Θεία Λειτουργία - Λειτουργικό Γλωσσάρι

 

1.        ευσταθείας των αγίων του Θεού εκκλησιών

ευστάθεια

η (εὐστάθεια και εὐσταθία) [πβ. ευσταθής, Ευστάθιος -  αυτό που λέτε δεν ευσταθεί]·= 1 το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια τού πλοίου»· β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῡ θεοῡ ἐκκλησιῶν»2. (μεταφορικά) ησυχία, ασφάλεια («εὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)·

[ΕΤΥΜΟΛ. εὐ- + -σταθής, πβ. παθ. αόρ. ἐ-στά-θην τού ρ. ἵστημι].

2.        υπέρ ευκρασίας αέρων

ευκρασία

η (Αρχαία λέξη,) [εύκρατο κλίμα]·= η γλυκύτητα τού καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα τού κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις»· στα εύκρατα κλίματα, Θεόφραστος)·

[ΕΤΥΜ. αρχ. < εὐ- + -κρατος, ρηματικό επίθ. τού κεράννυμι «αναμειγνύω, ανακατεύω», πβ. κ. κράση].

ΣΧΟΛΙΟ

Μπορεί να σχολιαστεί η σημασία των καιρικών συνθήκων για τις εργασίες των αγροτών εκείνη την εποχή. Παρ' όλο που το αίτημα σήμερα δεν έχει την ίδια σημσία, εν τούτοις δεν αλλάζει, διότη η Θεία Λειτουργία δεν είναι ένα κείμενο επικαιρικό. Η ευκρασία μπορεί να έχει εφαρμογή σε άλλες περιστάσεις του βίου του σύγχρονου ανθρώπου.

3.        αντιλαβού

(Προστακτική αορίστου του αντιλαμβάνομαι

βοηθώ· «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον»·

ΣΗΜ: στα νέα ελληνικά χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό: αντιλαβού1. η αντίληψη, η ευφυΐα («αυτή δεν έχει αντιλαβού»2. τα παράνομα κέρδη· 3. το τέλος, ο θάνατος («ήλθε στο αντιλαβού»· κόντεψε να πεθάνει). #

[ΕΤΥΜ. αρχ., αρχική σημ. «συγκρατώ, κυριεύω, αποκτώ», < ἀντι- + λαμβάνομαι. Η σημερινή σημ. ήδη αρχ. ήδη στην Αρχαία Ελληνική η λέξη πέρασε στη σημ. «παίρνω στα χέρια μου / αναλαμβάνω τη σωτηρία, την προστασία κάποιου», άρα «βοηθώ, προστατεύω». Mε την ίδια σημ. χρησιμοποιήθηκαν τα παράγωγα αντίληψις και αντιλήπτωρ.].

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

    • Ο Θεός αντιλήπτωρ μου ει, το έλεος σου προφθάσει με.
    • Ερεί τώ Κυρίω, Αντιλήπτωρ μου εί, καί καταφυγή μου, ο Θεός μου, καί ελπιώ επ' αυτόν.
    • Αντιλήπτωρ τής ψυχής μου, γενού, ο Θεός, ότι μέσον διαβαίνω παγίδων πολλών, ρύσαί με εξ αυτών, καί σώσόν με, αγαθέ, ως φιλάνθρωπος.
    • η ετοίμη αντίληψις των εις σε προστρεχόντων,
    • καταπονουμένων σκέπη καί αντίληψις, καί ορφανών βοηθός, Μήτερ τού Θεού τού Υψίστου,
    • είρα μοι δος βοηθείας, η θερμή αντίληψις, και προστασία μου.

 

4.        Της Παναγίας αχράντου

άχραντος

αμολυντος, (κατ'  επέκταση) πεντακάθαρος [πβ «τα Άχραντα Μυστήρια»· η Θεία Κοινωνία].

[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (στερ.) + χραίνω «μιαίνω, μολύνω»]. #

ΣΧΟΛΙΟ

Αξίζει να παρατηρήσουμε εδώ μια εξέλιξη που συναντούμε σε αρκετές συνώνυμες λέξεις. Πολλές λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να δείξουν την κηλίδα, τον μολυσμό και πήραν έπειτα ηθική σημασία (π.χ. σπίλος, κηλίς, σίνος, κῆρες [πληθυντικός τού κῆρ], αλλά και η λέξη μῶμος [ως προέκταση τής σημασίας «ψόγος»] ή ρήματα όπως κηλιδόω -ῶ, σπιλόω -ῶ, χραίνω κ.λπ.) χρησιμοποιήθηκαν σε επίθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό α(ν)- (π.χ. ἄσπιλος, ἀμόλυντος, ἄχραντος κ.λπ.). Στις λέξεις αυτές σταδιακά το αρνητικό στοιχείο τής σημασίας τού ρύπου (που η απουσία του δηλώνεται με το στερητικό) σταδιακά εξέλιπε και απέκτησαν έντονα εκφραστική, θετική, επαινετική σημασία. Έτσι, η λέξη άσπιλος δεν σήμαινε απλώς «μη σπιλωμένος», αλλά περισσότερο με επιτατικά θετική σημασία «πάρα πολύ καθαρός, αγνός». Έτσι, ήδη τον 1ο αιώνα στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός τού Χριστού στην Α΄ Επιστολή τού Πέτρου (ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ). Τέτοιες λέξεις είναι: ἄσπιλος (ἀ- + σπίλος), ἀμόλυντος (ἀ- + μολύνω), ἄχραντος (ἀ- + χραίνω «μολύνω»), ἀκήρατος (ἀ- + κῆρ [στον πληθ. κῆρες] «στίγμα»), ἀσινής (ἀ- + σίνος «πληγή – στίγμα») κ.λπ.

Έκτοτε, κυρίως στην εκκλησιαστική γλώσσα των Πατέρων και τής υμνολογίας, με τέτοιες λέξεις προσδιορίζονται τα πιο ιερά πρόσωπα και πράγματα (πβ. ἄχραντα μυστήρια, ἀκήρατος Θεός, ἀμόλυντη Θεοτόκος κ.λπ.). Γνωστή είναι π.χ. η ευχή τού Αποδείπνου προς τη Θεοτόκο, που αρχίζει έτσι: Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε, ἀγνή Παρθένε Θεόνυμφε Δέσποινα...

Η επαινετική σημασία γίνεται ακόμη πιο εμφανής με την προσθήκη τού παν- για απόδοση τής μέγιστης επίτασης (π.χ. ἄμωμος – παν-άμωμος κ. παν-αμώμητος, ἄσπιλος – παν-άσπιλος, ἄχραντος – παν-άχραντος, ἀκήρατος – παν-ακήρατος κ.ο.κ.).

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

    • Τούς ουρανούς Βάπτισμα τού Χριστού σχίσαν,
    • Τούς αυτό μή χραίνοντας ένδον εισάγει.
    • Βάπτισεν εν ποταμώ Χριστόν Πρόδρομος κατά έκτην.
    • αβών άρτον εν ταις αγίαις αυτού και αχράντοις και αμωμήτοις χερσίν,
    • Τού λίθου σφραγισθέντος υπό τών Ιουδαίων, καί στρατιωτών φυλασσόντων τό άχραντόν σου Σώμα,
    • Ορθοί, μεταλαβόντες των θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστού μυστηρίων, αξίως ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.

5.        ανείκαστον

-η, -ο (AM ἀνείκαστος, -ον)·[πβ εικάζω, εικαστικός]· αυτός που δεν μπορει να απεικονιστεί, κατ'  επέκταση δεν μπορεί να περιγραφεί - ακατάληπτος#

[ΕΤΥΜ. < ἀν- στερητ. + εἰκάζω].

Η λ. είχε αρχική σημ. «απεικονίζω, παρομοιάζω», αλλά ήδη από την Αρχαιότητα εμφανίζεται η σημ. «διατυπώνω υπόθεση ή γνώμη» (πβ. αρχ. φρ. ὡς εἰκάσαι «όσο μπορεί κανείς να υποθέσει»). Ωστόσο, στη λέξη αυτή φαίνεται ότι η βάση είναι η έννοια της απεικόνισης

ΣΧΟΛΙΟ

Βλέπε παρακάτω και άφατος.

6.        άφατος

-η, -ο (AM ἄφατος, -ον)· πβ φατικός, φάσκω, αποφαίνομαι  αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος· || (αρχ.) ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος.

[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (στερ.) + -φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί]. #

ΣΧΟΛΙΟ

Ένας συνήθης τρόπος να δηλωθεί η μεγαλοσύνη είναι μέσω λέξεων που δείχνουν ότι κάτι δεν μπορεί να περιγραφεί. πβ λεξεις ανέκφραστος, απερίγραπτος, άρρητος. άφατος, ανείκαστος.  Επίσης άσπετος (Οίς είκαθε πύρ άσπετον, τώ Δεσπότη, / Λέγουσιν, Εις αιώνας ευλογητός εί. »από το θέμα σπ. της λέξης έπος (= λόγος)

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

    • Κύριε ο Θεός ημών, Ου το κράτος ανείκαστον και η δόξα ακατάληπτος,
    • «Ο μόνος είδως τής τών βροτών, ουσίας τήν ασθένειαν, καί συμπαθώς αυτήν μορφωσάμενος, περίζωσόν με εξ ύψους δύναμιν, τού βοάν σοι, Άγιος, ο τής δόξης Κύριος, ο ανείκαστος εν αγαθότητι».
    • Αλλ' ικετεύομεv τήv σήν ανείκαστον αγαθότητα. Φείσαι ημών, Κύριε κατά το πλήθος τού ελέους σου,
    • Θεός μου υπάρχων Αγαθέ, πεσόντα κατωκτείρησας, καί καταβήναι πρός με ηυδόκησας ανύψωσάς με διά σταυρώσεως, τού βοάν σοι, Άγιος, ο τής δόξης Κύριος, ο ανείκαστος εν αγαθότητι.

7.        ατρέπτως

επίρρημα από το άτρεπτος

-η, -ο (AM ἄτρεπτος, -ον) [τρέπω, τροπή, τρόπος1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος (αρχ.-μσν.) (επίρρ.) ἀτρέπτως· χωρίς μεταβολή

[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (στερ.) + -τρεπτός, ρ. επίθ του τρέπω

ΣΧΟΛΙΟ

πβ. τον Όρο της Χαλκηδόνος, (Δ΄ Οικουμενική Συνόδος) “εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως ατρέπτως αδιαιρέτως αχωρίστως γνωριζόμενον” Ίσως αξίζει να τονιστεί η διδασκαλία της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου για το πρόσωπο του Χριστού.

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

    • Αλλ' όμως, διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας
    • Τών Πατρικών σου κόλπων, μή χωρισθείς μονογενές Λόγε τού Θεού, ήλθες επί γής διά φιλανθρωπίαν, άνθρωπος γενόμενος ατρέπτως, καί Σταυρόν καί θάνατον υπέμεινας σαρκί,
    • Πρός σέ ορθρίζω, τόν δι' ευσπλαγχνίαν, σεαυτόν τώ πεσόντι, κενώσαντα ατρέπτως,

8.        πρεσβείαις

δοτική πληθ. της λ. πρεσβεία

 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση· 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι· 3. (εκκλ.) μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς», Θεία Λειτουργ.)

[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω  αρχ., αρχική σημ. «είμαι ηλικιωμένος – υπηρετώ ως πρέσβυς», < πρέσβυς).

ΣΧΟΛΙΟ

H αρχαία λ. πρέσβυς σήμαινε κυρίως τον «σεβάσμιο γέροντα» και, δευτερευόντως, «τον πρεσβευτή, τον επίσημο εκπρόσωπο ή απεσταλμένο». Mε την αντίληψη για τις ηλικίες των ανθρώπων και την κοινωνική οργάνωση που επικρατούσε στον αρχαίο κόσμο, ο πρέσβυς και ο πρεσβύτης από τη σημ. «γέρων» πέρασαν στη σημ. «σεβάσμιος γέρων» και «σεβαστός». H κύρια λ. που χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Eλληνική για «τον επίσημο απεσταλμένο και εκπρόσωπο», ήταν η λ. πρεσβευτής με πληθυντικό τον τ. πρέσβεις («ανώμαλος πληθυντικός»), που σιγά-σιγά έδινε τη θέση του στον (ομαλό) πληθυντικό πρεσβευταί.

9.        πρόσχωμεν

Υποτακτική αορίστου του προσέχω

(ό,τι και σήμερα) =  ας προσέξουμε

[ΕΤΥΜΟΛ.  προς + έχω.

ΣΗΜ επειδή είναι από την πρόθεση προς και όχι την προπολλοί το γράφουν με δύο σς. (π.χ. πρόσσχες, πρόσσχωμεν κλπ), όπως συμβαίνει στις εκδόσεις των αρχαίων κειμένων).    Αλλά αυτό θα αγνοούσε πως:

α) η τάση απλοποίησης (ή και σύγχυσης) υπήρχε ήδη από την αρχαιότητα, ειδικά από τη στιγμή που έπαψαν να προφέρονται τα διπλά σύμφωνα. Αυτό συμβαίνει (ένας λόγος παραπάνω) και στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα.

β) πουθενά όπου χρησιμοποιούνται στην υμνολογία και την Αγία Γραφή οι σχετικοί τύποι (πρόσχες, πρόσχωμεν, προσχών) δεν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης με το ρήμα προέχω (το οποιο δεν απαντά ούτε στην Αγία Γραφή, ούτε στην υμνολογία).

Γι΄ αυτό ορθώς στις εκδόσεις των λειτουργικών κειμένων ακολουθείται η απλοποιημένη γραφή (πρόσχες, πρόσχωμεν, προσχών).

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

·         Τας θύρας, τας θύρας. Εν σοφία πρόσχωμεν.

·         Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου, πρόσχωμεν, την αγίαν αναφοράν, εν ειρήνη προσφέρειν.

·         Πρόσχωμεν. Tα Άγια τοις Αγίοις.

·         ερεύς Εκ τού κατά Ιωάννου αγίου Ευαγγελίου...  / Ιερεύς Πρόσχωμεν.  / Χορός Δόξα σοι, Κύριε

10.   δόξα σοι

δόξα σε σένα (το σοι είναιδοτική προσωπική)

πβ Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, η ελπίς ημών, δόξα σοι.

(για τη δοτική με το Δόξα, πβ. Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι / Δόξα σοι τώ δείξαντι το Φώς... )

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

Συνήθης κατάληξη ύμνων, πβ:

    • ο αναστάς εκ των νεκρών, Κύριε δόξα σοι.
    • Η ζωή καί η Ανάστασις ημών, Κύριε δόξα σοι.
    • ο τών θαυμασίων Θεός, καί τών ανελπίστων ελπίς, Κύριε δόξα σοι.

11.   προσάδοντες

Μετοχή Ενεστώτα του προσάδω

 τραγουδώ, άδω προς κάποιον

[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ᾄδω «τραγουδώ»]. #

12.   αποθώμεθα.

Υποτακτική Αορίστου του αποτίθεμαι

αποβάλλω κάτι από τον εαυτό μου, το αποφεύγω· -. (για ενδύματα) βγάζω, αφαιρώ

ΣΗΜ έχει και θετική σημασία: « εναποθέτω » (πβ. Όλην αποθέμενοι, εν ουρανοίς τήν ελπίδα, θησαυρόν ασύλητον, εαυτοίς οι Άγιοι εθησαύρισαν)

[ΕΤΥΜ. ἀπο- + τίθημι «θέτω»] .

ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

    • ίνα τόν παλαιόν αποθέμενοι άνθρωπον, τόν νέον ενδυσώμεθα, καί σοί ζήσωμεν τώ ημετέρω Δεσπότη καί κηδεμόνι,

 

 

13.   την κληρονομίαν σου

κληρονομία

1. κληρονομιά 2. κληρονόμοι, απόγονοι· - κατ’ επέκταση:  θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αρχ. < κλῆρος + νόμος < νέμω «μοιράζω – διοικώ»].

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

ιδού η κληρονομία Κυρίου, υιοί, ο μισθός τού καρπού τής γαστρός, ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΣΤ' 126

Σώσον Κύριε τόν λαόν σου καί ευλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοίς Βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων διά τού Σταυρού σου πολίτευμα.

Έδωκας κληρονομίαν τοίς φοβουμένοις τό Ονομά σου, Κύριε.

Κύριε, ο Θεός ημών, ο κλίνας ουρανούς και καταβάς επί σωτηρία του γένους των ανθρώπων, έπιδε επί τους δούλους σου και επί την κληρονομίαν σου.

Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν σου: επίσκεψαι τον κόσμον σου εν ελέει και οιτιρμοίς: ύψωσον κέρας Χριστιανών Ορθοδόξων, και κατάπεμψον εφ ημάς τα ελέη σου τα πλούσια:

Ο ευλογών τους ευλογούντάς σε, Κύριε και αγιάζων τους επί σοι πεποιθότας, σώσον τον λαόν σου και ευλόγισον την κληρονομίαν σου.

Φείσαι ο Θεός, τής κληρονομίας σου, τάς αμαρτίας ημών, πάσας παραβλέπων νύν, εις τούτο έχων, εκδυσωπούσάν σε, τήν επί γής ασπόρως σε, κυοφορήσασαν, διά μέγα έλεος θελήσαντα, μορφωθήναι Χριστέ, τό αλλότριον.

«Νενίκηνται τής φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γάρ τόκος, καί ζωήν προμνηστεύεται θάνατος, Η μετά τό κον Παρθένος, καί μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομίαν σου».

14.   αοιδίμων

αοίδιμος, -η, -ο

φημισμένος, ένδοξος· χρησιμοποιείται για τιμητική αναφορά σε νεκρούς ΣΥΝ. αείμνηστος, αλησμόνητος

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:  αρχ. < ἀοιδή «ωδή» < ἀείδω, παράλλ. τύπος τού ρ. ᾄδω «εξυμνώ, τραγουδώ»

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Των μακαρίων και αοιδίμων κτιτόρων, ανακαινιστών και αφιερωτών του ιερού ναού τούτου, των υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνισαμένων και πεσόντων και πάντων των επ' ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου, κεκοιμημένων πατέρων και αδελφών ημών,

Κατέλιπε δέ ημίν υπομνήματα τού σωτηρίου αυτού πάθους ταύτα, ά προτεθείκαμεν ενώπιόν σου, κατά τάς αυτού εντολάς, Μέλλων γάρ εξιέναι επί τόν εκούσιον, καί αοίδιμον καί ζωοποιόν αυτού θάνατον, τή νυκτί, ή παρεδίδου εαυτόν υπέρ τής τού κόσμου ζωής, λαβών άρτον επί τών αγίων αύτού καί αχράντων χειρών, καί αναδείξας σοι τώ Θεώ καί Πατρί, ευχαριστήσας, ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας.

Τής ιεράς διπλοϊδος τήν ωραιότητα, ταίς πρακτικαίς ειργάσω, αρεταίς λαμπροτέραν, Πάτερ θεοφόρε, όθεν ημίν, ιερουργείς τά τεράστια, τών αοιδίμων εκείνων θεωριών, τών δεινών ημάς λυτρούμενος.

Οι όσιοι Πατέρες, Προφήται καί Ιεράρχαι, καί αοίδιμοι Γυναίκες, σοί τώ Δεσπότη τών όλων, ευηρέστησαν Χριστώ.

Τόν νοερόν αδάμαντα τής καρτερίας αδελφοί, πνευματικώς ευφημήσωμεν, Γεώργιον τόν αοίδιμον Μάρτυρα,

Επί τώ οδυρμώ νύν προσθήσωμεν οδυρμόν, καί εκχέωμεν δάκρυα, μετά τού Ιακώβ συγκοπτόμενοι, Ιωσήφ τόν αοίδιμον καί σώφρονα, τόν δουλωθέντα μέν τώ σώματι, τήν ψυχήν δέ αδούλωτον συντηρούντα, καί Αιγύπτου παντός κυριεύσαντα.

15.   κτητόρων

κτήτωρ

1. αυτός που είναι κύριος, ιδιοκτήτης πράγματος (κινητού ή ακίνητου) 2. (παλαιότ.) ιδρυτής, κτίτορας (βλ.λ.) ναού, μονής, ιερού ιδρύματος κ.‌λπ.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:  < μτγν. κτήτωρ, -ορος < αρχ. κτῶμαι «αποκτώ, κατέχω»

ΣΧΟΛΙΟ

Το πρόβλημα τής γραφής τής λέξης το λύνει η ετυμολογία της: η λ. κτήτωρ, -ορος είναι ελληνιστική με αρχική σημασία «ιδιοκτήτης». Από αυτήν προέρχεται το επίθ. κτητορικός (από τον 6ο αι.), γραμμένη επίσης με -η-. Το -η- τού θέματος τής λέξης οφείλεται στην προέλευσή της από το ρ. κτάομαι, κτῶμαι «αποκτώ», τού οποίου το θέμα απαντά κυρίως με τις μορφές: κτε- (πβ. αρχ. κτέανον «κτήμα», κτεάτειρα «ιδιοκτήτρια», ίσως και κτερίσματα) και κτη-: κτῆ-σις, κτῆ-μα, κτη-τικός (πβ. ελνστ. κτήτης «ιδιοκτήτης», κτητός «αυτός που ανήκει σε κάποιον») κ.ά. Κατά τα βυζαντινά χρόνια η λ. κτήτωρ εμφανίζεται και με τις μορφές ἐκτήτορας, κτήτορας (όπως σήμερα) δηλώνοντας τον ιδρυτή μοναστηριού.

Η λ. παρασυνδέθηκε προφανώς με το ρ. κτίζω και γράφτηκε επίσης κτίτωρ (με -ι-), αφού ο ιδρυτής μοναστηριού (αργότερα και ναού) είναι αυτός που τα έχτισε. Όμως, για τη σημασία «αυτός που κτίζει / έκτισε κάτι» υπήρχαν ήδη οι λ. κτίτης (ήδη μυκηναϊκή ki-ti-ta), κτίστης (πβ. σημερινό χτίστης) και κτίστωρ, οι οποίες κάλλιστα θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί.

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Συνάλγησον Παράδεισε, τώ κτήτορι πτωχεύσαντι, καί τώ ήχω σου τών φύλλων, ικέτευσον τόν Πλάστην, μή κλείση σε. Ελεήμον, ελέησόν με τόν παραπεσόντα.

16.   περιεστώτος λαού

περιεστώς

μετοχή Παρακειμένου του ρ. περιίσταμαι (περιεστώς, περιεστώσα, περιεστώς, πβ. καθεστώς)

α) τοποθετούμαι, βρίσκομαι γύρω από κάτι («α. πορφύρεον δ' ρα κμα περιεστάθη», Ομ.Οδ. β. «Κρος περιίσταται τν λόφον τ παρόντι στρατεύματι», Ξεν.)

 β) (μτχ. παρακμ.) περιεστώς, -σα, -ώς· αυτός που βρίσκεται, που έχει συγκεντρωθεί ολόγυρα (α. «πρ το περιεσττος λαο», Ιωάνν. Χρυσ.· β. «ο περιεσττες»· οι ακροατές, Αντιφώντας)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < περι-* + στημι «στήνω τοποθετ»].

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Μνήσθητι, Κύριε, τού περιεστώτος λαού, καί τών δι' ευλόγους αιτίας απολειφθέντων, καί ελέησον αυτούς καί ημάς, κατά τό πλήθος τού ελέους σου,

Ώ κηδείας! ώ χάριτος! ώ τής υπέρ λόγον τότε υμνήσεως! ήν προσήγον οι θεόφρονες, σέ περιεστώτες Παμμακάριστε.

Κλίνην περιεστώτες τήν σήν, οι Μαθηταί τού Λυτρωτού, καί προπέμποντες, πρός τάφον φύσεως νόμω, σέ Παναγία αγνή, εξοδίους ύμνους προσεφώνουν σοι, Σεμνή χαίρε, λέγοντες,

Αι ασκήσει στερρώς, ηγωνισμέναι καί αθλητικώς, καθελούσαι τόν εχθρόν, σεμναί Γυναίκες Θεοκυήτορ, σέ περιεστώσαι, ευφραίνονται.

17.   μυστικώς εικονίζοντες

εικονίζω

1. αντιγράφω σχέδιο, απεικονίζω·2. φέρνω στον νου μου, σχηματίζω με τη φαντασία μου την εικόνα κάποιου.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. εκών <  θ. Fεικ-, το οποίο απαντά και στο ρ. οικα «ομοιάζω». Oμόρρ. εκ-άζω, εκ-ασία, πι-εικ-ής (βλ.λ.) κ.ά.

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Εικονίζειν τολμώντες, τά νοερά σου στρατεύματα, Τριάς άναρχε, στόμασιν αναξίοις βοώμέν σοι, Άγιος, Άγιος, Άγιος εί ο Θεός.

Ότε Μωϋσής, τάς χείρας επέτασεν, εις ύψος τό σόν πάθος εικόνιζε, τού τανύσαντος επί ξύλου παλάμας, καί τού πονηρού, διολέσαντος τό κράτος τό ολέθριον, όθεν Λυτρωτήν ειδότες σε, καί Σωτήρα υμνούμεν, φιλάνθρωπε.

Τόν όφιν ανύψωσεν, ο Μωϋσής εικονίζοντα, τήν θείαν σου σταύρωσιν, Λόγε προάναρχε, δι' ής πέπτωκεν, ο ιοβόλος όφις, τού πτώματος πρόξενος, Αδάμ γενόμενος.

Λυτρωθέντες τώ σώ αίματι οι Μάρτυρες, τής πρώτης παραβάσεως, ραντισθέντες δέ τώ ιδίω αίματι, τήν σήν σαφώς εικονίζουσι σφαγήν. Ευλογητός εί ο Θεός, ο τών Πατέρων ημών.

Εθελουσίοις, ορμαίς προχωρούντες, πρός τάς βασάνους οι Μάρτυρες, τόν εκουσίως παθόντα εικόνιζον, υφ' ού στεφανούμενοι, τοίς Αγγέλοις νύν συγχορεύουσι.

Μήτραν αφλέκτως εικονίζουσι Κόρης, Οι τής παλαιάς πυρπολούμενοι νέοι, Υπερφυώς κύουσαν, εσφραγισμένην. Άμφω δέ δρώσα, θαυματουργία μιά, Λαούς πρός ύμνον εξανίστησι χάρις.

Ήλιος ομού, καί σελήνη σκοτισθέντες Σώτερ, δούλους ευνοούντας εικόνιζον, οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.

18.   παρασχου Κύριε

Προστακτική Αορίστου του ρ. παρέχομαι  (μεσοπαθητικός τύπος του παρέχω)

προμηθεύω, εφοδιάζω κάποιον από τα δικά μου υπάρχοντα.

ΣΧΟΛΙΟ

Άρα δεν σημαίνει απλώς «δώσε μας», αλλά «προμήθευσέ μας, από αυτά που έχεις» υποδηλώνει το αποτέλεσμα της αγαπητικής Πρόνοιας του Θεού

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Τήν ημέραν διελθών, ευχαριστώ σοι, Κύριε, τήν εσπέραν, αιτούμαι, σύν τή νυκτί αναμάρτητον, παράσχου μοι, Σωτήρ, καί σώσόν με,

Εικών ειμι, τής αρρήτου δόξης σου, ει καί στίγματα φέρω πταισμάτων, οικτείρησον τό σόν πλάσμα, Δέσποτα, καί καθάρισον σή ευσπαγχνία, καί τήν ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι. Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με.

ο διά τεσσαράκοντα ημερών πλάκας χειρίσας τά θεοχάρακτα γράμματα τώ θεράποντί σου Μωσεί, παράσχου καί ημίν, Αγαθέ, τόν αγώνα τόν καλόν αγωνίσασθαι,

Ευσπλαγχνίας τήν άβυσσον, επικαλουμένω τής σής παράσχου μοι, η τόν εύσπλαγχνον κυήσασα, καί Σωτήρα πάντων, τών υμνούντων σε.

Ίασαι Αγνή, τών παθών μου τήν ασθένειαν, επισκοπής σου αξιώσασα, καί τήν υγείαν, τή πρεσβεία σου παράσχου μοι.

Τάς εσπερινάς ημών ευχάς, πρόσδεξαι Άγιε Κύριε, καί παράσχου ημίν άφεσιν αμαρτιών, ότι μόνος εί ο δείξας εν κόσμω τήν Ανάστασιν.

Τών Μαθητών σου ο χορός, σύν μυροφόροις Γυναιξίν, αγάλλεται συμφώνως, κοινήν γάρ εορτήν σύν αυτοίς εορτάζομεν, εις δόξαν καί τιμήν τής σής Αναστάσεως, καί δι' αυτών, φιλάνθρωπε Κύριε, τώ λαώ σου παράσχου τό μέγα έλεος.

19.   διά των οικτιρμών

οικτιρμός =  ευσπλαχνία

 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:  οἰκτίρω [+ παραγ. επίθημα -μός] < αρχ. οἶκτος, που συνδ. με το ρ. οἴζω «θρηνώ, οιμώζω», καθώς και με το επιφώνημα οἴμοι (βλ.λ.). Oι εν λόγω λέξεις διαθέτουν το αρχ. ριζικό θρηνητικό επιφώνημα οἴ, το οποίο δήλωνε τον βαθύ πόνο, την οδύνη, την οιμωγή. H λ. χρησιμοποιήθηκε κυρ. στην τραγωδία με τη σημ. «θρήνος», από την οποία προέκυψε η σημερινή σημ. τής συμπόνιας, τής ευσπλαχνίας.

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Θεοχαρίτωτε Αγνή ευλογημένη, τόν διά σπλάγχνα οικτιρμών εκ σού τεχθέντα, σύν ταίς άνω Δυνάμεσι, καί σύν τοίς Προφήταις,

Ο υψωθείς εν τώ Σταυρώ εκουσίως, τή επωνύμω σου καινή πολιτεία, τούς οικτιρμούς σου δώρησαι, Χριστέ ο Θεός,

Ελέησόν με ο Θεός κατά τό μέγα ελεός σου καί κατά τό πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον τό ανόμημά μου

δι' αυτών βοά σοι, Χριστέ ο Θεός, τω λαώ σου τους οικτιρμούς σου κατάπεμψον, ειρήνην τη πολιτεία σου δώρησαι, και ταις ψ υχαίς ημών το μέγα έλεος.

20.   στώμεν καλώς

Υποτακτική Αορίστου του ρ. ἵσταμαι = ας σταθούμε καλά, σωστά. Επεξηγείται μετά: στώμεν μετά φόβου.

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Δεύτέ μοι πείθεσθε λαοί, αναβάντες εις τό όρος τό Άγιον, τό επουράνιον αϋλως στώμεν εν πόλει ζώντος Θεού,

Στώμεν ευλαβώς, εν οίκω Θεού ημών, καί εκβοήσωμεν. Χαίρε κόσμου Δέσποινα, χαίρε Μαρία, Κυρία πάντων ημών,

21.   αεί ων, ωσαύτως ων

αεί = πάντα

ὤν = μετοχή Ενεστώτα του ρ. εἰμί

(αυτός που πάντοτε <και απο πάντα και για πάντα> υπάρχει  = άναρχος και αθάνατος)

ΣΧΟΛΙΟ

Tο επίρρημα αεί τής Αρχαίας, ομόρριζο των αιών(ας) και αέναος, είναι στη σύγχρονη ελληνική γνωστό από ορισμένα σύνθετα τής καθημερινής γλώσσας (αειθαλής, αεικίνητος, αείμνηστος), από επιστημ. όρους (αείφυλλος, αειφανής, αειφορία), από λέξεις και φράσεις τής εκκλησιαστικής γλώσσας (αειπάρθενος, αειμακάριστος, νυν και αεί «τώρα και πάντοτε») και από τα σύνθετα αρχαιοπρ. επιρρήματα αείποτε και εσαεί.

H «αδιάκοπη διάρκεια χρόνου» στη N. Eλληνική δηλώνεται από το (ήδη αρχ.) επίρρ. πάντοτε (< πάντ-οτε) και από το επίρρ. πάντα (< μεσν. τὸν πάντα χρόνον, πβ. και τη φράση «εις τον αιώνα τον άπαντα»), αλλά, όπως σημειώνει ο λόγιος Στέφανος Kουμανούδης, είναι «ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι ὅτι, ἐνῷ τὸ ἀεὶ δὲν παρέμεινεν ἐκ παραδόσεως εἰς κοινὴν χρῆσιν, οἱ λόγιοί μας κατεσκεύασαν ἐξ αὐτοῦ συνθέτους λέξεις 35...» (Συναγωγή νέων λέξεων..., σ. 15 υποσημ.).

22.   πολυόμματα

(ονομασία για τα Χερουβίμ) που έχουν πολλά μάτια

(πβ. προηγούνται δέ τούτου, οι χοροί τών Αγγέλων, μετά πάσης αρχής καί εξουσίας, τά πολυόμματα Χερουβίμ, καί τά εξαπτέρυγα Σεραφίμ, τάς όψεις καλύπτοντα, καί βοώντα τόν ύμνον. Αλληλούϊα, Αλληλούϊα, Αλληλούϊα, από το Χερουβικό του Μ. Σαββάτου «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»)

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ

Τά Χερουβίμ καί Σεραφίμ πολυόμματα, τώv Aρχαγγέλωv λειτουργώv τά στρατεύματα, σύν Εξουσίαις θρόvοι Κυριότητες,

Αγγελικαί Δυνάμεις σοί λειτουργούσιν, οι τών, Αρχαγγέλων χοροί σέ προσκυνούσι, τά πολυόμματα Χερουβίμ, καί τά εξαπτέρυγα Σεραφίμ κύκλω ιστάμενα καί περιϊπτάμενα, φόβω τής απροσίτου σου δόξης κατακαλύπτονται.

Πώς ο εν υψίστοις ακατάληπτος ών, εκ παρθένου τίκτεται! ο έχων θρόνον ουρανόν, καί υποπόδιον τήν γήν, εν μήτρα χωρείται γυναικός! ώ τά Εξαπτέρυγα καί Πολυόμματα ατενίσαι ού δύνανται, λόγω μόνω εκ ταύτης σαρκωθήναι ηυδόκησε, Θεού εστι Λόγος ο παρών.

23.   μετάρσια

μετάρσιος

ο αιωρούμενος ψηλά στον αέρα

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:  < *μετάρτ-ιος < * μετ(α)- + ἀείρω «υψώνω» (πβ. λ. αίρω)].

«Αντίθεον πρόσταγμα, παρανομούντος τυράννου, μετάρσιον τήν φλόγα ανερρίπισε, Χριστός δέ εφήπλωσε, θεοσεβέσι Παισί, δρόσον τήν τού Πνεύματος, ο ών ευλογημένος, καί υπερένδοξος».

«Έφλεξε ρείθρω τών δρακόντων τάς κάρας,

»Ο τής καμίνου τήν μετάρσιον φλόγα,

»Νέους φέρουσαν ευσεβείς Κατευνάσας,

Χαίρε γή άσπορε, χαίρε βάτε άφλεκτε, χαίρε βάθος δυσθεώρητον, χαίρε η γέφυρα, πρός τούς ουρανούς η μετάγουσα, καί κλίμαξ η μετάρσιος, ήν ο Ιακώβ εθεάσατο,

Εσκίρτησαν Απόστολοι, ορώντες μετάρσιον σήμερον, τόν κτίστην αιρόμενον ελπίδι τού Πνεύματος, καί φόβω έκραζον, Δόξα τή ανόδω σου.

24.   κλώμενον

κλώμενος

αυτός που τεμαχίζεται

Είναι μετοχή μεσοπαθ. Ενεστώτα του ρ. κλάω, κλ = «σπάζω, κόβω» -  (ειδικότερα) «κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω» (πβ. «λαβν τν ρτον ελόγησε κα κλάσας πεδίδου», ΚΔ)·

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:  αρχ. κλῶ (-άω) «σπάζω, χτυπώ» Oμόρριζα: κλάσμα, κλάση,  κλῆ-ρος, κλών «κλωνάρι», κλῆ-μα κ.ά. H μαθηματική σημ. τής λ. κλάσμα οφείλεται στο γεγονός ότι το κλάσμα αντιπροσωπεύει την πράξη τής διαιρέσεως.