27/1/20201, Ἐνστάσεις ἐνάντια στή (χριστιανική) θρησκεία, του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου

 Ἐνστάσεις ἐνάντια στή (χριστιανική) θρησκεία

  

Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσουμε με συντομία πέντε συνήθεις ενστάσεις κατά τής χριστιανικής θρησκείας. Σύμφωνα με την πρώτη, καμία θρησκεία δεν είναι αξιόπιστη, διότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Ἡ ένσταση ἔχει δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτον, πολλά πράγματα τα πιστεύουμε χωρίς να έχουμε ή να επιζητούμε γι ́αὐτα επιστημονικές αποδείξεις. Ἡ γνώση ότι οἱ γονείς μας μάς αγαπούν, ή ότι έχουμε ζήσει μία συγκεκριμένη εμπειρία στο παρελθόν, ή ότι ένα άθροισμα λέξεων συνιστά ποιητικό αριστούργημα δεν αποδεικνύονται επιστημονικά – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ισχύουν. Δεύτερον, ὁ Θεός δεν είναι αντικείμενο του κόσμου, τον οποίο έρευνά η επιστήμη, ἀλλἀ ο δημιουργός του. Ὁ χριστιανισμός δεν λατρεύει ‘θεούς’ όπως εκείνοι του αρχαίου ἐλληνικού παγανισμού, την ανυπαρξία των οποίων θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με μια επίσκεψη στον Όλυμπο. Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ούτε την ύπαρξη ούτε την ανυπαρξία του Θεού.

Μια δεύτερη ένσταση ισχυρίζεται ότι η θρησκεία είναι περιττή, αν όχι άχρηστη. Η ένσταση αυτή συνδέεται με τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Τον 17ο αιώνα, με την ανάπτυξη της επιστήμης, εκκοσμικεύτηκε η γνώση. Τον 18ο αιώνα, με την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, που διαχώρισαν την Εκκλησία από το Κράτος, είτε με τρόπο εχθρικό (Γαλλία), είτε με τρόπο φιλικό (Αμερική), εκκοσμικευτηκε η πολιτική. Τον 19ο αιώνα εκκοσμικεύτηκε ο πολιτισμός. Τέλος, τον 20ο αιώνα, ιδίως από το 1960 και μετέπειτα, εκκοσμικεύτηκε η ηθική. Επομένως, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να μορφωθεί, να διασκεδάσει, να πολιτευτεί και να ζήσει χωρίς δεύτερη αναφορά στην θρησκεία. Η ένσταση αυτή, ωστόσο δεν λαμβάνει υπόψη της τα θεμελιώδη, υπαρξιακά και μεταφυσικά μας ερωτήματα. Γιατί υπάρχει κάτι και όχι τίποτα? Γιατί βρισκόμαστε εδώ? Ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης μου? Τι θα συμβεί άραγε, όταν πεθάνω? Χωρίς απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα η ίδια η ζωή δεν έχει νόημα. Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δώσει απάντηση ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η πολιτική, ούτε η εκκοσμικευμένη ηθική. Η θρησκεία καταπιάνεται μ’αυτά, και γιαυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, σε όλες τις εποχές έχει κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων.

Σύμφωνα με μια τρίτη ένσταση, “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού’’. Τον ισχυρισμό διατύπωσε ο Καρλ Μαρξ και επανέλαβαν με διαφορετική μορφή ο Φρόιντ και τόσοι άλλοι, για να δηλώσουν ότι η θρησκεία δεν είναι παρά μια ανθρώπινη επινόηση όσων αναζητούν παρηγοριά για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Η ένσταση αυτή πάσχει από δυο προφανείς αδυναμίες. Πρώτον, το γεγονός ότι επιθυμούμε ή φανταζόμαστε κάτι δεν σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει. Ένας οδηγός που έχει ελάχιστη βενζίνη επιθυμεί και ελπίζει ότι σε λίγο θα αντικρίσει κάποιο βενζινάδικο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το βενζινάδικο δεν υπάρχει. Οι επιθυμίες μας και η πραγματικότητα αποτελούν ζητήματα διαφορετικής τάξης. Δεύτερον, η ίδια ένσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υπέρ της θρησκείας, διότι εξίσου καλά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η αθεΐα αποτελεί βολική επινόηση όσων θέλουν να είναι απόλυτοι κύριοι της ζωής τους, να καθορίζουν οι ίδιοι το κάλο και το κακό, και να μην είναι υπόλογοι, σε κανέναν για τις επιλογές και τις πράξεις τους.

Η τέταρτη ένσταση επικαλείται την κακότητα των χριστιανών. Έστω όμως κι αν δεχόμασταν ότι αυτό ισχύει (παραβλέποντας, βεβαία, ότι ο χριστιανισμός έχει ασκήσει μακράν την ευεργετικότερη επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία), θα αποτελούσε, άραγε, κάτι τέτοιο επιχείρημα κατά του χριστιανισμού? Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα δυο μεγάλων Δημοκρατιών της σύγχρονης εποχής, της Βρετανικής και της Αμερικανικής. Οι πολίτες τους βαρύνονται με μεγάλα αμαρτήματα - δουλεμπόριο, αποικιοκρατία, ρίψεις ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και τόσα άλλα. Αποτελούν όμως αυτά επιχειρήματα κατά της Δημοκρατίας? Μπορούν να αναιρέσουν τα επιτεύγματα αυτών των Δημοκρατιών? Σημαίνουν, άραγε, ότι τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας είναι διάτρητα? Μάλλον παραπέμπουν στην αδυναμία των ανθρώπων να αρθούν στο ύψος των ιδανικών τους και όχι κατ’ανάγκην στην απαξία αυτών των ιδανικών. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ορισμένες φορές και με τους χριστιανούς. Πέμπτη και τελευταία ένσταση – οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τεράστιο πραγματολογικό σφάλμα. Οι θρησκείες ευθύνονται για λιγότερο από το 10% των πόλεμων, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο πόλεμος, μάλιστα, είναι αντίθετος στη φύση, ιδίως του χριστιανού, ο οποίος λατρεύει τον εσταυρωμένο βασιλέα της ειρήνης. Αντιθέτως, αν φέρουμε στη μνήμη μας τις κοσμικές, ολοκληρωτικές, αντιχριστιανικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνες ευθύνονται για το θάνατο ασυγκρίτως περισσότερων θυμάτων από όσα καταλογίζουν στον Χριστιανισμό κατά τους είκοσι αιώνες της ιστορίας του. Με δυο λογία, ενώ οι παραπάνω ενστάσεις επαναλαμβάνονται, συνεχώς ως δήθεν πειστικές και εύλογες, η αποδεικτική τους ισχύς είναι, στην πραγματικότητα, ανύπαρκτη.

 

Πηγή: π. Δημητρίου Μπαθρέλλου Ἐφημ. Ἱ.Ν Ἀναλήψεως Ντράφι -Ἐπισκ. Καθηγητοῦ Παν. Emory, Περιοδικό Εφημέριος