24/9/2020, Στα χρόνια των Ισάυρων

ΣΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΤΩΝ   ΙΣΑΥΡΩΝ

Ν α υ μ α χ ί α . Οι Άραβες, προετοιμασμένοι μήνες και χρόνια, πολιορκούν το 717 μ.Χ. την Κωνσταντινούπολη. Θέλουν να την κυριέψουν, να λεηλατήσουν, να σκλαβώσουν, να σύρουν τον ίδιο τον αυτοκράτορα των χριστιανών αλυσόδετο στα πόδια του σουλτάνου.

Αλλά κι ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ' ο Ίσαυρος δε μένει αργός. Εμψυχώνει όλους, καλούς και κακούς, ώστε να μή σκέπτονται τίποτε άλλο παρά την κοινή σωτηρία. Με την επίβλεψή του η Πόλη γίνεται ένα απέραντο στρατόπεδο κι ο Κεράτιος κόλπος ο μεγαλύτερος ναύσταθμος. Ο Λέων είχε σκοπό να καταστρέψει πρώτα το στόλο των Σαρακηνών∙ ο στρατός τους τότε θα έμενε στο έλεός του. Όταν λοιπόν νόμισε κατάλληλη τη στιγμή για το οριστικό χτύπημα, ύψωσε στην ακρόπολη, το σημερινό Σαράι-Μπουρνού, το σήμα ν' αποπλεύσει ο στόλος.

Πρώτοι εκπλέουν από τον Κεράτιο οι δρόμωνες, τα ανιχνευτικά, να πούμε, της εποχής εκείνης∙ έχουν διαταγή να ερευνήσουν την Προποντίδα, να εξακριβώσουν τις θέσεις και τη δύναμη του εχθρού. Έπειτα θ' ακολουθούσαν τα βαρύτερα πλοία, για να ναυμαχήσουν.

Άγρυπνοι οι Άραβες προβάλλουν αμέσως από τα ορμητήριά τους∙ χίλια οχτακόσια πλοία είναι κρυμμένα στις δύο παραλίες, της Θράκης και της Ασίας. Προσβάλλουν πρώτα τους δρόμωνες, με την ελπίδα να τους διασκορπίσουν και τέλος να τους συντρίψουν. Οι βυζαντινοί δέχονται την εχθρική επίθεση με ψυχραιμία. Ο αρχηγός της μοίρας Μελιγούας δίνει το σύνθημα της μάχης. Όποιος εχθρός πλησιάσει, καίεται με το καταστρεπτικό ρευστό, το «υγρό πύρ». Αλλά οι Μωαμεθανοί είναι ατέλειωτοι∙ επιμένουν και κατορθώνουν έπειτα από πολλές απώλειες να χωρίσουν τους δρόμωνες∙ και σε μια στιγμή κυκλώνουν και αυτή την αρχηγίδα τους.

Ο αρχηγός της γράφει τότε ένα σημείωμα. Καλεί τους άντρες του καραβιού του:

- Παιδιά, τους λέει, ο εχθρός μας κύκλωσε∙ είναι ανάγκη να μας βοηθήσουν οι δικοί μας. Ποιός από σάς πάει να δώσει ένα σημείωμα στον αρχιναύαρχο;  Είκοσι παλικάρια βγήκαν εμπρός ένα βήμα. Βγήκε και το ναυτόπαιδο του πλοίου, ένα παιδί δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρόνων.

-Εγώ πηγαίνω αρχηγέ! είπε. Εδώ είμαι άχρηστος στη μάχη. Άφησέ με να πάω∙ είμαι τόσο μικρός, που δέ θα με δουν οι άπιστοι, και κολυμπώ σα δελφίνι.

Τ' αντρίκεια λόγια του μικρού έκαμαν εντύπωση κι ο αρχηγός το αποφάσισε, χωρίς να ρωτήσει πιά τους άλλους.

- Πήγαινε, παιδί μου, του είπε. Από σένα αυτή τη στιγμή εξαρτιέται η σωτηρία της πατρίδας!

Το ναυτόπουλο πέταξε τα ρούχα του, δάγκασε στο στόμα το χαρτί σαν σκύλος και πήδησε στα κύματα. Ο στόλαρχος, μόλις έλαβε το σημείωμα, ειδοποίησε τον αυτοκράτορα. Ο Λέων διέταξε αμέσως να εκπλεύσει  όλος ο στόλος. Επικεφαλής είναι η ναυαρχίδα «Άγιος Θεόδωρος ο στρατηλάτης» και μέσα ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο βυζαντινός στόλος χτυπά τώρα από τα πλάγια τον έχθρικό. Οι Άραβες, που δεν περίμεναν από εκεί την προσβολή, στρέφουν ν'  αμυνθούν∙ αλλά τότε θέλοντας και μη έπεσαν σε σύγχυση. Η ίδια η αραβική ναυαρχίδα καίεται κι ο μουσουλμάνος αρχιναύαρχος φονεύεται.

Η νίκη των Ελλήνων είναι μεγάλη∙ ο αραβικός στόλος εξολοθρεύεται. Όσος έμεινε ζήτησε  να σωθεί φεύγοντας, μα η τρικυμία συμπλήρωσε την καταστροφή. Πέντε πλοία μόνο έφτασαν στη Συρία, θλιβεροί άγγελοι του ολέθρου. Ο νέος Πέρσης βρήκε την τύχη του παλαιού στη Σαλαμίνα. Η Κωνσταντινούπολη πανηγυρίζει το βράδυ το θρίαμβό της φωταγωγημένη. Χιλιάδες στόματα ψέλνουν:  « Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια...».

Μ π ρ ο σ τ ά  σ τ ο ν  α υ τ ο κ ρ ά τ ο ρ α.   Την άλλη μέρα ο Μελιγούας παρουσίασε τον μικρό στον αυτοκράτορα∙ τέτοια διαταγή είχε πάρει. Ο Λέων έριξε προσεκτικά το βλέμμα του στο ναυτόπαιδο∙ έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Τί  ζωηρά κι έξυπνα μάτια! Τί κορμοστασιά λαμπαδωτή, παρά την μικρή του ηλικία!

- Πώς λέγεσαι; ρώτησε.

- Ιωάννης Θρακιώτης, απάντησε εκείνο, λέγοντας το όνομα του τόπου του κατά τη συνήθεια του καιρού του.

- Από ποιό μέρος της Θράλης είσαι;

- Από την Σηλυβρία.

- Τί δουλειά κάνει ο πατέρας σου;

- Ψαράς έχει δική του βάρκα.

-Ωραία! απάντησε ο αυτοκράτορας κρύβοντας κάποια σκέψη του. Έπειτα πρόσθεσε:

- Έσωσες, παιδί μου, την  πατρίδα∙ πάρε λοιπόν αυτά τα είκοσι χρυσά νομίσματα.

Δεν πρόφτασε όμως να τελειώσει τη φράση του ο γενναίος Ίσαυρος και τον διέκοψε συγκινημένο το ναυτόπουλο.

- Βασιλιά! είπε∙ ό,τι έκαμα το έκαμα, για να σώσω την πίστη μου και την πατρίδα από τους άπιστους. Δεν είμαι άξιος να πάρω άλλη αμοιβή. Μου φτάνει ότι πέτυχα το σκοπό μου. Και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα... Ο Λέων θαύμασε τώρα το θάρρος, τη φιλοτιμία και την αφοσίωση και αγάπη του παιδιού για την πίστη του και την πατρίδα∙ και συμπληρώνοντας την πρώτη σκέψη είπε:

Είμαι περήφανος, ναυτόπουλό μου, γιατί το Βυζάντιο γεννά τέτοια Ελληνόπουλα. Από αύριο θα είσαι μαθητής στη ναυτική σχολή μου, για να γίνεις ένας λαμπρός αξιωματικός. Οι γονείς σου θα έχουν την προστασία μου κι εσύ την αγάπη του βασιλιά!

Ο Μελιγούας και το ναυτόπαιδο χαιρέτισαν κι έφυγαν.

 Έτσι διάλεγαν οι βυζαντινοί στη μάχη και στη δοκιμασία τους γενναίους, άντρες και παιδιά, για να τους κάνουν αρχηγούς του έθνους. Έτσι ανανέωναν με καινούριες ρίζες το φυτώριο των υπερασπιστών της αυτοκρατορίας.

Η πρόβλεψη του Λέοντος αλήθεψε∙ ο μικρός Ιωάννης Θρακιώτης με τον καιρό έγινε ιδρυτής μιας φημισμένης ναυτικής οικογένειας.