνωρίζω ανθρώπους που θα έλεγαν, «Δεν με νοιάζει, μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου – στ’ αλήθεια δεν δίνω σημασία. Αν δεν σε ενοχλώ και συ δεν ενοχλείς εμένα, τι νόημα έχει μια συμφιλίωση;». Πρόκειται καθαρά για αδιαφορία.
Μια άλλη αιτία που κάποιοι δεν δίνουν αξία στην συγχώρηση είναι ότι τη θεωρούν συνένοχη με το κακό. Πιστεύουν πως, εφόσον κάποιος έκανε κάτι πραγματικά φοβερό, πρέπει να του θυμίζουμε μέχρι το θάνατο του, κι ακόμη παραπέρα, πως το κακό πρέπει να πληρώνεται. Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουμε πως ό,τι μας αδίκησε προσωπικά είναι ανεπανόρθωτο. Ο άλλος δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτε να το ακυρώσει. Αν, για παράδειγμα, μου σκοτώσεις το παιδί, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να επανορθώσεις, και το να σε συγχωρήσω θα σήμαινε απλώς ότι παραβλέπω το κακό. Έτσι, λοιπόν, δεν είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από εμάς εκτιμούν ιδιαίτερα την συγχώρηση.
Αν την δεις υπό το πρίσμα της δικαιοσύνης, η συγχώρηση είναι άνευ λόγου. Μόνο αν υπάρχει Θεός και καταλάβουμε ότι ο μόνος υπαρκτός κόσμος είναι ένας κόσμος όπου συμβιώνουμε με το κακό, μόνο τότε θα αντιληφθούμε ότι οπωσδήποτε θα περάσουμε από την δοκιμασία του κακού. Αν πάλι δεν υπάρχει Θεός, δεν βλέπω τον λόγο για τον οποίο κάποιος θα συγχωρούσε ή θα το επιθυμούσε. Όμως πιστεύω απόλυτα ότι και οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη Του, επειδή και μόνο είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα Του, μπορεί να αισθάνονται πως είναι καλύτερα να συμφιλιωθούν από το να επιτρέψουν στο κακό να συνεχίζεται.
Η συγχώρηση εξ ορισμού σπάει την αλυσίδα του κακού, αν κάνουμε αρχή από την παραδοχή ότι πραγματικά έχει συμβεί κάτι κακό. Πολλοί θεωρούν πως η συγχώρηση αφορά κάποιο κακό που στην πραγματικότητα δεν έγινε – πως ο δράστης δεν είχε καταλάβει τις συνέπειες, ή κάτι παρόμοιο. Αν τα πράγματα είχαν όντως έτσι, η συγχώρηση δεν θα χρειαζόταν. Θα υπήρχε απλώς ένα λάθος. Για να συγχωρήσεις, πρέπει να αποδεχτείς, να οργιστείς, να θρηνήσεις για κάτι πραγματικά κακό, και τότε μόνο να πεις: «Πρέπει εμείς οι δύο να ζήσουμε εν κοινωνία, πρέπει να προχωρήσουμε». Να μην ξεχάσεις – έτσι κι αλλιώς δεν είναι δυνατόν – αλλά να συνεχίσεις με ένα τέτοιο αγαπητικό πνεύμα που δεν θα επιτρέψει στο κακό να δηλητηριάσει την μελλοντική σχέση. Και από θεολογικής σκοπιάς συμβαίνει ακριβώς αυτό. Είναι καταπληκτικό ότι στο Ευαγγέλιο ο Θεός αρνείται να επιτρέψει στο κακό να καταστρέψει την σχέση. Ακόμη κι όταν Τον σκοτώνουμε, Εκείνος επιμένει να λέει: «Άφες αυτοίς».


Ερώτηση: Από όσα λέτε συνάγεται ότι ο υψηλότερος στόχος είναι η σχέση και ότι το εμπόδιο στην σχέση είναι αυτό που δημιουργεί την ανάγκη για συγχώρηση.

Απάντηση: Εγώ προτιμώ την λέξη κοινωνία (communion) αντί για την σχέση. Σύμφωνα με την ορθόδοξη αντίληψη είμαστε δημιουργημένοι κατά την εικόνα και την ομοίωση του Θεού και ο Θεός είναι Τριάς προσώπων με απόλυτα ενιαία ουσία και τέλεια αλληλοκοινωνία βίου.. Δεδομένο, λοιπόν, είναι η κοινωνία. Οτιδήποτε διαρρηγνύει αυτή την κοινωνία καταστρέφει τις ρίζες της ίδιας μας της ύπαρξης. Γι’ αυτό είναι βασική η κοινωνία εφόσον πρόκειται να υπάρξει ανθρώπινη ζωή κατ’ εικόνα του Θεού. Είμαστε όλοι αμαρτωλοί, χούμε ανάμεσα σε άλλους αμαρτωλούς, και έτσι εβδομηκοντάκις επτά καθημερινά πρέπει να ξαναποκαθιστούμε την κοινωνία – με την θέληση μας. Το βασικό είναι η επιθυμία για κοινωνία και το αίσθημα ότι αξίζει.
Η μανία για σχέση – το άτομο που ψάχνει για σχέση – στον σύγχρονο κόσμο δείχνει ότι στο είναι μας υπάρχει μια οντολογική ρωγμή. Αυτό που λέγεται άτομο δεν υφίσταται. Δημιουργήθηκε κατά πάσα πιθανότητα σε κάποιο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Ευρώπης. Δεν αναγνωρίζουμε την κοινωνία σαν θεμέλιο μας. Δεν λέω κοιτάζοντας σε «Είσαι η ζωή μου». Οι νεωτερικές ερμηνείες της εντολής στην Τορά αντανακλούν αυτή την ατομιστική στάση. Η πρώτη εντολή λέει να αγαπάς τον Θεό εξ όλης της διανοίας, όλης της ψυχής και με όλη σου την δύναμη, η δεύτερη να αγπα΄ςς τον πλησίον σαν τον εαυτό σου. Ο μόνος τρόπος για να αποδείξεις ότι αγαπάς τον Θεό είναι αυτή η αγάπη στον πλησίον, και ο μόνος τρόπος για να αγαπήσεις τον πλησίον σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο είναι η ατέρμονη συγχώρηση. Έτσι να «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ωστόσο, σε κάποιες μοντέρνες εκδόσεις της Βίβλου έχω δει την πρόταση να μεταφράζεται «θα αγαπήσεις τον πλησίον ως σεαυτόν». Αλλά δεν λέει αυτό.
Θυμάμαι μια συζήτηση στην τηλεόραση όπου οι παρόντες ερωτηθήκαμε τι είναι το σημαντικότερο στον Χριστιανισμό. Είπα μεταξύ άλλων ότι ο μόνος τρόπος να βρούμε τον εαυτό μας είναι να τον απαρνηθούμε. Αυτή είναι η διδασκαλία του Χριστού. Αν αρπάζεσαι από τον εαυτό σου, τον χάνεις. Η απροθυμία για συγχώρηση είναι η έσχατη πράξη απροθυμίας να απολέσεις εαυτόν. Θέλεις να τον υπερασπιστείς, να τον εξασφαλίσεις, να τον προστατέψεις. Υπάρχει μια πρόταση επανερχόμενη επιμόνως σε όλο το Ευαγγέλιο. Αν θέλεις να είσαι πρώτος, πρέπει θεληματικά να είσαι ο τελευταίος.
Ο άλλος καλεσμένος στην συζήτηση, ο οποίος δίδασκε ψυχολογία της θρησκείας σε ένα προτεσταντικό σεμινάριο, είπε τότε: «Αυτό που λες είναι η πηγή όλων των νευρώσεων της Δυτικής κοινωνίας. Ό,τι χρειαζόμαστε, είναι ακριβώς η υγιής αυτοαγάπη και η υγιής αυτοεκτίμηση». Και συμπλήρωσε: «Αγάπα τον πλησίον σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου». Επέμενε ότι πρώτα πρέπει να αγαπάς τον εαυτό σου και να έχεις μια αίσθηση αξιοπρέπειας. Αν κάποιος διαθέτει αυτά, η συγχώρηση είτε αποκλείεται, είτε αποτελεί πράξη συγκαταβάσης προς τον κακόμοιρο αμαρτωλό. Είπα ότι, αν όντως είμαστε κατ’ εικόνα Θεού, τούτο και μόνο του είναι αρκετα αυτοβεβαιωτικό καιτο μίσος προς τον εαυτό μας είναι δαιμονικό. Αλλά το βασικό σημείο του επιχειρήματος μου είναι πως δεν υπάρχει εαυτός προς υπεράσπιση πλην ακριβώς εκείνου που υποστασιοποιείται με την πράξη της αγάπης και της αυτοκένωσης. Ο εαυτός μου εμφανίζεται πραγματικά μόνο αγαπώντας τον άλλον. Η συγχώρηση βρίσκεται στην καρδιά του όλου εγχειρήματος.
Καθώς φεύγαμε, ένας αξιοσέβαστος γέρο-ραββίνος με λαμπερό πρόσωπο μας φώναξε να μας πει κάτι. «Αυτός ο στίχος», είπε, «προέρχεται από την Τορά, το Λευιτικό, και δεν μπορεί να αποδοθεί αγάπα τον πλησίον σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου». Λέει ακριβώς να αγαπάς τον πλησίον σαν να είναι ο εαυτός σου. Ο πλησίον είναι ο αληθινός εαυτός σου. Δεν διαθέτεις εαυτό από μόνος σου».
Μετά από αυτό άρχισα να διαβάζω τους Πατέρες της Εκκλησίας κάτω απ’ αυτό το φως και να τι λένε όλοι τους: «Ο αδελφός σου είναι η ζωή σου». Δεν έχω εαυτό αφ’ εαυτού μου, παρά μόνον εκείνον που πραγματώνεται αγαπώντας τον άλλον. Ο Τριαδικός χαρακτήρας του Θεού εδώ συνιστά, ας πούμε, μεταφυσικό απόλυτο. Ο εαυτός του Θεού είναι ένας άλλος – ο Υιός Του. Το ίδιο συμβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή που δεν αισθάνομαι βαθιά μέσα μου ότι ο αληθινός μου εαυτός είναι ο άλλος, κι αν η δική μου ταυτότητα και ολοκλήρωση μόνο αγαπώντας τον άλλον στην πράξη, τότε παίρνει σάρκα και οστά η ιδέα ότι είμαστε όντα δυνάμει θεϊκά. Τώρα, αν προσθέσεις ότι όλοι σε κάποιο βαθμό είμαστε ελαττωματικοί και αδύναμοι και τα λοιπά, η πράξη της αγάπης πάντα θα είναι πράξη συγχώρησης. Έτσι βρίσκω τον εαυτό μου και έτσι τον ολοκληρώνω ως ανθρώπινο ωον δημιουργημένο κατ’ εικόνα Θεού. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Η πράξη, λοιπόν, της συγχώρησης είναι η ίδια η πράξη που μας κάνει ανθρώπους. Όταν την αρνηθείς, σκοτώνεις τον εαυτό σου. Πρόκειται για μεταφυσική αυτοκτονία.



Ερώτηση: Διακρίνετε το άτομο από το πρόσωπο.

Απάντηση: Το άτομο είναι ένα πρόσωπο που αρνείται να αγαπήσει. Όταν ένα πρόσωπο αρνείται το είναι του και δεν δέχεται η αξία του να ταυτισθεί με του «ελαχίστου», ακόμη και του «εχθρού», τότε το πρόσωπο γίνεται άτομο, μια ύπαρξη έγκλειστη στον εαυτό της, που προσπαθεί να κάνει κατάλληλες σχέσεις – συνήθως με τους δικούς της όρους. Θα λέγαμε ότι τότε μόνο αρχίζει να υπάρχει το πρόσωπο, όταν βγει από τον εαυτό του και αρχίσει να κοινωνεί με τον άλλον. Έτσι, δουλειά μου δεν είναι να αποφασίσω αν θα έχω σχέση μαζί σου ή όχι, αλλά να καταλάβω ότι είμαι σε σχέση μαζί σου. Η ζωή μου είναι δική σου και η ζωή σου δική μου. Χωρίς αυτό, δεν υπάρχει δρόμος για να προχωρήσουμε.

(…)


Ερώτηση: Βλέπετε καμμιά διαφορά ανάμεσα στις κακές ή αμαρτωλές πράξεις και σε μια ευρύτερη στάση που επιλέγει αντί του φωτός το σκοτάδι; Το κακό δεν βρίσκεται έξω από εμάς, δεν είναι έτσι;

Απάντηση: Για πολλούς ανθρώπους το κακό κατοικεί μέσα σε κάποιον άλλον. Αλλά νομίζω ότι η δική σας διάκριση είναι πολύ καλή, γιατί η ορθόδοξη αντίληψη της χριστιανικής άποψης είναι ότι θα αμαρτάνουμε μέχρι αν πεθάνουμε. Ακόμη και το Βάπτισμα συγχωρεί τις αμαρτίες «όλες τις ημέρες της ζωής»  μας. Το Βάπτισμα μας εισάγει στο χώρο της συγχώρησης και του ελέους, τα οποία τότε επιτρέπουν, για να προχωρήσουμε, αυτό που αποκαλείται «αόρατος πόλεμος». Θα είσαι αμαρτωλός – γι’ αυτό ο Ιησούς είπε το «εβδομηκοντάκις επτά». Η αμαρτία είναι εγγενής στη ζωή του ανθρώπου. Η αμαρτία είναι αναμενόμενη, όχι όμως και ο έρως του σκοταδιού.



Ερώτηση: Κατά την χριστιανική άποψη έχουμε συμφιλιωθεί, έχουμε συγχωρηθεί.

Απάντηση: Ο Paul Tillich σε ένα του κήρυγμα πάνω στην παραβολή της αμαρτωλής γυναίκας και του Φαρισαίου υποδεικνύει ότι η μετάνοια έρχεται μετά την συγχώρηση. Δεν πρόκειται για πληρωμή με σκοπό την συγχώρηση. Είναι και τα δύο. Ωστόσο, με την δική μας οπτική είναι σημαντικό τι κάνει η γυναίκα κατόπιν. Δεν «ζει αυτή καλά και εμείς καλύτερα», μπαίνει σε μια ζωή φοβερού αγώνα! Ο Χρυσόστομος λέει ότι βαπτιζόμαστε για να αγωνιζόμαστε. Πάρετε το κλασσικό παράδειγμα της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της πόρνης που συγχωρήθηκε. Πάει στην έρημο και κλαίει όλη την υπόλοιπη ζωή της, όχι για να νικήσει με τα δάκρυα της τον Θεό, ούτε για να κερδίσει την συγχώρηση, ούτε για να αποκατασταθεί, αλλά από αγάπη στον Θεό που την ελευθέρωσε, από συναίσθηση του τι είναι πραγματικά η αμαρτία και από πόθο να μην πέσει ξανά.
Ένα πρόβλημα και της φιλελεύθερης και της φονταμενταλιστικής εκδοχής του Χριστιανισμού είναι η απουσία μιας συνεχούς ασκητικής διάστασης. Αν δεν πρέπει να πληρώσεις για τις αμαρτίες σου γιατί τις επωμίστηκε ο Ιησούς, μπορεί να σου ανοιχτεί η πόρτα για μια ζωή ασωτίας. Η πιο φιλελεύθερη άποψη είναι; Έτσι είμαι φτιαγμένος, έτσι με δημιούργησε ο Θεός. Ο Θεός με αγαπάει, ο Θεός με συγχωρεί, δεν έχω λοιπόν τίποτε άλλο να κάνω από το να συνεχίσω την ζωή μου.



Ερώτηση: Τι εννοείται με την ασκητική διάσταση;

Απάντηση: Την στάση εκείνη που δεν λαμβάνει τίποτε σαν αυτοσκοπό πλην του Θεού, αλλά οδηγεί τα φυσικά πάθη στο δικό τους τέλος-σκοπό που είναι ο ίδιος ο Θεός, η ίδια η αγάπη. Τα πάθη είναι μέρος της φύσης μας, αλλά πρέπει να οδηγηθούν στην υπηρεσία της αγάπης, με την έννοια του καλού του άλλου, της κατάφασης του άλλου. Αυτή η φύση πρέπει να βεβαιώνει την αλήθεια, την πραγματικότητα των πραγμάτων όπως ακριβώς είναι. Η μεταφυσική βάση είναι μια κοινωνία αγάπης και ύπαρξης και αλήθειας με στόχο την οποία δημιουργηθήκαμε, είναι το «ναι» στη θεούμενη ζωή. Αλλά μέσα στον κόσμο της πτώσης για να πεις το «ναι», σημαίνει ότι αναλαμβάνεις να σταυρώσεις την σάρκα, όπως λέει ο Παύλος, μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες της. Πρέπει να σκοτώσεις το εγώ. Ο «παλαιός Αδάμ» πρέπει  να πεθάνει, και όταν πεθαίνει, πάντοτε κλωτσάει και φωνάζει. Πρέπει να βγει στο φως η πολλαπλότητα των ψευδών εαυτών, που δεν είναι εύκολο. Το κακό των άλλων πρέπει να ονομαστεί και να συγχωρηθεί, που επίσης δεν είναι εύκολο. Στις μικρές ιστορίες του Flannery O’ Connor, θα βρεις ότι η στιγμή της Χάριτος είναι συνήθως μια στιγμή βίαιη. Για να δεις καθαρά, για να καταλάβεις ότι ακόμη και οι αρετές πρέπει να κατακαούν, όπως λέει ο O’ Connor, συχνά είναι αναγκαία μια απίστευτα βίαιη ενέργεια. Αυτή η κατανόηση συχνά χρειάζεται να προκληθεί από συγκλονισμό. Μου φαίνεται ότι αυτό σημαίνουν όλα εκείνα τα περί δοκιμασιών, οδυνών βασανισμών και των λοιπών που συναντάμε στις Γραφές – να κάνουν τους ανθρώπους να καταλάβουν τι είναι και ποιοι είναι στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η ασκητική διάσταση. Από την στιγμή που κάποιος θα πει, «Θα εργαστώ προς την κατεύθυνση του ελέους», όλοι οι δαίμονες της κολάσεως θα εργάζονται να τον σταματήσουν.




Πηγή: π. Θωμάς Χόπκο, αποσπάσματα συνέντευξης του, περιοδικό «Ψυχής Δρόμοι» τεύχος 4, 2013, εκδ. Αρμός, σ. 116-125