1/4/2020, Η άλλη Επανάσταση του ’21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828, του Γιώργου Καραμπελιά

Η άλλη Επανάσταση του ’21: Ο Καποδίστριας και η πανώλη του 1828

Αν η σημερινή ελληνική κοινωνία μοιάζει να έχει μείνει κυριολεκτικώς αποσβολωμένη και άφωνη μπροστά σε μία κρίση  που ξεπερνάει την ίδια τη δυνατότητά της να τη συλλάβει, εν τούτοις οι πρόγονοί μας στο παρελθόν έζησαν στενά δεμένοι με την επιδημία, την καραντίνα και τον θάνατο. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μόνο για δώδεκα χρόνια δεν αναφέρονται θάνατοι από κάποια επιδημία στον ελληνικό κόσμο. Η πανώλης (πανούκλα, θανατικό ή λοιμός) ήταν συχνότερη και φονικότερη, συνοδευόμενη όμως από τον τύφο, την ευλογιά, τη χολέρα, τη λέπρα.
Η πρώτη ελληνική αναφορά στην πανούκλα ήταν αυτή της Τραπεζούντας, το 1346. Και ακολούθησαν αναρίθμητες επιδημίες στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερα φονικές δε υπήρξαν εκείνες της Θεσσαλονίκης, με 500 νεκρούς ημερησίως, το 1741, της  Ναύπακτου και της Λευκάδας, το 1743. Το 1751, ξέσπασε μια τρομακτική επιδημία στην Κωνσταντινούπολη την οποία ο, εγκατεστημένος στην περιοχή, Άγγλος γιατρός, Mordach Mackenzie, θεωρεί «ως την αγριότερη πανώλη» της εποχής από την οποία «οι Έλληνες και οι Αρμένιοι υποφέρουν περισσότερο»– και ανεβάζει τους νεκρούς σε 150.000, σημειώνει δε ότι πολλοί «καταφεύγουν στην Προύσα, τη Νικομήδεια, την Αδριανούπολη, τα νησιά», ενώ  και ο Άγγλος πρέσβης, Τζέιμς Πόρτερ, «εκτιμά, ότι η πανώλης του 1751 εξόντωσε 60.000 άτομα». Ο γνωστός λόγιος και «τυχοδιώκτης» Καισάριος Δαπόντες γράφει στον περιβόητο Καθρέπτη γυναικών για το ταξίδι του στον Όσιο Αυξέντιο, στη Νικομήδεια:
«Ὅταν ἐπῆγα δὲ κ’ ἐγὼ μὲ τὸν ἀλεξανδρείας
Εἰς τῆς πανούκλας τὸν καιρὸν τῆς τόσον φονουτρείας
ὁποῦ ἐκαταρήμαξε καὶ πόλιν καὶ χωρία,
Ὅτι πρὸ χρόνων ἱκανῶν δὲν ἔγινεν ὁμοία 
(Κ. Δαπόντες, Καθρέπτης Γυναικών, τόμ. β΄178,180)
Και προφανώς δεν ήταν η μόνη επιδημία. Μια εξίσου φονική έξαρσή της θα εκδηλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, το 1778, ενώ, λίγο πριν την Επανάσταση, η πανούκλα του 1812-1819 ήταν η πιο θανατηφόρα και ίσως αποτελεί μια από τις αιτίες που έκαναν τους Έλληνες να επαναστατήσουν. Πολλά νησιά του Αιγαίου ερήμωσαν· στη δε περιοχή του Τύρναβου, το 1812-1816, ένας άρρωστος Τάταρος από την Κωνσταντινούπολη μόλυνε τους κατοίκους και τα θύματα έφτασαν τις 8.600! Το 1814, η ίδια επιδημία έπληξε την Πόλη, τη Σμύρνη, τη Χίο, τη Σάμο και Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ «οι επιδημίες πανώλους στα 1814-1819 έπληξαν το ένα έκτο του πληθυσμού της Ευρώπης και το ένα πέμπτο των άλλων περιοχών».
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Επανάσταση δεν αντιμετώπιζε μόνο το τουρκικό γιαταγάνι και τις σφαγές αλλά ίσως οι έμμεσοι θάνατοι που προκλήθηκαν από τις δύσκολες υγειονομικές συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα να προκάλεσαν ισάριθμους ή τουλάχιστον συγκρίσιμο αριθμό θανάτων με εκείνους που έπεσαν στα πεδία των μαχών. Τόσο από τη μόλυνση και την αδυναμία αντιμετώπισης των τραυμάτων όσο και από τις αναρίθμητες μικρότερες ή μεγαλύτερες επιδημίες.
Η πρώτη καταγεγραμμένη επιδημία μετά την κήρυξη της Επανάστασης εκδηλώθηκε στην Τρίπολη, είχε ως αιτία τον εξανθηματικό τύφο που προκάλεσε περίπου 3.000 θανάτους, ενώ επιδημία τύφου εκδηλώθηκε αργότερα, στο Ναύπλιο και σε άλλες πόλεις που τελούσαν υπό πολιορκία. Στο Μεσολόγγι ίσως οι θάνατοι από δυσεντερία να ξεπέρασαν εκείνους της ηρωικής Εξόδου.
Όμως, η τελευταία μεγάλη επιδημία την οποία αντιμετώπισαν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες στα 1828 να είναι σημαδιακή, κυρίως για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τον Καποδίστρια, που μόλις πριν τρεις μήνες είχε φθάσει στην Ελλάδα, και όλους τους συνεργάτες του, που μπορούν τόσο να μας διδάξουν για το σήμερα όσο και να μας κάνουν να κατανοήσουμε από μια άλλη πλευρά το μεγαλείο αυτής της Επανάστασης.
Την Άνοιξη του 1828, εμφανίστηκε μια επιδημία πανώλους που την μετέδωσαν οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, την «πανούκλα των φτωχών», όπως την έλεγαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι. Αυτή μεταδόθηκε αρχικώς στα νησιά, Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και εν συνεχεία στο Άργος, την Αργολίδα και την περιοχή των Καλαβρύτων καθώς και στο στρατόπεδο των Μεγάρων. Για την αντιμετώπισή της ο Καποδίστριας πήρε ιδιαίτερα ενεργητικά μέτρα, βοηθούμενος και από τον Ελβετό φιλέλληνα γιατρό Louis-André Gosse (που μας άφησε και ένα σχετικό βιβλίο, Relation De La Peste Qui A Régné En Grèce En 1827 Et 1828,  από όπου και οι σχετικές πληροφορίες)  καθώς και από τους Έλληνες γιατρούς και την υπόλοιπη διοίκηση.
Εκτός από αυστηρά μέτρα καραντίνας και την απαγόρευση της μετακίνησης και των επαφών με τους ασθενείς ή όσους είχαν έλθει σε επαφή μαζί τους, απαγορεύτηκε και κάθε συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, στις περιοχές που είχαν προσβληθεί από την επιδημία. Τέλος, στις 20 Αυγούστου, εξεδόθη ψήφισμα ειδικού νόμου «περί υγειονομικών διατάξεων» (Ψήφισμα 15 /20.8.1828) όπου, στο άρθρο 285 εδ.3, αναφέρεται πως  «Αν περιστάσεως τυχούσης, πόλις τις ή χωρίον είναι ύποπτα λοιμού, συγχρόνως μετά την περιστοίχησιν των υπό υγειονομικής γραμμής, ανάγκη πάσα να ληφθώσιν ευθέως τα εξής μέτρα: Υποχρεούνται οι κάτοικοι να μένουν εις τα ίδια, εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή. Δεν σημαίνονται οι κώδωνες».
Γράφει ο Gosse στο βιβλίο του: «Ωστόσο, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Α.Ε. ο  κυβερνήτης Καποδίστριας έδειξε τη μεγαλύτερη ενεργητικότητα, και έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες. Από την πρώτη εμφάνιση της ασθένειας, παντού δημιουργήθηκαν επιτροπές υγιεινής, δημιουργήθηκαν καραντίνες σε όλα τα μέρη και καταρτίστηκε κώδικας υγιεινής. Μοιράστηκαν χρήματα και τρόφιμα στους απόρους, ενώ οι υγιείς πληθυσμοί απασχολήθηκαν σε δημόσια έργα, στάλθηκαν γιατροί όπου υπήρχε ανάγκη και με πυκνή αλληλογραφία η κυβέρνηση γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, με μια λέξη δεν ξεχάστηκε τίποτε. Έτσι, ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια του αδελφού του, του κόμη Βιάρου, και με τις προσπάθειες των κυβερνητών των επαρχιών, τον ζήλο των επισκόπων και των δημογερόντων και την πειθαρχία της μάζας του έθνους, κατόρθωσε να περιορίσει με επιτυχία τη μάστιγα στις διάφορες τοποθεσίες όπου εμφανίστηκε και να θωρακίσει τα επίφοβα σημεία».
Για παράδειγμα, στις Σπέτσες, όπου διορίστηκε εκτάκτως ο Κωλέττης ως κυβερνήτης και από όπου –μαζί με την Ύδρα- είχε ξεκινήσει η επιδημία, μέσα σε τρεις μήνες, αυτή τιθασεύτηκε και οι θάνατοι δεν ξεπέρασαν τους 15. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που πήρε, σε συνεργασία με τους αρχιερείς και τη επιτροπή δημόσιας υγιεινής που συγκρότησε, ήταν και τα εξής: Έξοδος από την πόλη των κατοίκων από τα μολυσμένα σπίτια και εγκατάστασή τους σε καλύβες· ένας-ένας χωρίς να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ακόμα και τα μέλη της ίδιας οικογένειας. Το κράτος θα διορίζει βοηθούς για τους περιορισμένους σε καραντίνα, ανάμεσά τους και τους λεγόμενους «μόρτηδες» που είχαν αποκτήσει ανοσία (από το morti). Ένας «νοσηλευτής» ανά δέκα άτομα για να τους προμηθεύουν τρόφιμα και να τους εξυπηρετούν και ένας μόρτης ανά τέσσερις για τους ήδη νοσούντες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι θα παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους για τις λίγες μέρες που θα χρειαστεί, θα κλείσουν οι εκκλησίες και οι δημόσιοι χώροι και κανένα σκάφος δεν θα μπορεί να προσεγγίσει στο λιμάνι.
Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν για τα δρακόντεια και ταυτόχρονα γεμάτα ενσυναίσθηση μέτρα που ελήφθησαν και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έγιναν ώστε να αποφευχθεί η παραπέρα επέκταση της επιδημίας και να τιθασευτεί η εξάπλωσή της. Και πράγματι, και δεν ξαπλώθηκε η επιδημία σε όλη την έκταση του τότε ελληνικού κράτους, τα δε κρούσματα περιορίστηκαν στα 1113 και οι θάνατοι στους 783, κάτι που αποτελούσε τεράστιο επίτευγμα για την εποχή και τις τότε συνθήκες.
Πρόκειται για μια διαφορετική, συνήθως αγνοημένη πλευρά της Επανάστασης αλλά και της σημαντικότερης πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε μαζί της, του Ιωάννη Καποδίστρια. Μια πλευρά που αξίζει να τη δούμε ενδελεχέστερα, τουλάχιστον σήμερα, καθώς η Εθνική Γιορτή που θα γιορταζόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση φέτος μας βρίσκει σε «καραντίνα». Όμως το μυαλό, η σκέψη μας και τα λεγόμενά μας μπορούν να παραμένουν ελεύθερα και να στρέφονται όχι μόνο στους αγώνες του Νικηταρά στα Δερβενάκια αλλά και σε κείνους των ηρώων γιατρών (ο Gosse αρρώστησε και κινδύνευσε να πεθάνει ο ίδιος) και προπαντός του κυβερνήτη που ακόμα τον θυμούνται και τον κλαίνε οι Έλληνες για τον πρόωρο χαμό του.




Πηγή: Γιώργος Καραμπελιάς