11/2/2020, Παράδοση και Παραδόσεις, π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Παράδοση και Παραδόσεις


Εισαγωγή
Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Γραφή
Ἀφορμὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ἕνα προτεσταντικὸ βιβλιαράκι μὲ τίτλο: «ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ἤ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ; - Βοήθημα γιὰ μελέτη μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία». Εἶναι ἔκδοση τῆς «Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», μίας ἀπὸ τὶς πολλὲς Πεντηκοστιανὲς ὁμάδες ποὺ ὑπάρχουν στὴν χώρα μας. Ἱδρύθηκε τὸ 1982 ἀπὸ τὸν Γεώργιο Κρίσιλα, ἄλλοτε ποιμένα τῆς «'Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Πεντηκοστῆς» καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν ἀνήκει σὲ καμία ὀργάνωση - ἑλληνικὴ ἢ ξένη - δὲν κατευθύνεται ἀπὸ πουθενά, εἶναι ἀδέσμευτη καὶ αὐτοσυντήρητη.

Δὲν θὰ προσπαθήσωμε στὰ περιωρισμένα πλαίσια αὐτῆς τῆς εἰσηγήσεως νὰ ἀνασκευάσωμε σελίδα πρὸς σελίδα τὸ βιβλιαράκι, στὸ ὁποῖο ἀναφερθήκαμε. Θὰ ἦταν ὄχι μόνο μάταιο ἀλλὰ καὶ λανθασμένη ποιμαντικὴ τακτική, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Ἁπλῶς τὸ χρησιμοποιοῦμε σὰν ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκθέσωμε κάποιες πλευρὲς τοῦ τεραστίου θέματος ποὺ λέγεται ΠΑΡΑΔΟΣΗ.

Τί εἶναι ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Ποιὰ ἡ σχέση της μὲ τὴν Ἁγία Γραφή; Πῶς ἔζησε ἡ Ἐκκλησία τὰ πρῶτα χρόνια χωρὶς τὴν Γραφή; Καὶ ἂν ἡ μόνη ἐγγυημένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφὴ (sola scriptura), τότε, σὲ ποιὰ γραπτὴ αὐθεντία στηριζόταν ἡ πίστη τοῦ Ἀβραὰμ ἢ τοῦ Νῶε ἢ τοῦ Μωυσῆ πρὶν λάβη τὶς πλάκες τοῦ Νόμου;

Ἐπίσης, ἂν οἱ ἀπόστολοι δὲν ἄφηναν γραπτὰ κείμενα, ποιὸς θὰ μᾶς παρέδιδε ἐγγυημένα τὴν - οὕτως ἢ ἄλλως - προφορικὴ διδασκαλία τοῦ Χρίστου; Πρὶν ὁριστικοποιηθεῖ ὁ Κανόνας τῆς Καινῆς Διαθήκης, στὴν αὐθεντία τίνος στηριζόταν ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας;

Σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θὰ προσπαθήσωμε νὰ δώσωμε κάποιες ἀπαντήσεις. Προφανῶς, πρόκειται γιὰ ἐρωτήματα ποὺ τὸ καθένα μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει θέμα ξεχωριστοῦ συνεδρίου. Γι' αὐτὸ δὲν τρέφομε αὐταπάτες ὅτι οἱ ἀπαντήσεις μας θὰ εἶναι πλήρεις.

Κυρίους ὁδηγούς μας στὴν ἀναζήτηση αὐτῶν τῶν ἀπαντήσεων θὰ ἔχωμε ἀφ' ἑνὸς τὸν μακαριστὸ π. Γεώργιο Φλωρόφσκι καὶ ἀφ' ἑτέρου ἕνα γνήσιο μαθητή του καὶ ἀληθινὸ πνευματικὸ τέκνο του (ἔστω κι ἂν δὲν γνωρίστηκαν προσωπικὰ ποτέ), τὸν πρώην προτεστάντη καὶ νῦν ὀρθόδοξο Frank Schaeffer. Ὁ Schaeffer, γιὸς μεγάλου προτεστάντη πάστορα τῆς Ἀμερικῆς, στὸ βιβλίο του μὲ τὸν ἐξομολογητικὸ τίτλο «Χορεύοντας μόνος» μᾶς περιέγραψε μὲ ἀπαράμιλλο τρόπο (συγγραφέας γὰρ καὶ πρώην σκηνοθέτης), τὴν πορεία του πρὸς ἀναζήτηση τῆς ὀρθόδοξης πίστης μέσα στὴν ἐποχή μας· μία ἐποχή, ποὺ πολὺ πετυχημένα τὴν ὀνομάζει αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν. Εἴμαστε εὐγνώμονες στὸν π. Αὐγουστίνο Μύρου, ποὺ μετέφρασε αὐτὸ τὸ βιβλίο στὰ ἑλληνικά.




Ἡ Ἐκκλησία χωρὶς τὴν Ἁγία Γραφὴ


Ἂς δοῦμε κατ' ἀρχὴν τὴν σχέση Ἁγίας Γραφῆς καὶ Ἐκκλησίας.

Πρὶν ξεκινήσωμε ὅμως ἀξίζει νὰ ἀκούσωμε μία τοποθέτηση, ποὺ κάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὴν γραπτὴ παράδοση, καὶ ἡ ὁποία θὰ ἐνδιέφερε καὶ τοὺς προτεστάντες - γιὰ διαφορετικοὺς βέβαια λόγους.

2. Λέγει ὁ Χρυσορρήμων Πατὴρ ἑρμηνεύοντας τὸ κατὰ Ματθαῖον (P.G. 57, 13-15):

Θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν ἔχωμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθεια τῶν γραπτῶν κειμένων, ἀλλὰ νὰ ἐμφανίζωμε τόσο καθαρὸ βίο, ὥστε νὰ ἐνεργῆ κατ' εὐθείαν στὶς καρδιές μας ἡ χάρη τὸν ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ὅπως τὰ βιβλία εἶναι γραμμένα μὲ μελάνι, ἔτσι θὰ ἔπρεπε οἱ καρδιές μας νὰ εἶναι γραμμένες μὲ τὸ Πνεῦμα. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπομακρύναμε ἀπὸ ἐμᾶς αὐτὴ τὴν χάρη, ἂς δεχθοῦμε μὲ χαρὰ αὐτὴ τὴν δεύτερη πορεία.

Τὸ ὅτι ἡ προηγούμενη κατάσταση ἦταν καλύτερη, φαίνεται καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Στὴν μὲν Παλαιά, ὁ Θεὸς δὲν ἀπευθυνόταν στοὺς πατριάρχες καὶ στοὺς προφῆτες μὲ γραπτὰ κείμενα, ἀλλὰ κατ’ εὐθείαν ὁ ἴδιος προσωπικά, γιατί εὕρισκε τὴν καρδιὰ τους καθαρή. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι ἔπεσαν σὲ βυθὸ κακίας, χρειάστηκαν τὰ γραπτὰ κείμενα καὶ τὶς πλάκες.

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οὔτε στοὺς ἀποστόλους ἔδωσε κάτι γραπτὸ ὁ Θεός, ἀλλὰ ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς δώσει ἀντὶ γιὰ κείμενο τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «Ἐκεῖνος - δηλαδὴ ὁ Παράκλητος - διδάξει ὑμᾶς πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰω. 14, 26). Ὁ Παῦλος, ἐπίσης, ἔλεγε ὅτι ἔχω πάρει νόμον «οὐκ ἐν πλαξὶ λιθίναις, ἀλλ' ἐν πλαξὶ καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3, 3). Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πάλι οἱ ἄνθρωποι παρεσύροντο στὸ κακό, χρειάστηκε ἡ ὑπενθύμιση μὲ τὰ γραπτὰ κείμενα.

Ἐννόησε λοιπόν, πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι, ἀκόμη καὶ τώρα νὰ μὴ χρησιμοποιοῦμε ὅπως πρέπει τὸ δεύτερο αὐτὸ φάρμακο - ποιοί; ἐμεῖς, ποὺ ὀφείλαμε νὰ ἔχωμε τόσο καθαρὴ ζωὴ ὥστε νὰ μὴν ἔχωμε ἀνάγκη γραπτῶν κειμένων.

Αὐτὰ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Φάρμακο, λοιπόν, γιὰ ἄρρωστους εἶναι (κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη) ἡ γραπτὴ Παράδοση τοῦ θείου θελήματος. Καὶ ὅπως κάθε φάρμακο, ἔτσι κι αὐτὸ πρέπει νὰ δίνεται μὲ συνταγὴ εἰδικοῦ ἰατροῦ. Μὲ ὅσα ἀκολουθοῦν θὰ προσπαθήσωμε νὰ ἀναγνωρίσωμε τὴν ταυτότητα τοῦ θεράποντος ἰατροῦ καὶ νὰ μάθωμε ἀπὸ αὐτὸν τὶς ὁδηγίες χρήσεως τοῦ φαρμάκου.

Κατ' ἀρχήν: Τί εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή; Μήπως εἶναι ἕνα βιβλίο, σὰν ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ θεωρεῖται φυσικὸ ὅτι ὁ τυχαῖος ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ συλλάβει ἀμέσως τὸ νόημά του; Μᾶλλον ὄχι. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἱερὸ βιβλίο, ποὺ ἀπευθύνεται πρωτίστως σὲ πιστούς. Μπορεῖ βέβαια ὁ ὁποιοσδήποτε νὰ τὸ διάβασει σὰν ἕνα λογοτεχνικὸ ἔργο. Ἀλλὰ εἶναι ἀμφίβολο (ἕως ἀπίθανο) νὰ καταλάβει τὸ σωστὸ μήνυμά του. Καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ λαμβανομένη ὡς σύνολο, ὡς ἕνα βιβλίο, ἔχει ἕνα συγκεκριμένο μήνυμα. Ὁ ἅγιος Ἰλάριος λέγει μὲ ἔμφαση: «Τὸ μήνυμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν βρίσκεται στὴν ξερὴ ἀνάγνωσή της ἀλλὰ στὴν κατανόησή της» (non in legendo sed in intelligendo).

Μὲ ἄλλα λόγια πρόκειται γιὰ ἕνα βιβλίο, λίγο-πολὺ «κλειδωμένο». Ποιὸς ὅμως κρατάει τὸ κλειδί; Ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ ξεκλειδώσει;


2. Γιὰ νὰ δώσωμε ἀπάντηση σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, πρέπει νὰ ἀνιχνεύσωμε μαζὶ μὲ τὸν Φλωρόφσκι τὴν προέλευση τῶν κειμένων ποὺ περιλαμβάνονται στὴν Ἁγία Γραφή:

«Εἶναι προφανές», παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος, «ὅτι ἡ Γραφὴ εἶναι δημιούργημα μιᾶς κοινότητας, τόσο στὴν παλαιὰ οἰκονομία, ὅσο καὶ στὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία» (Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, ἔκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 9 - 13). Ποῦ φαίνεται αὐτό;

Ἁπλούστατα φαίνεται στὸ ὅτι «ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν εἶναι ΣΥΛΛΟΓΗ ὅλων τῶν διασωθέντων κειμένων, ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ΕΠΙΛΟΓΗ μόνο μερικῶν ἐξ αὐτῶν. Ποιῶν; Αὐτῶν ποὺ ἐγκρίθηκαν καὶ ἀναγνωρίσθηκαν ὡς αὐθεντικὰ ἀπὸ τὴν χρήση τους (καὶ μάλιστα τὴν λειτουργικὴ χρήση τους) μέσα σὲ μία κοινότητα. Σὲ ποιὰ κοινότητα; Σὲ μία κοινότητα μὲ συγκεκριμένα στοιχεῖα ταυτότητας: μὲ ἱστορία, μὲ ἱεραρχία, μὲ ὁρατὰ καὶ ἐπαληθεύσιμα κριτήρια ἀδιάσπαστης συνέχειας καὶ ἑνότητας.

Καὶ μὲ ποιὸ κριτήριο ἡ συγκεκριμένη κοινότητα ἔκανε τὴν ἐπιλογὴ τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Προφανῶς μὲ τὸ κριτήριο ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ». Ἂς θυμηθοῦμε ὅτι αὐτὸ τὸ κριτήριο χρησιμοποίησε καὶ ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ κάνει κι αὐτὸς μία ἀναγκαία ἐπιλογή: «Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἀλλὰ σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἐστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ- ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20, 30-31). Ὑπῆρχε ἑπομένως συγκεκριμένος σκοπὸς ποὺ ὑπαγόρευε αὐτὴν τὴν ἐπιλογή. Καὶ τὸ ἴδιο ἰσχύει κατὰ τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή.

Ἄρα, δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι μία ποικίλη ἀνθολογία κειμένων διαφορετικῶν συγγραφέων, διαφόρων ἐποχῶν ἀπετέλεσε ἑνιαῖο βιβλίο. Μὲ σκοπὸ τὴν παράδοση τοῦ ἑνὸς μηνύματος τῆς μιᾶς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ ταυτότης τοῦ μηνύματος προσδίδει στὰ διάφορα κείμενα τὴν πραγματική τους ἑνότητα παρὰ τὴν ποικιλία τὴν μορφῆς. Δὲν εἶναι ἄραγε ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι παρ' ὅλο ποὺ περιελήφθησαν διάφορες παραδόσεις - π. χ. στὰ Εὐαγγέλια -, ἡ Ἐκκλησία ἀντέστη σὲ ὅλες τὶς ἀπόπειρες ὑποκαταστάσεως τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων μὲ ἕνα σύνθετο Εὐαγγέλιο ἢ μετατροπῆς τῶν Εὐαγγελίων σὲ ἕνα «Διατεσσάρων»; Καὶ ὅλα αὐτά, παρ' ὅλες τὶς (ἐντὸς ἤ ἐκτὸς εἰσαγωγικῶν) διαφορὲς τῶν Εὐαγγελιστῶν, μὲ τὶς ὁποῖες πάλεψε ἀρκετὰ γιὰ νὰ βγάλει ἄκρη καὶ ὁ Αὐγουστίνος.

Ἔγινε λοιπὸν ἐπιλογὴ ὁρισμένων κειμένων, ποὺ ἐν συνέχειᾳ παραδόθηκαν στοὺς πιστούς, σὰν μία ἐγκεκριμένη ἑνιαία ἔκδοση τοῦ θείου μηνύματος. Τὸ μήνυμα εἶναι θεῖο. Ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἡ συγκεκριμένη πιστὴ κοινότητα εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἀναγνωρίζει τὸν κηρυττόμενο λόγο καὶ μαρτυρεῖ περὶ τῆς ἀληθείας του.

4. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφή, ὡς βιβλίο, συνετάγη ἐντός τῆς κοινότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρωταρχικός της σκοπὸς ἦταν ἡ διδασκαλία αὐτῆς τῆς κοινότητος, φυσικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι: δὲν ἐγέννησε ἡ Ἁγία Γραφὴ τὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἐγέννησε τὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μητέρα καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θυγατέρα της. Γι' αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρισθῆ τὸ βιβλίο αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Νά, γιατί εἶχε ἀπόλυτο δίκιο ὁ Τερτυλλιανός, ὅταν δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ συζητῆ ἀμφισβητούμενα θέματα τῆς πίστεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπὶ βιβλικῆς βάσεως. Ἀφοῦ ἡ Γραφὴ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἡ προσφυγὴ τῶν αἱρετικῶν σ' αὐτὴν εἶναι παράνομη. Δὲν ἔχουν κανένα δικαίωμα πάνω σὲ ξένη περιουσία. Αὐτὸ ἦταν τὸ κύριο ἐπιχείρημά του στὴν περίφημη πραγματεία του De praescriptione haereticorum. Ὅποιος δὲν ἀναγνωρίζει τὴν μητέρα δὲν μπορεῖ νὰ ἁπλώσει τὰ χέρια του στὴν θυγατέρα της.

Στὸ πνεῦμα αὐτῆς τῆς προβληματικῆς κινούμενος καὶ ὁ ἀείμνηστος ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος ἔγραφε: «Ἂς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ προτεστάντες, σὲ ποιὸ μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης λέγεται ὅτι τὰ βιβλία της εἶναι 27; Ἀσφαλῶς πουθενά! Ποιὸς λοιπὸν σᾶς τὸ εἶπε; Ἀσφαλῶς ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία ἀπορρίπτετε. Ὥστε ἔχετε κόρην ἄνευ μητρός; Μὲ ποιὰ λογικὴ κρατᾶτε τὴν θυγατέρα, τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ ἀπορρίπτετε τὴν μητέρα της, τὴν Παράδοση καὶ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας;» (Ἀντιευαγγελικοὶ οἱ Εὐαγγελικοί, σελ. 26).

Καὶ κάπου ἄλλου ἀναφερόμενος στοὺς προτεστάντες ἔλεγε: «Ἀφοῦ βγῆκαν ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας τελείως γυμνοί, μὲ μόνη τὴν Καινὴ Διαθήκη στὰ χέρια, μοιάζουν μὲ γυιὸ ποὺ ἦλθε σὲ ρήξη μὲ τὸν πατέρα του καὶ ἔφυγε νύχτα ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι γυμνός, παίρνοντας κρυφὰ ἕνα πολύτιμο ἀντικείμενο. Καὶ ὅταν τὸν ρωτᾶνε ποῦ τὸ βρῆκε, ἀποφεύγει νὰ ἀπαντήσει!» (Ἀντιευαγγελικοὶ οἱ Εὐαγγελικοί, σελ. 24).

Καὶ ἴσως εἶναι προτιμότερο νὰ ἀποφεύγουν νὰ ἀπαντήσουν! Γιατί εἶναι, πράγματι τραγελαφικὸ νὰ ἀπαντοῦν καὶ νὰ παραδέχονται ὅτι ὁ κανόνας τῶν βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς πῆρε τὴν τελική του μορφὴ ἀπὸ Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δ΄ αἰώνα, καὶ συγχρόνως νὰ θεωροῦν τὴν Ἐκκλησία αὐτῆς τῆς ἐποχῆς «ἀποστάτισσα». Πῶς εἶναι δυνατὸ μία Ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται σὲ ἀποστασία νὰ ἀποφαίνεται σωστὰ σχετικὰ μὲ ἕνα τόσο κρίσιμο θέμα, ὅπως εἶναι ἡ «χαρτογράφηση» τοῦ - ὅπως τὸν ἀποκαλοῦν - ἀλάνθαστου Χάρτη τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ ἡ τελικὴ ἐπιλογὴ τῶν ἐγκύρων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Καὶ πῶς μπορεῖ μία Ἐκκλησία «ἀποστάτισσα» νὰ δίνει τὸ νέφος τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἀπολογητῶν; Μὲ ποιὸ κριτήριο ἡ «χρυσὴ ἐποχὴ» τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται περίοδος ἀποστασίας;

5. Ὁ πρώην προτεστάντης Frank Schaeffer, ἔχοντας ξεφύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴν σχιζοφρένεια, θεωρεῖ τὴν ἱστορία τοῦ Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης πολὺ γοητευτικὸ θέμα, καὶ πολὺ κρίσιμο γιὰ τὴν κατανόηση -τόσο τῆς Γραφῆς ὅσο καὶ τῆς Ἐκκλησίας. «Γιὰ σκεφθῆτε», λέει: «Γιὰ περισσότερα ἀπὸ 200 χρόνια, ἕνας ἀριθμὸς βιβλίων, τὰ ὁποῖα τώρα θεωροῦμε ὅτι ἐξ ὁρισμοῦ ἀποτελοῦν μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης, συζητήθηκαν πολύ, πρὶν συμπεριληφθοῦν σ’ αὐτήν. Καὶ πολλὰ ἀλλὰ βιβλία ποὺ θεωροῦνταν ὅτι ἔπρεπε νὰ συμπεριληφθοῦν, τελικὰ ἀποκλείστηκαν» (Frank Schaeffer, Χορεύοντας μόνος , σελ. 291).

Ὁ ἀρχαιότερος πλήρης κατάλογος τῶν 27 βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ὑπῆρχε μέχρι τὸ 367 μ.Χ., τότε ποὺ μᾶς τὸν χάρισε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ πρῶτος πλήρης κατάλογος τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως τὸν ἔχομε σήμερα, δὲν εἶχε ἐμφανισθεῖ, παρὰ 300 καὶ περισσότερα χρόνια μετὰ τὴν ἔναρξη συγγραφῆς τῶν πρώτων Εὐαγγελίων... Μὲ ἄλλα λόγια: Ἂν ἡ Καινὴ Διαθήκη ἄρχιζε νὰ γράφεται ταυτόχρονα μὲ τὸ Σύνταγμα τῶν Η.Π.Α., ἐμεῖς δὲν θὰ βλέπαμε ἕνα τελικὸ κείμενο πρὶν τὸ ἔτος 2087!...

Σὲ μία μακρόχρονη διαδικασία ἡ Ἐκκλησία διέκρινε ποιὰ κείμενα ἦσαν γνήσια ἀποστολικὰ καὶ ποιὰ ὄχι. Μέρος αὐτῆς τῆς διαδικασίας ἀποτέλεσαν καὶ οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Σύνοδοι. Ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο:

α. Ἡ Σύνοδος τῆς Λαοδικείας, τὸ 363 μ.Χ. διακήρυξε ὅτι μόνο τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται στὴν λατρεία. Ἀπαρίθμησε τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως τὰ ἔχομε σήμερα, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου.


β. Ἡ τρίτη Σύνοδος τῆς Καρθαγένης, τὸ 397 μ.Χ. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος τὴν ὁποία παρακολούθησε καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἔδωσε ἕνα πλήρη κατάλογο τῶν κανονικῶν βιβλίων ὅπως τὰ ἔχομε σήμερα. Καὶ αὐτὴ ἡ Σύνοδος δέχθηκε ὅτι μόνο αὐτὰ τὰ βιβλία πρέπει νὰ διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία ὡς θεία Γραφή.

Ἔχει δίκιο λοιπὸν ὁ Schaeffer, ὅταν θεωρεῖ «γοητευτικὴ» τὴν ἱστορία τοῦ Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατί μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορία φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Μητέρα (ἡ Ἐκκλησία) μὲ τὴν θυγατέρα (τὴν Ἁγία Γραφὴ) ἔχουν διαφορὰ ἡλικίας τουλάχιστον... 300 χρόνια! Ἤ - κατὰ ἠπιοτέραν ἔκφρασιν - ἡ μητέρα κυοφοροῦσε τὴν θυγατέρα τουλάχιστον... 300 χρόνια! Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικὸ γεγονός. Ἀκόμη καὶ οἱ προτεστάντες μποροῦν ἴσως νὰ τὸ παρασιωπήσουν ἢ νὰ τὸ ἀγνοήσουν δὲν μποροῦν ὅμως νὰ τὸ ἀμφισβητήσουν.

Ἂν λοιπὸν - κατὰ τοὺς προτεστάντες - ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι αὐτάρκης καὶ αὐταπόδεικτος, ἂν προηγεῖται καὶ εἶναι ὑπεράνω τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἡ Γραφὴ ζωογονεῖ, συγκροτεῖ καὶ ἑρμηνεύει τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἡ Ἐκκλησία τὴν Γραφή, τότε ὁδηγούμεθα στὸ - ἀπὸ ἰατρικῆς τουλάχιστον πλευρᾶς - τερατῶδες: ἕνα μὴ ἐσχηματισμένον ἔμβρυον νὰ τρέφει καὶ νὰ συντηρεῖ τὴν ἐπὶ 300 καὶ πλέον ἔτη κυοφοροῦσαν αὐτὸ μητέρα του!!!




Ἁγία Γραφὴ καὶ παραδόσεις


Αὐτὴ ἡ ἀμφισβήτηση ἐκ μέρους τῶν προτεσταντῶν τῆς αὐθεντίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τελείως ἀνιστόρητη. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόδοση ἀπόλυτης καὶ αὐθύπαρκτης ἀξίας στὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι τελείως αὐθαίρετη. Αὐτὲς ὅμως οἱ ἀνιστόρητες αὐθαιρεσίες ὁδήγησαν ὄχι μόνο σὲ ἁπλὰ «ἰατρικὰ παράδοξα», ὅπως τὸ ἀνωτέρω, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ σέ... τερατογενέσεις! Τερατογενέσεις ποὺ μέχρι τουλάχιστον σήμερα ἔχουν δημιουργήσει περίπου 23.000 προτεσταντικὲς ὁμάδες.

Ὅσο οἱ προτεστάντες δὲν θέλουν νὰ ψάξουν γιὰ τὸ σωστὸ κλειδὶ ποὺ ξεκλειδώνει τὴν Ἁγία Γραφή, τόσο θὰ τὴν ἐκθέτουν στὴν ὑποκειμενικὴ καὶ αὐθαίρετη ἑρμηνεία. Ο Schaeffer ἀφότου βρῆκε αὐτὸ τὸ κλειδὶ ἐπιστρέφοντας στὴν Μία Ἐκκλησία, ὁμολογεῖ μὲ ἀνακούφιση:

«Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν εἶδε τὸν ἑαυτό της ὡς ἕνα χάος πνευματικοῦ ἀτομικισμοῦ, πολὺ δὲ περισσότερο ὡς μία δίνη 23.000 ὁμολογιῶν, ποὺ μάχονται μεταξύ τους γιὰ τὸν ζωτικό τους χῶρο, ἐνῶ κάθε μία εἶναι ὁπλισμένη μὲ τὴν δική της ὑποκειμενικὴ ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν καὶ μὲ τὶς δικές της αὐτοανακαλυπτόμενες παραδόσεις».

Καὶ ἀναρωτιέται δικαιολογημένα ὁ πρώην προτεστάντης: «Ποιὰ διαφορὰ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ φράση «σήμερα τὸ ἅγιο Πνεῦμα μοῦ εἶπε νὰ σᾶς πῶ» ἀπὸ τὴν φράση «ἐν ὀνόματι τοῦ Συντάγματος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν σὲ διατάσσω νὰ πλύνεις τὰ πιάτα!». Καὶ ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη προῆλθαν ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία τῆς ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας μίας παραδόσεως (ἑνὸς κειμένου), ἀποκομμένης ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ τὴν γέννησε καὶ τὴν διαφυλάσσει.

Τί νὰ περιμένει ὅμως κάποιος ἀπὸ τὰ πνευματικὰ τέκνα τοῦ Λουθήρου, ὁ ὁποῖος - ἐνῶ στὴν ἀρχή, δηλ. στὶς Πανεπιστημιακὲς Παραδόσεις του γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Πρὸς Ρωμαίους, δεχόταν τὴν ἑρμηνευτικὴ αὐθεντία τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, μετὰ τὸν πῆρε ἡ «μπόρα» (Μπόρα λεγόταν καὶ ἡ κυρία ποὺ παντρεύτηκε) καὶ ἄνοιξε τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου, ὑποστηρίζοντας τὸ ἐξῆς: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνδεθεῖ προσωπικὰ μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς πίστεως, μπορεῖ νὰ ὑποκαθιστᾶ ὄχι μόνο τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν πίστη, κάθε Χριστιανὸς εἶναι καθ’ ἑαυτὸν καὶ πάπας καὶ Ἐκκλησία!». (Αὐτὰ εἶναι ἀκριβῶς τὰ λόγια τοῦ Λουθήρου ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων του, τ. 5 σελ. 407).

Ἔτσι συχνὰ ἀκοῦμε προτεστάντες νὰ ἰσχυρίζονται: «Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μέσα στὴν καρδιά μου. Εἶναι ἡ πίστη ποὺ ἔχω μέσα μου. Ἐγὼ κουβαλῶ τὴν Ἐκκλησία μέσα μου!»

Σ’ αὐτὸ τὸ κατάντημα ὁδήγησε ἡ πολεμικὴ ἰαχὴ Sola Scriptura, ποὺ κατὰ τὸν Schaeffer δὲν εἶναι πιὰ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν πρῶτο στίχο τοῦ προτεσταντικοῦ τραγουδιοῦ: «I did it my way!» (ποὺ σὲ ἀρκετὰ ἐλεύθερη μετάφραση σημαίνει: «ἔτσι πιστεύω, γιατί ἔτσι μοῦ ἀρέσει!). Καὶ καταλήγει ὁ ἐν λόγω ὀρθόδοξος ἀμερικανός: «Ἡ ἐπανάσταση ποὺ ξεκίνησε μὲ τὴν ἰαχὴ «Ἔξω οἱ ἐπίσκοποι! Μόνο ἡ Γραφή!» κατέληξε στὴν ἀναγνώριση ὅτι: ἡ Βίβλος ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, τῆς Θείας Λειτουργίας, τῆς Μυστηριακῆς ζωῆς καὶ τῆς προσευχῆς, «σημαίνει» αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ καθένας νὰ σημαίνει».

Μία τέτοια χρήση τῆς Γραφῆς ἀνοίγει τὴν πόρτα γιὰ τὴν «θεολογία τῶν δαιμονίων», λέγει ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικός. Μία τέτοια μελέτη τῆς Γραφῆς, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἱστορία, τὴν λατρεία, τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὑποβιβάζει σὲ ἕναν ἀχταρμά, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τῶν ἀστρολόγων ποὺ δημοσιεύονται καθημερινὰ στὶς ἐφημερίδες. Καὶ τέτοιου εἴδους ἀστρολογικὰ κείμενα χρησιμοποιοῦν τὴν Γραφή, ὄχι ὡς τὸ βιβλίο ποὺ ὁμιλεῖ περὶ τῆς Μίας ἀληθείας, ἀλλὰ μᾶλλον σὰν εἶδος τυχεροῦ παιχνιδιοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο παίρνομε προσωπικὰ καὶ μαγικὰ μηνύματα.

«Νομίζω», συνεχίζει ὁ Schaeffer, «ὅτι τὸ κίνητρο γι' αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀστρολογικὴ ἐκδοχὴ τῆς «βιβλικῆς μελέτης» καὶ γι' αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν «προσευχὴ» ποὺ τὴν συνοδεύει, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ ἐκεῖνο ποὺ ὁδηγεῖ δεκάδες χιλιάδες ἀνθρώπων στὰ μέντιουμ καὶ στὶς χαρτορίχτρες. Πρόκειται γιὰ τὴν πλήρη ἰδιωτικοποίηση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως. Αὐτὸ ἴσως ἀποτελεῖ τὸ τελειωτικὸ κτύπημα στοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ἱστορικότητας τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ὁ σύγχρονος προτεσταντισμὸς κατέστησε τὸ κείμενο τῆς Γραφῆς ἀκατανόητο ἔξω ἀπὸ ἀτομικὲς συναισθηματικὲς ἀντιδράσεις. Καὶ ἔτσι ὁ κύκλος τῆς ὑποκειμενικότητας συμπληρώθηκε: Ἡ πίστη ἔχει τώρα προσωποποιηθεῖ σὲ «ἀναγεννητικὴ ἐμπειρία». Ἡ Ἐκκλησία «ζεῖ μέσα στὶς καρδιές μας». Τὰ Μυστήρια εἶναι «μόνον σύμβολα». Καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ «μήνυμα» τῆς Βίβλου ἀποδεικνύεται ἕνα μήνυμα, ποὺ «ἀκούγεται» στὸ ἐσωτερικὸ κάποιων ἐπιπόλαιων, στοὺς ὁποίους μυστικὲς φωνὲς «ἀποκαλύπτουν» πράγματα ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀκούσει».

Ποῦ βρίσκουν λοιπὸν τὴν παρρησία οἱ σημερινοὶ κατακερματισμένοι προτεστάντες, καὶ ἰδιαίτερα οἱ Πεντηκοστιανοί, νὰ μέμφονται τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅτι ἀκολουθεῖ ἀνθρώπινες παραδόσεις ἀντίθετες πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἀποστολικὴ διδασκαλία; Πότε θὰ καταλάβουν αὐτὸ ποὺ κατάλαβε καὶ ἕνας ἀκόμη μεταστραφεὶς στὴν Ὀρθοδοξία Προτεστάντης, ὁ ἀμερικανὸς π. Γρηγόριος Rogers, ὅτι τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι ἂν «θὰ εἶμαι ὑπέρμαχος ἤ πολέμιος, τῆς ἢ τῶν παραδόσεων, ἀλλὰ τὸ ποιὰ παράδοση θὰ ἀκολουθήσω!» (Coming Home, p. 23-35).

α. Ὁ π. Γρηγόριος ἀνῆκε σὲ μία προτεσταντικὴ σέκτα, ποὺ εἶχε τὶς ρίζες της στὴν Ἀναγεννητικὴ Κίνηση τοῦ Alexander Campbell. «Κάποια στιγμή», λέει, «κατάλαβα ὅτι κι ἐγὼ ὁ ἀντιπαραδοσιακὸς τελικὰ ἀκολουθοῦσα μία ἀνθρώπινη ὑποκειμενικὴ παράδοση, τὴν παράδοση τοῦ Campbell».

Ἐφαλτήριο γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ χάος τοῦ προτεσταντικοῦ ὑποκειμενισμοῦ καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ πατάει στὸ ὁδηγητικὸ ἔδαφος τῆς ἱστορικῆς Ἐκκλησίας ἦταν γιὰ τὸν Rogers ὁ κανόνας τοῦ Ἁγίου Βικέντιου τοῦ Λειρίνου, ποὺ λέει: «Πίστις εἶναι ὅ,τι πανταχοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη». Ὁ κανόνας αὐτός, ἔστω κι ἂν σωστὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι «ἀνεπαρκὴς γιὰ νὰ ὁρίσει πλήρως τὴν παραδοθεῖσα Πίστη», ἐν τούτοις ἤρκεσε γιὰ νὰ στρέψη τὰ μάτια τοῦ πρώην προτεστάντη στὰ κείμενα τῶν Πατέρων καὶ στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

β. Κάποιος ἄλλος, ὁ ἐπίσης ἀμερικανὸς π. Ἰωάννης Pro, ἐπὶ 35 χρόνια Βαπτιστὴς πάστορας, βρῆκε τὸν δρόμο του πρὸς τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία διαβάζοντας λίγο πιὸ προσεκτικὰ τὸ 13ο κεφάλαιό τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Ἰδιαίτερα τὸ χωρίο: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν... μιμεῖσθε τὴν πίστιν», καὶ τὸ χωρίο: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε…» τοῦ ἔστρεψαν τὰ μάτια πρὸς τὴν ἱστορικὴ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ τὸν ἡγούμενό του, δηλ. τὸν ἐπίσκοπό του, μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀποστολικώτατο Πατέρα, ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο. Τὸ πιὸ ὡραῖο εἶναι, ὅτι ἀποχαιρέτησε τοὺς Βαπτιστές, κάνοντάς τους ἕνα ἀφυπνιστικὸ κήρυγμα μὲ τίτλο: «Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως ἐμεῖς οἱ Βαπτιστὲς δὲν μᾶς ἀρέσει νὰ τὴν ἀκοῦμε!» Ἀφοῦ τελείωσε τὸ κήρυγμα, ἐκινδύνευσε νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴν αἴθουσα... διὰ τοῦ παραθύρου! (Coming Home, p. 95-103).

γ. Νὰ τελειώσω τὴν ἀναφορά μου στοὺς μεταστραφέντες, μέ τὸν -πάλι ἀμερικανὸ - π. Πέτρο Gillquist, ὁ ὁποῖος ἀνάμεσα στὰ ἄλλα «ξυπνητήρια» ποὺ τὸν ἀφύπνισαν, ἀναφέρει καὶ τὸ χωρίο ἀπὸ τὸ β΄ κεφάλαιο τῆς Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς: «Ἀδελφοί, στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἂς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν...».

Ἐκεῖ ὁ π. Πέτρος πρόσεξε ὅτι ἡ Ἀποστολικὴ Διδαχὴ δὲν παρεδόθη μόνον γραπτῶς ἀλλὰ καὶ διὰ λόγου. (Peter Gillquist, Becoming Orthodox, p. 61- 75). Καὶ ἔψαξε νὰ βρεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ἱστορικὸς φορέας αὐτοῦ τοῦ λόγου.

Φυσικὰ δὲν βρῆκε κάποια καλὰ ὀργανωμένη Τράπεζα Πληροφοριῶν μὲ μαγνητοφωνημένες τὶς ὁμιλίες τῶν Ἀποστόλων! Βρῆκε, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία (ποὺ δὲν ἀπαγορεύεται νὰ τὴν ἔχουμε καὶ στὴν καρδιά μας - ὅπως κάθε τί ποὺ ἀγαπᾶμε) ἔχει καὶ ἱστορικὴ διάσταση. Καὶ ὅτι αὐτὴ εἶναι, ἡ Μία Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διὰ τῆς ὁποίας λαλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.

Ἀπὸ ὅσα ὁμολογοῦν καὶ οἱ ὡς ἄνω μεταστραφέντες στὴν Ὀρθοδοξία προτεστάντες, ἡ βασικὴ αἰτία ποὺ ὁδήγησε τὸν προτεσταντισμὸ στὴν αὐθαιρεσία τῆς ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν, εἶναι ἡ λανθασμένη τους ἀντίληψη περὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πιστεύουν δηλαδή, ὅτι ἡ θεοπνευστία εἶναι μία ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ γράψουν οἱ ἰεροὶ συγγραφεῖς τὰ κανονικὰ βιβλία, ὥστε αὐτὰ νὰ εἶναι ὁ ἀσφαλὴς ὁδηγὸς τῆς μετέπειτα Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἔχει καὶ τὴν ἀκραία κατάληξη ὅτι τὰ κείμενα γράφτηκαν καθ’ ὑπαγόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἑπομένως εἶναι θεόπνευστα κατὰ γράμμα!

Ἔτσι καταντοῦν νὰ ταυτίζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Δικαιολογημένα, λοιπόν, τοὺς κατηγορεῖ ὁ Inge ὅτι «τὸ πιστεύω τους εἶναι οὐσιαστικὰ ἐπιστροφὴ στὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Κορανίου!»

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὀρθὰ-κοφτὰ (δηλαδὴ ὀρθοτομῶν τὴν ἀλήθεια) λέγει ὅτι αὐτὴ ἡ ἰδέα (ὅτι μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ταυτισθεῖ ἡ Γραφὴ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη) εἶναι «οὐ μόνον γελοία ἀπὸ πατερικῆς ἀπόψεως ἀλλὰ καὶ καθαρὰ αἵρεσις. Ἡ Γραφὴ δὲν εἶναι ἀποκάλυψις, ἀλλὰ λόγος περὶ τῆς ἀποκαλύψεως». Καὶ καταλήγει ὁ π. Ἰωάννης σὲ μία παράγραφο ποὺ ξεκαθαρίζει τὰ πάντα:

«Διὰ τοὺς Πατέρας ἡ αὐθεντία δὲν εἶναι μόνον ἡ Βίβλος, ἀλλὰ ἡ Βίβλος σὺν τοῖς θεουμένοις, τ. ἐ. τοῖς προφήταις, τοῖς ἀποστόλοις, τοῖς ἁγίοις, δηλαδὴ τῇ παραδόσει τῆς Πεντηκοστῆς, δι' ἥς τὸ ἅγιον Πνεῦμα θεοῖ τοὺς ἐκκρίτους καὶ δι’ αὐτῶν φωτίζει τοὺς φωτιζόμενους καὶ καθαρίζει τοὺς κατηχουμένους. Ἡ Βίβλος δὲν εἶναι καθ' ἑαυτὴν οὔτε θεὸ - πνευστός, οὔτε ἀλάθητος. Γίνεται θεόπνευστος καὶ ἀπλανής, ἐντός τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν πεῖραν τῆς ἀπερίγραπτου θείας δόξης, τὴν περιγραφεῖσαν ἐν τῇ Βίβλῳ, ἀλλὰ οὐχὶ μεταδοθεῖσαν διὰ μόνης τῆς Βίβλου. Εἰς τοὺς ἐκτός τῆς ζώσης παραδόσεως τῆς θεωρίας…» (=θεοπτίας, θεοφανείας), δηλαδὴ εἰς τοὺς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, «…ἡ Βίβλος παραμένει βιβλίον κλειστόν, τὸ ὁποῖον δὲν ξεκλειδώνει τὰ μυστήριά της, ἐφ' ὅσον λείπει ἡ κλεὶς τῆς θεωρίας εἰς τὰς χεῖρας τῶν θεουμένων τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Χαριστήρια Μελίτωνος, σελ.498).
 


Παράδοση καὶ ἀνανέωση

Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ ἀδελφοί,

Κατανοοῦμε ἀπόλυτα τὸν λόγο, ποὺ ὁδήγησε κάποτε κάποιους ἀδελφούς μας ἀκόμη μακρύτερα ἀπὸ τὸ Πατρικό τους Σπίτι, δηλ. τὴν Μία Ἐκκλησία. Οἱ αὐθαίρετες καινοτομίες τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας ξεφτίλισαν κάθε ἔννοια τῆς διὰ λόγου Παραδόσεως. Ἀντὶ ὅμως νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ σκανδαλισθέντες ρωμαιοκαθολικοὶ στὴν πατρικὴ ἑστία, πρὸς τὴν ὁποία ὁ τότε Πατριάρχης μας Ἱερεμίας ὁ Β΄ μὲ τόση εὐγένεια καὶ ἀγάπη τοὺς ἐκάλεσε νὰ ἐπιστρέψουν, ἀπομακρύνθηκαν ἀκόμη περισσότερο (Γ. Φλωρόφσκι, Χριστιανισμὸς καὶ Πολιτισμός, σελ. 181-196).

Καὶ ἐνῶ τοὺς ἐνόχλησαν οἱ καλοδιατυπωμένοι ὑπαινιγμοὶ τοῦ Πατριάρχη ὅτι ἀκολουθοῦν ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, ἐπέμειναν στὸ δόγμα τῆς semper reformanda Ἐκκλησίας (τῆς Ἐκκλησίας ποὺ πρέπει συνεχῶς νὰ μεταρρυθμίζεται, νὰ μετασχηματίζεται). Ὅμως αὐτὸ τὸ δόγμα, τοὺς ὁδήγησε σ’ αὐτό, ποὺ μὲ «φιλελεύθερο» θράσος διακηρύσσει ἕνα προτεσταντικὸ γαλλικὸ περιοδικὸ τοῦ διαδικτύου: «ἡ αἵρεση εἶναι καθῆκον!»

Ἂν ἐπέστρεφαν στὸ Πατρικό τους, θὰ ἔβλεπαν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτὲ δὲν εἶχε σχέση μὲ μία «Θεολογία τῆς ἁγίας Ἀκινησίας», ὅπως εἰρωνικά μᾶς κατηγορεῖ, τὸ ὡς ἄνω περιοδικό. Ποτὲ δὲν εἶχε ἀλλεργία μὲ τὴν ἔννοια τῆς σωστῆς μεταρρύθμισης. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ μία στείρα παραδοσιαρχία (ὅπως ταλαιπωροῦνται οἱ συμπαθεῖς παλαιοημερολογίτες, οἱ ὁποῖοι λόγω τῆς νοσηρῆς προσκόλλησής τους σὲ παραδόσεις - μὲ μικρὸ π - τελικὰ κατάντησαν στὸ τοῦ Λουθήρου, ὀλίγον παραλλαγμένο: «κάθε Χριστιανὸς εἶναι καθ' ἑαυτὸν Πατριάρχης καὶ Ἐκκλησία!» Καὶ γι' αὐτό, σὲ λίγο, οἱ ὁμάδες τους θὰ συναγωνίζονται σὲ ἀριθμὸ τὶς προτεσταντικὲς σέκτες).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶχε πρόβλημα, ἀπὸ τὴν μιά, τὸ 268, στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας, νὰ καταδικάζει τὸν ὅρο «ὁμοούσιος», ὅπως βλασφήμως τὸν χρησιμοποιοῦσε ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεὺς (γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὸν Μοναρχιανισμό του) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, μετὰ ἀπὸ 50 χρόνια νὰ τὸν υἱοθετεῖ τὸν ὅρο «ὁμοούσιος» (ὀρθοδόξως, βέβαια) καὶ νὰ τὸν βάζει στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας! Καὶ ὁ ... ἀρχιμεταρρυθμιστὴς Μέγας Ἀθανάσιος ἐξηγεῖ καὶ καθησυχάζει τοὺς «σοῦπερ ὀρθοδόξους» τῆς ἐποχῆς του: «Οἱ πάντες (καὶ οἱ συνελθόντες στὴν Ἀντιόχεια καὶ οἱ συνελθότες στὴν Νίκαια) Πατέρες εἰσίν. Οἱ πάντες ἐκοιμήθησαν ἐν Χριστῷ. Πάντες γὰρ ἐπρέσβευον τὰ Χριστοῦ· καὶ πάντες σπουδὴν ἐσχήκασι κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ οἱ μὲν (τῆς Ἀντιοχείας) τὸν Σαμοσατέα κατέκρινον, οἱ δὲ (τῆς Νικαίας) τὸν Ἄρειον...» (Περὶ Συνόδων 43,1 - 45,2).

Καὶ ἐνῶ, γιὰ 56 ὁλόκληρα χρόνια οἱ ὀρθόδοξοι ζοῦσαν ἕναν ἀδυσώπητο διωγμὸ ἀπὸ τοὺς ἀρειανοὺς καὶ προτιμοῦσαν νὰ τοὺς κόψουν τὸ κεφάλι, παρὰ νὰ κόψουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ὁμολογία τους τὴν λέξη «ὁμοούσιος», ξαφνικά, στὴν Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, παρακάμπτουν τὴν πολύπαθη αὐτὴ λέξη. Συνειδητὰ παραμερίζουν ἕναν ὅρο ποὺ ἐξέφραζε κατὰ τρόπο τέλειο τὴν δογματικὴ ἀκρίβεια, κάνοντας οἰκονομία. Ναί, καλὰ ἀκούσατε: οἰκονομία σὲ μία διατύπωση δόγματος! Μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διευκολυνθεῖ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν Ἐκκλησία τῶν καλῆς διαθέσεως Μακεδονιανῶν - πνευματομάχων. Αὐτὴν τὴν χριστομίμητη οἰκονομία τὴν ἀποδέχεται ὁλόψυχα καὶ ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ φτάνουν οἱ ἀπολλιναριστὲς νὰ «τὸ παίζουν» «σοῦπερ ὀρθόδοξοι» καὶ ὑπέρμαχοι τοῦ ὁμοουσίου, καὶ νὰ τὸν κατηγοροῦν ὅτι πρόδωσε τὴν πίστη!

Συγχωρεῖστε μας μία παρένθεση γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι οἱ «σοῦπερ ὀρθόδοξοι» τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καὶ κάθε ἐποχῆς, συνηθίζουν νὰ «τρώγονται μὲ τὰ ροῦχα τους», γιὰ νὰ βροῦν δῆθεν «αἱρετικὲς» λέξεις καὶ νὰ κάνουν «σαματά». Ποῦ νάξεραν οἱ ταλαίπωροι τὰ λόγια του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ λέει μὲ παρρησία: «Εἴωθεν ἐξ ἀρχῆς, οὐ μόνον ἡ Θεία Γραφή, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες περὶ τὰς λέξεις ἀδιαφορεῖν ὅτι οὐδὲν ἀδικοῦσιν αἱ λέξεις, ὅταν ἄλλως εἴη τὰ πράγματα.» Καὶ καταλήγει ὁ Παλαμᾶς ὅτι «ἡ περὶ τὰς λέξεις σμικρολογία» εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἁγίους Πατέρες. Καὶ ὅτι ὅποιος προσέχει «μὴ τῷ σκοπῷ τοῦ συγγεγραφότος, ἀλλὰ ταῖς λέξεσι», καταντάει νὰ «ἐπισεμνύνεται ψεύδει», δηλαδὴ νὰ ἔχει ψευδῆ ἀντίληψη περὶ τῆς πίστεως καὶ νὰ καμαρώνει κι ἀπὸ πάνω (Πρὸς Διονύσιον, παρ. 13, ἐν Παν. Χρήστου, 2, 490).

Κλείνομε τὴν παρένθεση.

Ἡ πιστότητα στὴν Παράδοση (μὲ κεφαλαῖο «Π»), δὲν ἐμπόδισε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ δημιουργήσουν «νέα ὀνόματα» (ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος), ὅταν αὐτὸ ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ τὴν προστασία τῆς ἀναλλοιώτου πίστεως. Ἔστω κι ἂν αὐτὰ τὰ «νέα ὀνόματα» κάποτε σκανδάλιζαν τοὺς δῆθεν ἐραστὲς τῆς Παραδόσεως. Ἂς θυμηθοῦμε, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ πόσους συγχρόνους του θεωρήθηκε νεωτεριστὴς ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὅταν ἀντέταξε στὴν συμβατικὴ θρησκευτικότητα τὴν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς! Ἀκόμη καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του καινὸς (μὲ αι) θεολόγος καὶ ἐπικίνδυνα νεωτερίζων.

Ὅλες ὅμως αὐτὲς οἱ ὀρθόδοξες μεταρρυθμίσεις δὲν ἔθιξαν ποτὲ τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν. Ἁπλῶς μπροστὰ σὲ κάθε ἀπειλὴ παραχαράξεως τῆς πίστεως, ἡ Ἐκκλησία ἀναγκαζόταν νὰ περιφρουρεῖ τὴν μία ἀναλλοίωτη ἀλήθειά της, ἐπαναδιατυπώνοντάς την μὲ τὴν προσθήκη νέων ὀνομάτων (ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος). Αὐτὲς οἱ νέες διατυπώσεις δὲν προσέθεταν κάποια νέα ἀλήθεια ἤ κάποια νέα ἀποκάλυψη, ποὺ δὲν γνώριζε ἡ Ἐκκλησία προηγουμένως, οὔτε ὁδηγοῦσαν σὲ μία καλύτερη καὶ πληρέστερη κατανόηση τῆς ἀποκαλύψεως. Ἁπλῶς ἦταν ὅροι προσαρμοσμένοι καὶ συμβατοὶ μὲ τὸ νέο ἐννοιολογικὸ πλαίσιο ποὺ χρησιμοποιοῦσε ἡ ἐμφανισθεῖσα αἵρεση, ὥστε μέσω αὐτῶν νὰ γίνει φανερὴ ἡ συνήθως μασκαρεμένη κακοδοξία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ξεκαθαρίζει τὰ πράγματα λέγοντας: «Ἂν κάθε φορὰ ἀλλάζαμε τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀνάλογα μὲ τὶς προκλήσεις καὶ τὶς περιστάσεις, τότε θὰ ἦταν ψευδὴς ἡ ἀπόφασις τοῦ εἰπόντος: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα.» Εἰ δὲ ἐκεῖνα ἀληθῆ, μηδεὶς ὑμᾶς ἑξαπατάτω τοῖς κενοῖς λόγοις». Καὶ καταλήγει: «Πίστιν δὲ ἡμεῖς, οὔτε παρ’ ἄλλων γραφομένην ἡμῖν νεωτέραν παραδεχόμεθα, οὔτε αὐτοὶ τὰ τῆς ἡμετέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμῶμεν, ἵνα μὴ ἀνθρώπινα ποιήσωμεν τὰ τῆς εὐσέβειας ρήματα. Ἀλλ’ ἅπερ παρὰ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων δεδιδάγμεθα, ταῦτα διαγγέλλομεν...» (Ἐπιστολαὶ 226,3 καὶ 140,2).

Ὑποκύπτω στὸν πειρασμὸ νὰ ἀναφέρω καὶ ἕνα ἀκόμη θαυμάσιο χωρίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ ἀναφέρεται σὲ μία ἄλλη «αὔξηση, συμπλήρωση ἢ καὶ Ἀνανέωση» τῆς παραδοθείσης πίστεως, ποὺ δὲν ἔχει ἀπαραίτητα σχέση μὲ τὶς προκλήσεις τῶν αἱρέσεων. Γράφοντας ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν εὐμετάβλητο στὴν πίστη Εὐστάθιο Σεβαστείας ἐξομολογεῖται τὰ ἑξῆς: «Ὅλη μου ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ κλάματα. Γιὰ ἕνα μόνο τολμῶ νὰ καυχηθῶ: ὅτι οὐδέποτε πεπλανημένος ἔσχον τὰς περὶ Θεοῦ ὑπολήψεις ἢ (προσέξτε) ἐτέρως φρονῶν μετέμαθον ὕστερον. Ἀλλὰ τὴν πίστη ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τὴν μακαρίτισσα τὴν μητέρα μου καὶ τὴν γιαγιά μου τὴν Μακρίνα, ταύτην ΑΥΞΗΘΕΙΣΑΝ ἔσχον ἐν ἐμαυτῷ».

Καὶ ἐξηγεῖ σὲ ΤΙ συνίστατο αὐτὴ ἡ αὔξηση: «Οὐ γὰρ ἄλλα ἐξ ἄλλων μετέλαβον ἐν τῇ τοῦ λόγου συμπληρώσει, ἀλλὰ τὰς παραδοθείσας μοι παρ’ αὐτῶν ἀρχὰς ΕΤΕΛΕΙΩΣΑ, (δηλ. τελειοποίησα). Ὥσπερ γὰρ τὸ αὐξανόμενον μεῖζον μὲν ἀπὸ μικροῦ γίνεται, ταὐτὸ δὲ ἐστὶν ἐαυτῷ, οὐ κατὰ γένος μεταβαλλόμενον, ἀλλὰ κατ’ αὔξησιν τελειούμενον, οὕτω λογίζομαι ἐμοὶ τὸν αὐτὸν λόγον διὰ τῆς προκοπῆς ηὐξῆσαι...» Καὶ αὐτὴ ἡ αὔξηση δὲν σημαίνει ὅτι ἄλλα ἔλεγα κάποτε καὶ ἄλλα λέω τώρα. Οὔτε ἔγινε κάποια μεταβολὴ στὰ λεγόμενά μου ἐκ τοῦ χείρονος πρὸς τὸ βέλτιον. Ἁπλῶς ἔγινε «συμπλήρωσις τοῦ λείποντος κατὰ τὴν προσθήκην τῆς γνώσεως» (Ἐπιστολὴ 223, 3-5).

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἁγίου Πατρὸς φανερώνουν τὴν αὔξησή του στὴν θεογνωσία, τὴν ἀνανέωση - ἂν θέλετε - τῆς ἐμπειρίας του ἐν τῇ πίστει. Μία ἀνανέωση ὅμως, ποὺ στηρίζεται στὴν ζῶσα Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Μία τέτοια - ἂς τὴν ποῦμε «μεταρρύθμιση» (γιὰ νὰ μᾶς καταλαβαίνουν καὶ οἱ προτεστάντες) δὲν εἶναι ἁπλῶς θεμιτὴ ἀλλὰ καὶ ἀναγκαία. Διότι ἁπλούστατα ἡ ἐμπειρία τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ ὁ περὶ Αὐτοῦ λόγος ἢ ὁμολογία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωροῦνται στοιχεῖα νεκρὰ καὶ στατικά, μάλιστα δὲ ἐντὸς τῶν προβλημάτων τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἱστορίας. Ἄρα ἡ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον αὔξησις, προκοπή, συμπλήρωσις καὶ τελείωσις τῆς πίστεως, συνιστᾶ τὴν μόνη ὀρθόδοξη ἀνανέωση τῆς Παραδόσεως, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐν ἑκάστῃ ἐποχὴ τῆς ἱστορίας ζῶσα ἐμπειρία τῆς ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΥ πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν περὶ αὐτῆς ζῶντα λόγο, ὁμολογία, θεολογία, μαρτυρία ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλετε.


Επίλογος


Κλείνω τὴν ἀπόπειρα ἀπαντήσεως τῶν θεμελιωδῶν ἐρωτημάτων ποὺ τέθηκαν στὴν ἀρχή, ἐπιστρέφοντας στὸ προτεσταντικὸ βιβλιαράκι ποὺ ἀποτέλεσε τὴν ἀφορμὴ τῆς εἰσηγήσεως.

Σκοπὸς τοῦ βιβλίου (ὅπως ἀναφέρεται στὸν πρόλογο) εἶναι νὰ δείξει «μὲ βάση τὸ γραφτὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» (κρατῆστε αὐτὸ τὸ περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας), νὰ δείξει λοιπὸν ὅτι «ἡ Ἱερὴ Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἢ τοὺς Ἀποστόλους ἀλλὰ εἶναι ἀνθρώπινη καὶ πολὺ μεταγενέστερη. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὅτι εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ συνεπῶς ἐπιζήμια γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ τὴν πιστεύουν».

Στὸν πρόλογο ἐπίσης μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι γιὰ θέματα ἱστορίας παραπέμπει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Στεφανίδη. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐνδιαφέρον, γιατί - ὅπως εἴδαμε - οἱ προτεστάντες δὲν τὰ πᾶνε τόσο καλὰ μὲ τὸ μάθημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Στὴν καλύτερη περίπτωση τὴν διαβάζουν ἐπιλεκτικά.

Ἐπίσης εἶναι ἐνδιαφέρον, ὅτι καὶ σὲ ἄλλο ἔντυπο τῆς ὁμάδας δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἱστορικὴ μαρτυρία, ὅτι τὸν Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὸν καθόρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δ΄ αἰώνα.

Καὶ ἐρωτᾶμε: Δὲν εἶναι τουλάχιστον λογικὸ νὰ δεχθοῦν ὅτι ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πράγματι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»; (Α΄ Τιμ. γ. 15). Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἦταν σωστὸς ὁ Κανόνας τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς; Γιατί λοιπὸν ἡ διδαχὴ τῶν ἐν λόγῳ Πεντηκοστιανῶν δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν πίστη ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας;

Ἁπλούστατα διότι δὲν κατάλαβαν αὐτό, ποὺ μὲ τόση σαφήνεια διακηρύσσει ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς: ὅτι δηλαδή, ἡ Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ ταυτισθεῖ μὲ ἐθελοθρησκεῖες, μὲ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίες ἀνθρώπων, ἐφ' ὅσον γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, «Παράδοσις εἶναι ὁ ἀεὶ ζῶν Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ πάντοτε παρὼν ἐν τῷ Θεανθρωπίνῳ Σώματι τῆς Ἐκκλησίας» (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός: 88-89).


Πηγή: π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, Λάρισα, 31 Ὀκτωβρίου 2000, agiazoni.gr