17/4/2020, Μεγάλη Παρασκευή


Μεγάλη Παρασκευή

Επιτάφιος Θρήνος - Αγιογραφία - OramaWorld.ComΠρωί: Ακολουθία των μεγάλων Ωρών
     Οι Ώρες είναι σύντομες ακολουθίες και ακολουθούν το εβραϊκό ωρολόγιο. Είναι η πρώτη (Α’) ώρα, η οποία είναι πρωινή προσευχή και αντιστοιχεί στη σημερινή 6η πρωινή. Η Τρίτη (Γ’) ώρα που αντιστοιχεί στη σημερινή 9η πρωινή προς ανάμνηση της Καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή. Η έκτη (Στ’) ώρα που αντιστοιχεί στη σημερινή 12η μεσημβρινή, προς ανάμνηση της σταύρωσης του Χριστού. Και η ενάτη (Θ’) ώρα, που αντιστοιχεί στη σημερινή 3η  απογευματινή, προς ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Σήμερα οι Α’, Γ’, Στ’ ώρες διαβάζονται αμέσως μετά την ακολουθία του Όρθρου ενώ η Θ’ ώρα προηγείται του Εσπερινού.
     Οι Ώρες της παραμονής των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μεγάλης Παρασκευής ονομάζονται, Μεγάλες Ώρες ή Βασιλικές, γιατί οι ψαλμοί που τις αποτελούν, έχουν Μεσσιανικό χαρακτήρα και αναφέρονται στο Βασιλέα Χριστό. Είναι εκτενέστερες από τις καθημερινές ακολουθίες των Ωρών, γιατί ανάμεσα παρεμβάλλονται τροπάρια, ύμνοι, προφητικά, αποστολικά, και ευαγγελικά αναγνώσματα γύρω από το Πάθος του Χριστού.


Μεσημέρι: Εσπερινός
     Η ακολουθία του Εσπερινού στις ενορίες ψάλλεται τις πρωινές ώρες, ενσωματωμένη με τις μεγάλες Ώρες. Μετά την είσοδο και το «Φῶς Ἰλαρόν», διαβάζονται οι προφητείες, ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του Ευαγγελίου τελείται η Αποκαθήλωση. Μέσα σε αυτή την συμβολική τελετή, βλέπουμε να περνούν μπροστά μας οι δύο γενναίοι άνδρες, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, να φτάνουν στον Γολγοθά, να ξεκαρφώνουν το Σώμα του Ιησού Χριστού και κρατώντας το με ευλάβεια να το οδηγούν στο μνημείο.
     Ακολουθεί, μέσα στο ναό, η λιτανεία του Επιταφίου, ο οποίος τοποθετείται στο στολισμένο κουβούκλιο. Η λιτανεία αυτή, συμβολίζει τη μεταφορά και τον ενταφιασμό του Χριστού στο μνημείο από τον Ιωσήφ και το Νικόδημο. Κατά τη διάρκεια της λιτανείας ψάλλονται τρία σχετικά με το γεγονός τροπάρια και καταλήγουν στο Δοξαστικό, που είναι ένας υπέροχος ύμνος.
     «Σέ τόν ἀναβαλλόμενον, τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου, σύν Νικοδήμῳ, καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἤλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καί διεῤῥήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδού νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον. Πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἰλήσω; ποίαιας χερσί δέ προσψαύσω, τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά Πάθη σου, ὑμνολογῶ καί τήν Ταφήν σου, σύν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε, δόξα σοι».
     Όταν ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο κατέβασε από το ξύλο (=σταυρού) Εσένα, που φοράς το Φώς ως ιμάτιο και αφού Σε είδε νεκρό, γυμνό και άταφο, άρχισε να θρηνεί από συμπάθεια και αγάπη και έλεγε με κλάματα και οδύνη: «Αλλοίμονό μου, γλυκύτατε Ιησού! Πριν από λίγο ο ήλιος ενώ Σε έβλεπε να κρεμιέσαι στο σταυρό, ντύθηκε στο σκοτάδι και η γη από το φόβο της συγκλονιζόταν και το παραπέτασμα του ναού σχίσθηκε στα δύο. Αλλά να! Που τώρα Σε βλέπω και αναγνωρίζω, πως για μένα με τη θέλησή Σου δέχθηκες το θάνατο. Πώς να Σε κηδεύσω Θεέ μου; Ή πώς να Σε τυλίξω σε σεντόνια; Με ποια χέρια να αγγίξω το αμόλυντο Σώμα Σου; Ή με ποια άσματα θα ψάλλω την εξόδιο πορεία Σου, Εύσπλαχνε Κύριε; Δοξολογώ τα Πάθη Σου, εγκωμιάζω με ύμνους την ταφή Σου και μαζί με την Ανάστασή Σου φωνάζω δυνατά: Κύριε, δόξα σε Σένα.
     «Ο δοξαστικός ύμνος, που ψάλλεται μπροστά στον Επιτάφιο μετά την Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου αποτελεί την αποκορύφωση της υμνολογίας μας για τον εκούσιο θάνατο, τον ενταφιασμό και την Ανάσταση του Κυρίου. Κύρια πρόσωπα είναι ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, την τολμηρή πράξη των οποίων αναφέρουν και οι τέσσερεις ιεροί Ευαγγελιστές. Ο ιερός υμνογράφος πρέπει να βρέθηκε πολύ κοντά στην ψυχική κατάσταση και των δύο, ώστε μέσα από πνευματική έξαρση και θείο φωτισμό έβαλε στο στόμα των δύο μαθητών το σωτηριολογικό περιεχόμενο του δοξαστικού ύμνου.
     Αξιώθηκαν να κρατήσουν στα χέρια τους το νεκρό και άταφο ακόμη Σώμα του Κυρίου. Κατελήφθησαν από ευσυμπάθητο θρήνο, γιατί στο Πρόσωπο του Κυρίου έβλεπαν τον Δημιουργό του κόσμου. Η αίσθηση του εκουσίως νεκρωθέντος Θεανθρώπου Κυρίου συγκλόνισε ολόκληρη την κτίση. Ο ήλιος δεν μπορούσε να βλέπει "τόν στεγάζοντα ἐν ὕδασι τά ὑπερῶα αὐτοῦ", να κρεμιέται επάνω στο Σταυρό, γι’ αυτό και ντύθηκε το βαθύ σκοτάδι. Η γη σειόταν από φόβο και τρόμο και το παραπέτασμα του ναού σχιζόταν στα δύο. Την ίδια συγκλονιστική εμπειρία δοκιμάζουν και οι δύο μαθητές, όταν αντικρύζουν μέσα από τον Εσταυρωμένο Κύριο την άπειρη και ακατανόητη αγάπη του Θεού στον αμαρτωλό άνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν αισθάνονται ικανοί και άξιοι να κηδεύσουν τον Κύριο και Θεό τους. Πώς να Τον τυλίξουν στο σεντόνι και με ποια χέρια να ακουμπήσουν το πανάχραντο Σώμα Του. Με ποια θρηνώδη άσματα να συνοδεύσουν την επιτάφια πορεία Του. Εδώ σταματάει και η περαιτέρω επεξεργασία του ανέκφραστου και απερινόητου μυστηρίου, που γίνεται αποδεκτό μέσα από την αυθόρμητη δοξολογία του Πάθους, της Ταφής, που βεβαιώνουν την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου και του ανθρώπου».
Κ. Γρηγοριάδης


Βράδυ: Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου
     Στο συναξάρι της ημέρας διαβάζουμε:
     «Τῷ Ἁγίῳ καί Μεγάλῳ Σαββάτῳ, τήν θεόσωμον Ταφήν καί τήν εἰς ᾌδου Κάθοδον ἑορτάζομεν, τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ ὧν τῆς φθορᾶς τό ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρός αἰωνίαν ζωήν μεταβέβηκε».
     Τήν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου ἑορτάζουμε τή Θεόσομη ταφή καί τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρα μας, Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, ὅπου ἀνακλήθηκε ἀπό τή φθορά (=ἁμαρτίας) τό ἀνθρώπινο γένος μας καί ὁδηγήθηκε στήν αἰώνια ζωή.
     Η πένθιμη ατμόσφαιρα εξακολουθεί να βασιλεύει στις ψυχές. Έχει χρωματιστεί όμως και από ένα χρώμα ελπίδας. Μεταβάλλεται σιγά – σιγά σε γιορτασμό του «μυστικοῦ Σαββάτου». Όσο προχωράει η νύχτα, μεταβάλλεται ο θρήνος σε νικητήρια ιαχή. Ο Κύριος αφού τέλεσε με το πάθος Του την «οικονομία», δηλαδή αναδημιουργία, τώρα «σαββατίζει», αναπαύεται όπως τότε την έβδομη μέρα μετά τη δημιουργία, προσφέροντας τον «καινό Σαββατισμό», δηλαδή την ανάπαυση από τα έργα της αμαρτίας, την υποδούλωση από τους πόνους της υποδουλωμένης στο διάβολο σάρκας. Στον Όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, τονίζοντας όχι τόσο τα παθήματα του Κυρίου, όσο η δυναμική παρουσία Του στον Άδη και η νικηφόρα πάλη Του κατά του θανάτου.
     Ο αχώρητος Θεός κατατίθεται «ἐν τάφω σμικρῷ». Είναι το έσχατο σημείο της άκρας ταπείνωσης του Κυρίου. Είναι ο επίλογος του όλου δράματος, αλλά και ο πρόλογος του επερχόμενου θριάμβου. Την ώρα που ο θάνατος έχει την ψευδαίσθηση ότι νίκησε τη ζωή, ο Κύριος ετοιμάζεται να αλώσει το βασίλειο του Άδη. Ο θάνατος χωρίς να το ξέρει, μετράει τις τελευταίες στιγμές της στυγνής παντοδυναμίας του. Τα τροπάρια έχουν μέσα τους έντονη την αίσθηση της Ανάστασης.
     Ο κανόνας του Μεγάλου Σαββάτου γράφτηκε από κορυφαίους υμνωδούς. Ένα τμήμα έγραψε η μεγάλη ποιήτρια Κασσιανή και ένα άλλο έγραψε ο εξίσου μεγάλος ποιητής Κοσμάς Επίσκοπος Μαϊουμᾶ. Ξεχωρίζουμε δύο τροπάρια με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο.
     «Ἥπλωσας τάς παλάμας, καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα, καταστολῇ δέ Σῶτερ, τῇ ἐν σινδόνι καί μνήματι, πεπεδημένους ἔλυσας· Οὐκ ἔστιν ἅγιος, πλήν σου Κύριε, κραυγάζοντας».
     Άπλωσες τις παλάμες (=στο Σταυρό) και ένωσες όλα εκείνα, που ήσαν πριν μεταξύ τους διαχωρισμένα. Στην καταστολή Σου, Σωτήρα, τυλίχτηκες με το σεντόνι του νεκρού και ενταφιάστηκες. Έτσι ελευθέρωσες τους δεσμίους (=του άδη), που φώναζαν δυνατά: Δεν υπάρχει άλλος Άγιος, εκτός από Σένα Κύριε.
     «Είναι θαυμάσιες οι εικόνες, που χρησιμοποιεί ο ιερός υμνωδός σ’ αυτό το τροπάριο. Προβάλλει τα απλωμένα χέρια του Κυρίου επάνω στο Σταυρό για να μαζέψει στον Εαυτό Του όλους τους διασπασθέντας από την αμαρτία ανθρώπους. Η αμαρτία, ως εγωισμός απομονώνει τον ένα άνθρωπο από τον άλλο, γι’ αυτό και ο κλεισμένος στη βιολογική φύση του είναι καταδικασμένος στα αδιέξοδα της φθοράς και του θανάτου. Περιτυλιγμένος ο Σωτήρας με σεντόνι στον τάφο ελευθέρωσε όλους τους φυλακισμένους "στη χώρα και τη σκιά του θανάτου", γιατί τους ένωσε με τον Θεό. Έτσι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος στην ενότητα του δοξάζει "τον υπέρ ημών αποθανόντα και εγερθέντα Κύριον".
Κ. Γρηγοριάδης
«Τέτρωται Ἅδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος, τόν τρωθέντα λόγχῃ την πλευράν, καί σθένει πυρί, θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων. Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ».
     Ο Άδης πληγώθηκε ολοκληρωτικά στην καρδιά, αφού δέχθηκε στα σπλάχνα του Εκείνον, που τρυπήθηκε με τη λόγχη στην πλευρά επάνω στο Σταυρό. Και στενάζει, ενώ κατατρώγεται από τη φωτιά της αγάπης του Θεού για τη σωτηρία όλων μας, που Τον υμνούμε μελωδικά: Είσαι δοξασμένος, Κύριε, ο Θεός και Λυτρωτής μας.

     Τα πιο γνωστά τροπάρια που είναι τόσο λαοφιλή, είναι τα εγκώμια σε τρεις στάσεις. Τα εγκώμια που ψάλλονται γύρω από το κουβούκλιο του Επιταφίου έχουν μέσα τους έντονη την αίσθηση της Ανάστασης.
     «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ, κατετέθης, Χριστέ, καί Ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν».

«Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τόν Ζωοδότην, τόν ἐν τῷ Σταυρῷ τάς χεῖρας ἐκτείναντα, καί συντρίψαντα τό κράτος τοῦ ἐχθροῦ».

«Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι, Χριστέ μου».

     Μετά την δοξολογία ακολουθεί η έξοδος του Επιταφίου και η Λιτανεία στις πόλεις και τα χωριά. Κατά την επιστροφή διαβάζεται η περίφημη προφητεία του Ιεζεκιήλ, που μιλά για την Ανάσταση των νεκρών. Ο Κύριος υπόσχεται, ότι οι Ισραηλίτες που βρίσκονταν τότε αιχμάλωτοι και είχαν χάσει κάθε ελπίδα, θα αποκατασταθούν, όχι μόνον από την εξορία τους, αλλά κυρίως θα βρεθούν εκ νέου στην κοινωνία τους με τον Θεό. Γι’ αυτό και η απελευθέρωση και η ζωογόνηση του Ισραήλ εικονίζει και παραπέμπει στην πλήρη αποκατάσταση και διάσωση του ανθρώπου από τον Ιησού Χριστό, που πραγματοποιεί την αποστολή Του με το εκούσιο πάθος και την ένδοξη Ανάστασή Του. Το καταπληκτικό αυτό κείμενο τελειώνει με τη διαβεβαίωση του Κυρίου και στην οποία δεν χωράει αμφισβήτηση. «Λελάληκα καί ποιήσω, λέγει Κύριος, Κύριος».
     Ἡ ακολουθία τελειώνει με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου.
     Οι εχθροί Του και νεκρό τον φοβούνται. Βάζουν τα μεγάλα μέσα. Πείθουν την εξουσία να σφραγίσει τον τάφο, να βάλει τη … security της εποχής εκείνης για να φυλάξουν ένα νεκρό! Οι «δυνατοί» να φοβούνται ένα νεκρό! Οι «νικητές» αμφιβάλλουν για τη «νίκη» τους. Νιώθουν, κατά βάθος, ότι η νίκη τους είναι πρόσκαιρη. Και τούτο γιατί το κακό, το μίσος έχουν μέσα τους το σπέρμα της διάλυσης. Δεν μπορούν να κρατήσουν πολύ.

«Μάτην φυλάττεις τόν τάφον, κουστωδία· Οὐ γάρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν» γράφει ο ποιητής.

     Δηλαδή, μάταια φυλάγεις για ασφάλεια τον τάφο, κουστωδία. Γιατί ο τάφος δεν θα μπορέσει να κρατήσει μέσα της την αυτοζωή, τον Θεό.