29/12/2020, Οι ίδιοι Αυτόν ού παρέλαβον, π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Οι ίδιοι Αυτόν ού παρέλαβον


Δὲν ἔχει περάσει ἑβδομάδα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ποὺ ψάλλαμε «τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται» καὶ ἀκοῦμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ «θρῆνον καὶ κλαυθμὸν καὶ ὀδυρμὸν πολύν». Ἡ χαρὰ ποὺ ἔφερε σὲ ἐμᾶς ἡ Γέννηση τοῦ Σωτήρα, ἐκτός τοῦ ὅτι σὲ Ἐκεῖνον «ἐστοίχισε» τὴν Κένωση τῆς Ἐνανθρώπησής του, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα τῆς Καθόδου του ἄρχισε νὰ τοῦ «κοστίζει» πίκρες: Κατ' ἀρχὴν βρῆκε κλειστὲς τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν μας, καὶ ἀναγκάστηκε νὰ γεννηθεῖ σὲ στάβλο, γιατί «οὐκ ἦν αὐτῷ τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Καὶ σήμερα ἀκοῦμε γιὰ ἀπειλὴ σφαγῆς, ποὺ τὸν ἀναγκάζει νὰ πάρει -βρέφος ἀκόμα- τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας.


Ξένος ἐκ βρέφος

Δὲν εἶναι λοιπὸν ἄστοχη ἡ χαρακτηριστικὴ λεπτομέρεια στὴν ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Γέννησης, ποὺ ἀπεικονίζει τὴ φάτνη μὲ σχῆμα τάφου. Ἡ ἐπὶ γῆς «φιλοξενία» τοῦ Θείου Βρέφους ἀρχίζει ἀπὸ μία φάτνη ἄλογων ζώων καὶ καταλήγει σὲ ἕναν τάφο -καὶ μάλιστα ξένο τάφο- μετὰ ἀπὸ θάνατο ἀτιμωτικό! Δὲν θὰ ἦταν ἑπομένως τελείως ἄκαιρο, μέρες χριστουγεννιάτικες, νὰ θυμηθοῦμε κάτι ἀπὸ τὸ θρηνητικὸ τροπάριο, ποὺ ψάλλουμε στὴν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Ἐκεῖ παρουσιάζεται ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ἅγιος Ἰωσὴφ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὴν ἄδεια νὰ ἀποκαθηλώσει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ λέγοντας: «Δὸς μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα».

Ὁ Κύριος καὶ δημιουργός τοῦ σύμπαντος ἔρχεται νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ σχεδὸν ὅλοι τὸν ἀντιμετωπίζουν σὰν ξένο. «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Μόνο κάποιοι ποιμένες καὶ τρεῖς «μάγοι Περσῶν βασιλεῖς» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ τὸν προσκυνοῦν. Ἔπρεπε νὰ ἔρθουν οἱ ξένοι, γιὰ νὰ ξυπνήσουν τοὺς «δικούς του» ποὺ τὸν θεωροῦσαν ξένο καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλύψουν ὅτι εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Βασιλέας τους. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βρεθεῖ θρόνος γιὰ τέτοιον Βασιλέα σὲ καρδιὲς πωρωμένες ἀπὸ τὴν πονηρία καὶ τὴν ὑποκρισία, καὶ πολὺ περισσότερο στὴ γεμάτη φιλοδοξία καρδιὰ τοῦ Ἡρώδη!


Μανία ἀνίατος

«Δὲν ἔπρεπε νὰ θυμώσει ὁ Ἡρώδης», λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «μὲ τὴν ἀναχώρηση τῶν Μάγων δι' ἄλλης ὁδοῦ. Ἔπρεπε νὰ φοβηθεῖ καὶ νὰ συσταλεῖ, ἀφοῦ εἶχε ἀφορμὲς θεραπείας: καὶ ἐκεῖνοι τοῦ μίλησαν γιὰ τὸ ἀστέρι, καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς γιὰ τὶς προφητεῖες. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ἀγνώμων καὶ ἀνίατος, κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ φέρει ἀποτέλεσμα». «Ὢ τῆς Ἡρώδου πωρώσεως!», λέει τὸ στιχηρὸ τῶν αἴνων. «Ἀφοῦ τὸν ἔπιασε μανία κατὰ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε νήπιο, ἀφήνει τὸν θυμό του νὰ ξεσπάσει στὰ βρέφη».

Ἔτσι καὶ ὁ Ἡρώδης καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντὶ νὰ γεμίσουν μὲ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, ποὺ ὑποτίθεται μὲ λαχτάρα περίμεναν, ταράσσονται καὶ πονοῦν. Λέει χαρακτηριστικὰ ὁ Οἶκος τῆς ἑορτῆς: «Ἐνῶ τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω συνευφραίνονται καὶ πανηγυρίζουν μὲ τὴ φανέρωση τοῦ πάντων Βασιλέως, μόνο ὁ Ἡρώδης ὑποφέρει μαζὶ μὲ τοὺς προφητοκτόνους Ἰουδαίους. Καὶ εἶναι φυσικὸ μόνο αὐτοὶ νὰ ὀδύρονται, γιατί τώρα τελειώνει ἡ βασιλεία τους. Μόνος ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος πλέον Βασιλέας θὰ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ τώρα φαίνεται ἐν τῇ φάτνῃ ὡς νήπιον κείμενον».


«Σκιρτάτω τὰ νήπια»

Πράγματι. Ἡ χαρὰ ποὺ φέρνει τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεέμ, ἡ χαρὰ ποὺ γέμισε τὰ σύμπαντα τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων, δὲν εἶναι προσωρινή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μᾶς τὴν πάρει, ἔστω κι ἂν προσωρινὰ ἀκουστεῖ «ἐν Ραμᾷ θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς». «Πολλοὶ φλυαροῦν», λέει ὁ Χρυσορρήμων, «γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ ἔγινε μὲ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων. Ὅμως δὲν εἶναι αἴτιος τῆς σφαγῆς ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἡ ὠμότητα τοῦ βασιλέως. Τί λοιπὸν ζημιώθηκαν τὰ νήπια ποὺ ὁδηγήθηκαν γρήγορα στὸν ἀκύμαντο λιμένα; Δὲν ἀδικήθηκαν. Ἴσα-ἴσα τὸ πάθος τοὺς χάρισε στεφάνια ἄφθαρτα».

Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ σκανδαλίζει ἡ τόσο «αἰσιόδοξη» γλώσσα τῶν ὑμνογράφων, ποὺ μιλοῦν γιὰ «σκιρτήματα χαρᾶς» καὶ «εὐθυμία»: «Ἂς σκιρτοῦν ἀπὸ χαρὰ τὰ νήπια ποὺ θυσιάζονται γιὰ τὸν Χριστό». «Βηθλεέμ, μὴ σκυθρωπάζεις ἀλλὰ νὰ εὐθυμεῖς, γιατί τὰ βρέφη προσφέρθηκαν ὡς τέλεια θυσία στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ θὰ βασιλεύουν γιὰ πάντα μαζί του». «Μὴν κλαῖς, Ραχήλ, τὰ τέκνα σου· βρίσκονται στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραὰμ γεμάτα εὐφροσύνη». Οἱ «παράδοξοι» αὐτοὶ ὕμνοι δὲν στηρίζονται σὲ ψεύτικες παρηγοριὲς ἀλλὰ σὲ ἀλήθειες· ἢ μᾶλλον στὴν Ἀλήθεια, ποὺ γιὰ ἐμᾶς ἔλαβε σάρκα καὶ ἔγινε ’Ἄνθρωπος. «Ἦρθε ἡ Ἀλήθεια· ὁ Θεὸς φανερώθηκε σ’ ἐμᾶς ποὺ καθόμασταν στὴ σκιὰ τῆς πλάνης γιὰ νὰ μᾶς σώσει».

Χωρὶς τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, «ὁ κόσμος μας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ Ἰουστῖνος Πόπoβιτς, «εἶναι μία χαώδης ἔκθεση ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Χωρὶς Αὐτὸν δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο· δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή. Δὲν ὑπάρχει πιὸ δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει σ’ Αὐτόν. Καλύτερα νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος», καταλήγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος χρησιμοποιώντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν Ἰούδα, ποὺ προφανῶς ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν «βασιλέα» Ἡρώδη καὶ γιὰ ὅσους ἀμεταvoήτως ὁμοφρονοῦν μὲ αὐτόν.

 

Πηγή: π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, www.agiazoni.gr