Ακάθιστος Ύμνος - Γλωσσάρι

 Ακάθιστος Ύμνος - Γλωσσάρι



αγνείας θησαύρισμα

από το θησαυρίζω  (αποταμιεύω, αποθησαυρίζω (π.χ. «ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ.·). Λέγεται μεταφορικά για κάτι που είναι συγκεντρωμένο  σε μεγάλη ποσότητα.

 

Για την Θεοτόκο:

Ο καθαρώτατος ναός τού Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς καί Παρθένος, τό Ιερόν θησαύρισμα τής δόξης τού Θεού,....(Εισοδίων)

Ως τής ημών Αναστάσεως θησαύρισμα, τούς επί σοί πεποιθότας Πανύμητε, εκ λάκκου καί βυθού πταισμάτων ανάγαγε, ...(Θεοτοκίον ήχος βαρύς)

 

Άλλες περιπτώσεις:

Αγίω Πνεύματι, πηγή τών θείων θησαυρισμάτων, εξ ού σοφία, σύνεσις, φόβος, αυτώ αίνεσις, δόξα, τιμή καί κράτος.....(Αναβαθμοί)

Ο επίγειος Άγγελος, καί ουράνιος άνθρωπος, χελιδων η εύλαλος καί πολύφωνος, τών αρετών τό θησαύρισμα, η πέτρα η άρρηκτος τών πιστών υπογραμμός.... (Αγίου Χρυσοστόμου)

Ως θείον θησαύρισμα, εγκεκρυμμένον τή γή, Χριστός απεκάλυψε τήν κεφαλήν σου ημίν, Προφήτα καί Πρόδρομε,.. (Μνήμη τής ευρέσεως τής τιμίας κεφαλής τού Προδρόμου)

 

ηδύπνοον κρίνον

[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + - πνοή < πνέω).

Η Παρθένος συχνότατα παρομοιάζεται με το κρίνον, το άνθος της αγνείας και της καθαρότητας.

 

Ως κρίνον αναμέσον εκλάμπουσαν, τών ακανθών, ευρών ο νυμφίος σε, Παρθενομήτορ ηγάπησεν.... (Θεοτοκίον)

Σέ μόνην, τών ακανθών εν μέσω ευράμενος, ώς καθαρώτατον κρίνον, καί κοιλάδων άνθος ώ Θεομήτορ, ο Νυμφίος ο νοητός εν σοί κατεσκήνωσε. (Θεοτοκίον)

Ως κρίνον, ως ευοσμόν σε ρόδον, ως θείον οσφράδιον εδρέψατο, Λόγος ο υπέρθεος, πάναγνε Θεόνυμφε, καί σού τήν μήτραν ώκησεν ευωδιάζων ημών, τήν φύσιν δυσωδίας πλησθείσαν, τήν εξ αμαρτίας, Μαρία Θεοτόκε. (Θεοτοκίον)

Ρόδον εν ακάνθαις ευρηκώς σε, καί άνθος εν ταίς κοιλάσι τό πανεύοσμον, κρίνον τε πανάσπιλον, Δέσποινα Θεόνυμφε, ο σός Νυμφίος άνωθεν εν σοί εσκήνωσε, καί κόσμον ευωδίασε πάντα, σέ υπερυψούντα εις πάντας τούς αιώνας. (Θεοτοκίον)

 

Άλλες περιπτώσεις:

Ως ρόδον εξήνθησας, λειμώνι τής ασκήσεως, ως ηδύπνοον κρίνον, ως μήλον εύοσμον, καί κατευωδίασας πάντων, τών ευσεβών ψυχάς καί καρδίας, Ιλαρίων ένδοξε, πρεσβευτά τών ευφημούντων σε. (Ιλαρίωνος του Νέου)

Εφάνητε ως κρίνα ηδύπνοα, Ιεράρχαι ψυχάς επιγνώσεσι, πιστών κατευφραίνοντες, ευσεβείας, αξίως, διό μακαρίζεσθε. (Σάββατο Παρακλητικής, ήχος Βαρύς)

Ως κρίνον ηδύπνοοv, ως ρόδον Πάτερ ήνθησας, εν λειμώνι, τής θείας σαφώς ασκήσεως,... (Οσιομάρτυρος Ανδρέου εν Κρίσει)

Ως ρόδον ταίς ασκητικαίς, Πάτερ ήνθησας κοιλάσι Γρηγοριε, ως κρίνον εύοσμον, διό πηγάζει μύρον ηδύπνοον, (Γρηγορίου Δεκαπολίτου)

 

φωτός κατοικητήριον

Ο Θεός είναι αυτός που έχει ως κατοικία του το φως (πβ το ψαλμικό «αναβαλόμενος φως ως ιμάτιον»). Παραδείγματα:

Ο φώς κατοικών, τήν αγίαν ώκησε νηδύν σου Αγνή, κόσμου απολλύμενον, σκότει αγνωσίας ανακτώμενος, όν ικέτευε πάντας, φωτίσαι τούς υμνούντάς σε. (Θεοτοκίον)

Ο φώς κατοικών, καί φάτνην παρ' αξίαν.

Νύν ευδοκήσας, εις βροτών σωτηρίαν. (Ιαμβικός Κανόνας Χριστουγέννων)

 

Αλλά και η Παρθένος, ως οικία στην οποία κατοίκησε ο Θεός, ονομάζεται εδώ κατοικητήριον φωτός. Δεν βρήκα αλλού στην υμνογραφία μια τέτοια αναφορά και θα με ενδιέφερε να βρω. Απεναντίας υπάρχει πλήθος χωρίων, όπου η Θεοτόκους αναφέρεται ως κατοικία του Θεού. Π.χ.

 

Η προορισθείσα παντάνασσα Θεού κατοικητήριον, εξ ακάρπου σήμερον  νηδύος προήκται, (Γενέσιον της Θεοτόκου)

...καί Αρχιερεύς ο μέγας, Ζαχαρίας δέχεται, ευφραινόμενος ταύτην, ως Θεού κατοικητήριον. (Εισοδίων)

Ως κατείδε πάλαι σε, Αγνή πανάχραντε, ο Υποφήτης βλέπουσαν πύλην, πρός τό φώς τό άδυτον, ευθύς σε επέγνω, Θεού κατοικητήριον.  (Θεοτοκίον)

Ως κατείδε πάλαι σε, Αγνή πανάχραντε, ο Υποφήτης βλέπουσαν πύλην, πρός τό φώς τό άδυτον, ευθύς σε επέγνω, Θεού κατοικητήριον. (Θεοτοκίον)

Σήμερον τά στίφη τών Πιστών συνελθόντα, πνευματικώς πανηγυρίσωμεν, καί τήν θεόπαιδα Παρθένον καί Θεοτόκον, εν Ναώ Κυρίου προσαγομένην, ευσεβώς ανευφημήσωμεν, τήν προεκλεχθείσαν εκ πασών τών γενεών, εις κατοικητήριον τού Παντάνακτος Χριστού, (Εισοδίων)

 

ρόδον το αμάραντον

Μια από τις πιο συχνές απεικονίσεις της Θεοτόκου μέσω ενός άνθους είναι και αυτή του ρόδου (υπάρχει και η σχετική εικόνα και ονομασία της Θεοτόκου «Ρόδον το αμάραντον»).  Π.χ.

Ήνθησε τό μήλον τό ευώδες, τό ρόδον το θείον πεφανέρωται, καί κατευωδίασε, σήμερον τά πέρατα,  (Προεόρτια Γενεσίου Θεοτόκου)

 

Άλλες περιπτώσεις για αγίους:

Ως ρόδον αμάραντον, ως εκ παστάδος νυμφίος πρόεισιν, ωραιότατος όντως, εκ τής καμίνου φλέξας τούς άφρονας, καί τούς ορώντας φωτίσας κραυγάζοντας, Ευλογητός ο Θεός τών Πατέρων ημών. (Αγίου Μάμαντος)

Ως ρόδον ηδύπνοον, ως εύοσμον κυπάρισσον, ως αμάραντον κρίνον, ως μύρον τίμιον, έχων σε Κυρίου Προφήτα, τής τών εμών έργων δυσωδίας, ευχαίς σου ρυσθήσομαι, ο προστρέχων εν τή σκέπη σου. (Προδρόμου, Τρίτη Παρακλητικής, Β ΄ήχου)

 

το οσφράδιον

Συνδέεται με την όσφρηση, είναι κάθε ουσία που διεγείρει με την έντονη οσμή της, όπως ο αιθέρας, η αμμωνία κ.ά.· (όμως ο αείμνηστος καθηγητής μου Αθανάσιος Κομίνης μάς το είχε μεταφράσει ως «αρωματοθήκη»).

 

Ως κρίνον, ως ευοσμόν σε ρόδον, ως θείον οσφράδιον εδρέψατο, Λόγος ο υπέρθεος, πάναγνε Θεόνυμφε, καί σού τήν μήτραν ώκησεν ευωδιάζων ημών, τήν φύσιν δυσωδίας πλησθείσαν, τήν εξ αμαρτίας, Μαρία Θεοτόκε. (Θεοτοκίον)

Ως χαράν συλλαβούσα, χαίρε υπεράμωμε, χαίρε υπέραγνε, χαίρε τής Αγνείας, πορφυρόχρουν άνθος ηδύπνοον, χαίρε παρθενίας, κακκοβαφές ερυθρόν ρόδον, καί Θεού τό ευώδες οσφράδιον. (από ωδή της Θεοτόκου)

Ως ρόδον, ως καθαρώτατον κρίνον, ως ευώδες σε οσφράδιον Κόρη, ο ποιητής εξ ωραίων κοιλάδων, τών κοσμικών εκλεξάμενος ώκησε, τήν μήτραν σου καί σαρκωθείς, ευωδίας τόν κόσμον επλήρωσεν. (ωδή Θεοτόκου)

 

Και αλλού:

Ήνθησας κοιλάσιν ως κρίνον, ταίς τών Mαρτύρων αθλοφόρε, Ιουλιανή, καί ως ρόδον, τήν παρθενίαν εύοσμον φέρουσα, τώ νοητώ Νυμφίω σου, θείον οσφράδιον γεγένησαι. (αγίας Ιουλιανής)

 

νυμφώνα ολόφωτον

Από το  < νύμφη + κατάλ. -ών (πρβλ. νεκρ-ών, -νος). Είναι ο θάλαμος των νεονύμφων. Λόγω του συνδυασμού της ωραιότητος και της αγάπης που εμπεριέχει χρησιμοποιείται συχνότατα στην υμνογραφία και την πατερική γραμματεία για να απεικονίσει μεταφορικά έναν τόπο από όπου απορρέουν και τα δύο. Η αφετηρία όλων αυτών των αναφορών είναι τα ίδια τα λόγια του Χριστού όπου αναφέρεται στον εαυτό του ως νυμφίο, αλλά και η παραβολή των 10 Παρθένων. Στο τέλος παραθέτων εν είδει παραρτήματος ένα σχόλιο το οποίο είχα επιμεληθεί προσωπικά στο Ετυμολογικό Λεξικό για τη Λέξη Νυμφίος.

 

Νυμφών ωραιότατος, θρόνος Θεού υψηλότατος, εδείχθης Θεόνυμφε, εν ώ καθίσας σαρκί, τούς καθημένους, εν σκότει απωλείας, εγερεί πρός γνώσεως, φώς αγαθότητι. (Προεόρτια γεννήσεως Θεοτόκου)

Αύτη ημέρα Κυρίου, αγαλλιάσθε λαοί, ιδού γάρ τού φωτός ο νυμφών, καί η βίβλος τού λόγου τής ζωής, εκ γαστρός προελήλυθε, (Γέννηση Θεοτόκου)

Νυμφων φωτοφόρος τής υπέρ νούν, σαρκώσεως ώφθης, τού τών όλων Δημιουργού, εκ σού τήν σάρκα Θεομήτορ, τήν ημετέραν ημφιάσατο. (Θεοτοκίον)

Νυμφώνα πανάχραντον, τής υπέρ λόγον Λόγου σαρκώσεως, καί Παστάδα καί θρόνον, ορθά φρονούντες σέ ονομάζομεν, καί γεγηθότες, τώ τόκω σου ψάλλομεν, Ευλογητός ό Θεός, ο τών Πατέρων ημών. (Θεοτοκίον)

Νυμφώνα φωτοφόρον καί καθαρόν, Παρθένε γεγονυίαν Θεού, σέ υμνούμεν πόθω καί μακαρίζομεν, εκ σού γάρ ετέχθη Χριστός, εν ουσίαις καί θελήσεσι διτταίς, ο είς τής Τριάδος, καί τής δόξης ών Κύριος.

Νυμφών ακατάλυτος οφθείσα Θεού, δυσώπει αυτόν, Παναγία Παρθένε, τού νυμφώνος οικήτορα, τού νοητού γενέσθαι με... (Σάββατον, ήχος βαρύς)

Νυμφώνα δόξης σε μυστικόν, πάντες καταγγέλλομεν πιστοί, Θεοκυήτορ, πανάμωμε, όθεν δυσωπώ σε Αγνή πεσόντα με, νυμφώνος Παραδείσου, οικείον ποίησον. (Θεοτοκίον)

 

όρθρος φαεινός

Η Θεοτόκος εικονίζεται ως όρθρος με την έννοια οτι ο όρθρος τρόπον τινά «φέρει», προάγει, ανατέλλει  τον Ήλιο.

 

Ανέτειλας Θεομήτορ ως όρθρος τόν Ήλιον, τόν άδυτοv ηνωμένον σαρκί καθ' υπόστασιv, εν αγκάλαις φέρουσα, τής αληθούς δικαιοσύνης, διό σε πάντες δοξάζομεν. (Θεοτοκίον)

Ως όρθρος ευρέθης πρωϊνός, εν τή τού βίου νυκτί, παρθενίας ακτίσι περιαστράπτουσα, τήν ανατολήν τού Ηλίου, τού νοητούτής δικαιοσύνης, ημίν φανερώσασα, Θεομήτορ πανσεβάσμιε. (Θεοτοκίον)

Ως όρθρος τοίς εν σκότει, καί πεπλανημένοις, δικαιοσύνης τόν Ήλιον έχουσα, εν ταίς αγκάλαις Παρθένε Χριστόν ανέτειλας. (Θεοτοκίον)

Ως όρθρος ευπρεπής, εκ λαγόνων ανίσχεις, Ιησούν τόν φωτισμόν, απάντων καί Θεόν, απειρόγαμε Δέσποινα, νύκτα τής πολυθεϊας, εκμειούντα καί λάμψεσιν, ανεσπέροις τόν κόσμον φωτίζοντα. (Θεοτοκίον)

 

πίον όρος

Η λέξη πίων, πίειρα, πίον είναι επίθετο και σημαίνει παχύς, ευτραφής, λιπώδης. Συνδέεται με τη λ. π-αρ. Εδώ αφετηρία είναι ο ΨΑΛΜΟΣ 67: «Όρος τού Θεού, όρος πίον, όρος τετυρωμένον, όρος πίον», στον οποίο οι πατέρες είδαν εξεικόνιση της Θεοτόκου, η οποία είναι πλούσια από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Η σύνδεση με το όρος πάλι προέρχεται από το όραμα που ερμηνεύει ο Δανιήλ, όπου ετμήθη λίθος από «αλατόμητον» όρος, την Παρθένο που γέννησε χωρίς πείραν ανδρός.

 

Σχετικές αναφορές:

 

Όρος εδείχθης αλατόμητον, και δασύ και πίον εν Πνεύματι, εξ ου επέφανεν ημίν, ο απτόμενος Δέσποινα, τών ορέων και καπνίζονται, ώς φησί Δαβίδ ο Δίκαιος. (Θεοτοκίον)

Ιεσσαί εκ ρίζης, χαίρε ράβδος βλαστήσασα, χαίρε αποτίστως ανθηφορoύσα, άνθος τόν Χριστόν ωραίον, χαίρε πίον όρος, χαίρε κατάσκιον, χαίρε Θεού όρος, εν ώ κατοικείν ο Λόγος, πάντων ηυδόκησε πρό τών αιώνων. (Κανών Θεοτόκου, 27 Ιανουαρίου)

Αγιοπρεπής Ναός εδείχθης, τού Λόγου τού πάσαν κτίσιν αγιάσαντος, όρος πίον άγιον, όρος εμφανέστατον, ευλογημένη Δέσποινα μόνη πανύμνητε, Διό σε Θεομήτορ υμνoύμεν, καί υπερυψούμεν εις πάντας τούς αιώνας. (Θεοτοκίον)

Συμβόλοις σε πόρρωθεν προδιετύπου, η χάρις τού Πνεύματος, προφητικοίς χαρίσμασιν, όρος πίον άγιον, πύλην σωτήριον, τόμον τε καινότατον Αγνή, καί κιβωτόν σε κατονομάζουσα. (Θεοτοκίον)

Σέ ο Δαυϊδ, προδιέγραψεν όρος τετυρωμένον, όρος τού Θεού ημών, όρος πίον, εν σοί γάρ Κόρη, εγνωρίσθησαν τούτου, αι πορείαι σάρκα πτωχεύσαντος, καί πρός τό αρχαίον ημάς επανάξαντος. (Θεοτοκίον)

Χαίρε η πύλη τού Θεού, δι'  Ής διήλθε, σαρκωθείς ο Πλαστουργός, εσφραγισμένην φυλάξας σε, Χαίρε νεφέλη κούφη, τόν θείον όμβρον φέρουσα Χριστόν. Χαίρε κλίμαξ καί θρόνε ουράνιε. Χαίρε όρος σεπτόν, πίον αλατόμητον. (Θεοτοκίον)

 

 

ο πόκος ο ένδροσος

Και εδώ η αναφορά ειναι από το γνωστό θαύμα που είδε ο Γεδεών με το βρεγμένο μαλλί, που συμβολίζει την Παρθενία της Θεοτόκου. Πόκος είναι το ακατέργαστον μαλλί και ανάγεται ετυμολογικά στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποκ- τού (αμάρτυρου) ρ. πέκω* «κουρεύω».

 

Σχετικές αναφορές:

Χαίροις ο παvάγιος vαός, ο πόκος ό θεόδροσος, εσφραγισμένη πηγή, τού αθανάτου ρείθρου, τήv ποίμνην σου Δέσποιvα, φύλαττε εκ παντοίων, πολεμίων απολιορκήτως. (Θεοτοκίον)

Ως πόκος Πανάμωμε, τόν όμβρον τόν ουράνιον, εν γαστρί δεξαμένη ημίν εκύησας, τόν τήν αμβροσίαν διδούντα, τοίς ευσεβώς, αυτόν ανυμνούσι, καί σέ τήν πανύμνητον, Θεοτόκον καταγγέλλουσιν. (Θεοτοκίον)

Ο πόκος ποτέ, προεδήλου τήν αγνήν Σεμνή γαστέρα σου, εισδεξαμένην τήν ουράνιον, δρόσον τήν πάντας δροσίζουσαν, τούς κεκρατημένους τή δίψη, τής αμαρτίας κραυγάζοντας, Ευλογημένη η Θεόν, σαρκί κυήσασα. (Θεοτοκίον)

Πόκος καθάπερ όμβρον τόν επουράνιον, επί σέ κατελθόντα, κατεδέξω Πάναγνε, διό τά ομβρήματα, τών παθών μου ξήρανον, ικετεύω σε Μητροπάρθενε.  (Θεοτοκίον)

Χαίροις ο πανάγιος ναός, ο πόκος ο θεόδροσος, εσφραγισμένη πηγή τού αθανάτου ρείθρου, τήν ποίμνην σου, Δέσποινα, φύλαττε εκ παντοίων πολεμίων, απολιορκήτως. (Θεοτοκίον)

 

μύρον το ακένωτον

ακένωτος (<ἀ στερητ. + κεν) είναι ο ανεξάντλητος. Λέγεται για τον ίδιο τον Χριστό.

Σχετικές αναφορές:

Μύρον αληθώς, σύ ακένωτον υπάρχεις Λόγε, όθεν σοι καί μύρα προσέφερον, ως νεκρώ τώ ζώντι, γυναίκες Μυροφόροι. (Εγκώμια Επιταφίου, Β΄ Στάσις)

Άρας επί ώμων Ιωσήφ, τόν εν δεξιά τή πατρώα Υιόν καθήμενον, μύρον τό ακένωτον, μύροις εκήδευσας, τήν τού κόσμου ανάστασιν, προτέθεικας τάφω, τόν αναβαλλόμενον φώς ως ιμάτιον, λίθω συγκαλύπτεις αφράστως, Όθεν τούτου μέλπωμεν ύμνοις, τά φωσφόρα Πάθη καί τήν Έγερσιν. (Τρίτη Παρακλητικής, ήχος Β΄)

Μετά μύρων Γυναίκες, τί τό ακένωτον μύρον, ζητείτε; εξεγήγερται, ταίς Μυροφόροις έφησεν, ο καθεζόμενος εν λευκοίς, τήν υφήλιον πληρώσας, νοητής ευωδίας. (Κυριακή Παραλύτου)

Φέρει Χριστόν ώσπερ μύρον ακένωτον, τό νοητόν η Παρθένος αλάβαστρον, καί τούτο προέρχεται, εν Σπηλαίω πνεύματι, αποκενώσαι σαφώς, όπως πληρώση, τής ευωδίας αυτού τάς ψυχάς ημών.. (Θεοτοκίον)

Αδάμ η ανάκλησις

ἀνακαλῶ)· Ι. (ενεργ.) 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω

Με την Θεοτόκο ο Αδάμ «ανεκλήθη» στην πρώτη κοινωνία με τον Θεό, στη σωτηρία.

Εν ευσήμω ημέρα εορτής ημών σαλπίσωμεν, πνευματική κιθάρα, η γάρ εκ σπέρματος Δαυϊδ, σήμερον τίκτεται, η Μήτηρ τής ζωής τό σκότος λύουσα, τού Αδάμ η ανάπλασις, καί τής Εύας η ανάκλησις, (Γενέσιον Θεοτόκου)

Επελεύσει Πνεύματος, τού Παναγίου, τού Πατρός τόν σύνθρονον, καί ομοούσιον φωνή, Αγνή Αγγέλου συνέλαβες, Θεοκυήτορ, Αδάμ η ανάκλησις. (Θεοτοκίο)

Χαίρε κατάρας λύτρωσις, καί τού Αδάμ ανάκλησις, χαίρε Αγνή Θεοτόκε, ελπίς καί σκέπη τού κόσμου, χαίρε σεμνή μητρόθεε, χαίρε τό θείον όχημα, χαίρε η κλίμαξ καί πύλη, χαίρε κούφη νεφέλη, χαίρε τής Εύας η λύσις. (Θεοτοκίο)

χαίρε θεία στάμνε τού Μάννα, χαίρε λύσις τής αράς, χαίρε Αδάμ η ανάκλησις, μετά σού ο Κύριος.  (Ευαγγελισμός)

Η φωτεινή, τού ηλίου νεφέλη λάμψον μοι αίγλην, λύουσαν τόν ζόφον τής αμαρτίας, δίδου μοι χείρα, καί παθών εν τώ βόθρω, Θεοτόκε κείμενον έγειρον, μόνη τού πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις. (Θεοτοκίο)

 

λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις

λειμών ο (AM λειμών, -ῶνος)· τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.)· (ομόρριζα: λιμήν, λίμνη).  Φαίνεται πως στην πορεία έμεινε απλώς η σημασία βλαστάνω, ανθίζω.

αναθάλλω   (Α ἀναθάλλω)· (για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω·

Το νόημα είναι ότι βλάστησε ξανά για μας η χαρά που είχαμε απωλέσει.

Ò    Ò

Ιδού εκ ρίζης ράβδος, εβλάστησεν, άνθος αναθάλλουσα Χριστόν, καί επ' αυτώ νύν τικτομένω εν Σπηλαίω , Πνεύμα αναπαύσεται, συνέσεως καί βουλής, καί θείας γνώσεως. (20 Δεκεμβρίου)

Λειμώνας, τούς τής τρυφής αξίωσον δρέπεσθαι, τούς περί σέ τόν Δεσπότην, ευσεβώς φοιτώντας διά θανάτου, καί δικαίοις, τοίς απ' αιώνός σου συναρίθμησον. (Παρακλητική, Σάββατον, ήχ δ΄)

Λειμώνας τούς τής τρυφής σου, κληρώσασθαι, εν πίστει καταξίωσον, τούς μεταστάντας τού βίου, Οικτίρμον ως φιλάνθρωπος.  (Παρακλητική, Σάββατον ήχ πλ.β)

 

στερρόν της πίστεως έρεισμα

στρερρός = παράλληλος τύπος του στερεός

έρεισμα [< ερείδω = στηρίζω]· 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι· 2. (μτφ.) α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι»

Ò    Ò

Τής πίστεως έρεισμα, τής Εκκλησίας διδάσκαλον, καί στύλον ακράνδαντον ομολογίας σε, καί πολύφωτον, τής χάριτος φωστήρα, καί στόμα πυρίπνοον, Παύλε κηρύττομεν. (Κανών αγίου Παύλου Κων/πόλεως)

Σωτηρίας ανθρώπων, χαίρε στερρόν έρεισμα, χαίρε τού Αδάμ καί τής Εύας η επανάκλησις, δι' ής απέλαβον, τήν παλαιάν ευκληρίαν, χαίρε η ανοίξασα, πάλιν Παράδεισον. (Κανών Θεοτόκου, 27 Δεκεμβρίου)

Τύπος Ιεράς αθλήσεως, ανεδείχθης Μάκαρ, στήλη καρτερίας, καί κανων ανδρείας, καί στύλος Εκκλησίας, καί Πίστεως έρεισμα, καί αρετής υπογραμμός, άθλοις σεπτοίς, στεφανωθείς εν Χριστώ. (Κανών Ιγνατίου Θεοφόρου)

Ως αθλητών εδραίωμα, καί ευσεβείας έρεισμα, η Εκκλησία τιμά καί γεραίρει σου, τήν φωτοφόρον άθλησιν, παναοίδιμε μάκαρ, (Κοντάκιον αγίου Τροφίμου)

Μέγας, ανεδείχθης αληθώς, σύ Αρχιερεύς τού Υψίστου, τής Εκκλησίας φωστήρ, έρεισμα τής πίστεως, καί πύργος άσειστος, (Στιχηρά αγίου Μητροφάνους)

 

Εν τή στερρά τής πίστεώς σου πέτρα, τόν λογισμόν εδράσας τής ψυχής μου, στερέωσον, Κύριε, σέ γάρ έχω Αγαθέ, καταφυγήν καί στερέωμα. (Ειρμός)

 

στεφος εγκρατείας

στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.). Το νόημα είναι ότι η Θεοτόκος είναι η επιβράβευση των εγκρατευομένων.

[Κρίνω σκόπιμο να παραθέσουμε μόνο μερικά χωρία που δείχνουν τη λέξη στέφος ως «επιβράβευση»]

Ò    Ò

Ο Μάρτυς σου Κύριε, έν τή αθλήσει αυτού, τό στέφος εκομίσατο τής αφθαρσίας, εκ σού τού Θεού ημών, (Απολυτίκιο Μαρτύρων)

Ο Ιακώβ ωδύρετο, τού Ιωσήφ τήν στέρησιν, καί ο γενναίος εκάθητο άρματι, ως βασιλεύς τιμώμενος, τής Αιγυπτίας γάρ τότε ταις ηδοναίς μή δουλεύσας, αντεδοξάζετο παρά τού βλέποντος τάς τών ανθρώπων καρδίας, καί νέμοντος στέφος άφθαρτον. (Κοντάκιον Μ. Δευτέρας)

Τόν σταυρόν τού Χριστού, λαβόντες οι άγιοι Μάρτυρες, όπλον ακαταγώνιστον, πάσαν τού διαβόλου τήν ισχύν κατήργησαν, καί λαβόντες στέφος ουράνιον, τείχος ημίν γεγόνασιν, υπέρ ημών αεί πρεσβεύοντες. (Μαρτυρικόν, ήχ. β)

 

κριτού δικαίου δυσώπησις

δυσωπώ «σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω» (δυσ- + -ωπῶ < θ. -ωπ-, πβ. ὄπ-ωπ-α, παρακ. τού ὁρῶ «βλέπω»).

(ΣΧΟΛΙΟ. Μια εικασία για το πώς από την αρχική σημασία «σκυθρωπάζω» φτάσαμε στην εκκλησιαστική σημασία «ικετεύω»: Επειδή αδυσώπητος ήταν αυτός που δεν αλλάζει το βλοσυρό του βλέμμα [α στερητ. + δυσωπώ «σκυθρωπάζω»], φάνηκε στους μεταγενέστερους ότι δυσωπώ θα σήμαινε «παύω το αδυσώπητον» κάποιου, άρα κάμπτω τη σκληρότητά του. Αφαιρώντας δηλ. το στερητικό α φτάνουμε πάλι στο ρ. δυσωπώ, αλλά με τελείως διαφορετική σημασία από την αρχική!)

Ò    Ò

...σε τοίνυν δυσωπώ τον μόνον αγαθόν και ευήκοον, (Θεία Λειτουργία)

Σωτήρα τεκούσάν σε καί Θεόν, δυσωπώ, Παρθένε, λυτρωθήναί με τών δεινών, σοί γάρ νύν προσφεύγων ανατείνω, καί τήν ψυχήν καί τήν διάνοιαν. (Μικρή Παράκληση)

Θανάτου καί τής φθοράς ώς έσωσεν, εαυτόν εκδεδωκώς τώ θανάτω, τήν τή φθορά καί θανάτω μου φύσιν, κατασχεθείσαν, Παρθένε, δυσώπησον, τόν Κύριόν σου καί Υιόν, τής εχθρών κακουργίας με ρύσασθαι.  . (Μικρή Παράκληση)

Άχραντε, η διά λόγου τόν Λόγον ανερμηνεύτως, επ' εσχάτων τών ημερών τεκούσα, δυσώπησον, ώς έχουσα μητρικήν παρρησίαν. (Μικρή Παράκληση)

Θελητήν τού ελέους, όν εγέννησας, Μήτερ αγνή δυσώπησον, ρυσθήναι τών πταισμάτων, ψυχής τε μολυσμάτων, τούς εν πίστει κραυγάζοντας, Ο τών Πατέρων ημών Θεός, ευλογητός εί. (Μικρή Παράκληση)

Ψάλλομεν προθύμως σοι τήν ωδήν, νύν τή πανυμνήτω, Θεοτόκω χαρμονικώς, μετά τού Προδρόμου, καί πάντων τών Αγίων, δυσώπει, Θεοτόκε, τού οικτειρήσαι ημάς. (Μικρή Παράκληση)

Μήτερ τού Θεού τού Υψίστου, σύ υπάρχεις, Άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμεν, ρύσασθαι τούς δούλους σου. (Μικρή Παράκληση)

τη μητρική σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα άνοιξη καμοί τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα της αυτού αγαθότητος (από το Άσπιλε Αμόλυντε)

Ότι ουκ έχομεν παρρησίαν, διά τά πολλά ημών αμαρτήματα, σύ τόν εκ σού γεννηθέντα δυσώπησον, Θεοτόκε Παρθένε, (Θεοτοκίον)

 

οίκημα πανάριστον

οίκημα (Θεού):

Η τρίφωτος λαμπάς, τό τριώροφον οίκημα, τό σκήνωμα τής Τριάδος, ευφημείσθωσαν ύμνοις, Παρθένοι αί θεόφρονες. (τών Αγίων Μαρτύρων γυναικών Μηνοδώρας, Μητροδώρας, Νυμφοδώρας.)

Ου ψάμμον, αλλά Χριστόν θεμέλιον θέμενος, επωκοδόμησας Πάτερ, αρετήν χρυσίου τιμιωτέραν, καί Τριάδος, τής Παναγίας γέγονας οίκημα. (Μνήμη τού Οσίου Πατρός ημών καί Ομολογητού Χαρίτωνος.)

 

πανάριστος

Η κλήσις, ουκ απ' ανθρώπων γέγονεν, η σή Πανάριστε, αλλ' ουρανόθεν Παύλον ως τό πρίν, ο Χριστός σε εκάλεσεν, επιφανείς ως έλαφος, τών ιοβόλων εκλυτρούμενος. (του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου καί τής συνοδίας αυτού)

Θεολογίας τά νάματα, επί τού στήθους πεσών, τής σοφίας εξήντλησας, καί τόν κόσμον ήρδευσας, Ιωάννη πανάριστε, τή τής Τριάδος γνώσει τήν θάλασσαν, καταξηράνας τής αθεότητος, (Ιωάννου τού θεολόγου.)

 

παστάς ασπόρου νυμφεύσεως

παστός, -άδος, · κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος. Ο τ. παστάς, -άδος έχει σχηματιστεί από το < *παρ-στάς, συγκεκομμ. τ. τού ουσ. παραστάς (< παρίσταμαι).

Όπως και η λέξη νυμφών έχει ευρύτατη χρήση για να χαρακτηρίσει μεταφορικά «τόπους» όπου συντελέστηκαν θαυμάσιες μυστικές ενώσεις. Εν προκειμένω είναι ο τόπος όπου τελεσιουργήθηκε η «νύμφευση» (ένωση) της Παρθενίας με τη μητρότητα και κατ’ επέκταση του Θεού με τον άνθρωπο. (Η δεύτερη αυτή ερμηνεία είναι εμφανής στο δογματικό Θεοτοκίο από τον Εσπερινό Σαββάτου του Α  ήχου: «η παστάς, εν ή ο Λόγος ενυμφεύσατο τήν σάρκα»).

Ò    Ò

Παστάς τού Λόγου αμόλυντε, αιτία τής τών πάντων θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε, τών Προφητών περιήχημα, χαίρε τών Αποστόλων, τό εγκαλλώπισμα.

Τήν παστάδα τήν φωτοειδή, εξ ής ο τών απάντων Δεσπότης, ώσπερ νυμφίος προελήλυθε Χριστός, υμνήσωμεν άπαντες, εκβοώντες. Πάντα τά έργα, τόν Κύριον υμνείτε, καί υπερυψούτε, εις πάντας τούς αιώνας.

Οίκον τής δόξης σε, όρος Θεού, άγιον αγνή, νύμφην παστάδα, ναόν αγιάσματος, ο Υιός ο τού Θεού εν σοί οικήσας, (Κανών, Κυριακή, ήχος δ)

Ως ζωηφόρος, ως Παραδείσου ωραιότερος, όντως καί παστάδος πάσης βασιλικής, αναδέδεικται λαμπρότερος, Χριστέ ο τάφος σου, η πηγή τής ημών αναστάσεως.

Θεομήτορ Κόρη, η παστάς τού ουρανίου, Βασιλέως Χριστού, σώζε τή πρεσβεία σου, τούς πόθω υμνούντάς σε. (Θεοτοκίον)

Παστάς επουράνιος, καί Νύμφη αειπάρθενος, μόνη εδείχθης, Θεόν μέν βαστάσασα, τεκούσα δέ ατρέπτως, εκ σού σεσαρκωμένον, διο' σε πάσαι αι γενεαί, ως Θεόνυμφον Μητέρα, ορθοδόξως μεγαλύνομεν. (Θεοτοκίον)

 

προνείας αυτού ταμείον

(αρχ.) θησαυροφυλάκιο. Ο τόπος όπου θησαυρίζεται κάτι, άρα που είναι γεμάτος με κάτι.

Ò    Ò

χαίρε αγνείας πηγή, χαίρε ταμείον πάσης καθαρότητος, χαίρε δοχείον Θεού, χαίρε χωρίον Χριστού.  (Θεοτοκίον)

Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος κατέχει κάτι σε μεγάλο βαθμό.

ενδιαίτημα άσυλον, καί τών θαυμάτων ταμείον, καί πρεσβευτήν, τών τιμώντων σε Γρηγόριε.

καί συν Oσίοις ώκησας, σώμα τό πολύαθλον επί γής, λιπών τοίς σέ ποθούσι, ταμείον ιαμάτων, καί τών δαιμόνων ελατήριον.

Ρώσεως ταμείον, καί πίστεως βεβαίας αποσφράγισμα, τό τών Αγίων ώφθη σπήλαιον,

 

κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν

κρατήρ: Δεν είναι ο κρατήρας ηφαιστείου, αλλά αρχαίο ελληνικό αγγείο μεγάλου συνήθως μεγέθους, από πηλό, χαλκό ή από πολύτιμα μέταλλα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την ανάμιξη τού κρασιού με νερό («οἶνον δ' ἐκ κρατῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον» Ομ. Ιλ.). Προέρχεται από το < θ. κρα- (πρβλ. ἐ-κρά-θην, παθ. αόρ. τού κεράννυμι), + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, λαμπ-τήρ).

κιρνώ και κίρνημι = αναμιγνύω κρασί με νερό («ἡ δὲ τρίτη κρητῆρι μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα ἡδὺν ἐν ἀργυρέῳ», Ομ. Οδ.). Από το αρχαίο κιρνώ προέρχεται το νεοελλ. κιρνώ. Ήδη από την αρχαιότητα το «αναμειγνύω κρασί με νερό» είχε αποκτήσει τη σημασία«προσφέρω [το αναμιγμένο κρασί με νερό] στους προσκεκλημένους».

Επομένως, εδώ το νόημα είναι ότι η Θεοτόκος είναι κρατήρ μέσω του οποίου προσφέρεται η αγαλλίαση στους πιστούς.

Ò    Ò

Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον καί υπήρεισε στύλους επτά. Έσφαξε τά εαυτής θύματα, καί εκέρασεν εις κρατήρα τόν εαυτής οίνον, καί ητοιμάσατο τήν εαυτής τράπεζαν. (Παροιμιών, Κεφ. 9, 1-11)

Μυσταγωγούσα, φίλους εαυτής, τήν ψυχοτρόφον ετοιμάζει τράπεζαν, αμβροσίας δέ η όντως σοφία τού Θεού, κιρνά κρατήρα πιστοίς. Προσέλθωμεν ευσεβώς καί βοήσωμεν. Ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών. (Μ. Τετάρτη)

Μεταλαμβάνων κρατήρος, τοίς Μαθηταίς εβόας Αθάνατε. (Μ. Τετάρτη)

Ο τόν κρατήρα έχων, τών ακενώτων δωρεών, δός μοι αρύσασθαι ύδωρ, εις άφεσιν αμαρτιών, ότι συνέχομαι δίψη, εύσπλαγχνε μόνε οικτίρμον. (Εξαποστειλάριον Μεσοπεντηκοστής)

Εν υψηλώ κηρύγματι τής τού Θεού Εκκλησίας, ακούσωμεν βοώσης, ο διψών, ερχέσθω καί πινέτω, ο κρατήρ, όν φέρω, κρατηρ εστι τής σοφίας, τούτου τό πόμα αληθείας λόγω κεκέρακα (Οίκος Μεσοπεντηκοστής)

Τή νύν πανηγύρει, συνδράμωμεν οι πιστοί, προτίθεται γάρ ημίν πνευματική τράπεζα, καί κρατήρ μυστικός, εξ ηδέων εδεσμάτων ευφροσύνης πλήρης, αι τών Μαρτύρων αρεταί, (Κυριακή των αγίων Πάντων)

κρατήρες νοεροί, προχέοντες τά αίματα, ως νάματα, τή Εκκλησία εφάνητε, Αθλοφόροι πανεύφημοι, (μαρτυρικό)

 

θησαυρέ ζωής αδαπάνητε

θησαυρός, αρχική σημασία: θησαυροφυλάκιο, αλλά και ό,τι θησαυρίζεται εκεί, άρα κατ’ επέκταση οτιδήποτε πολύτιμο (πβ αγνείας θησαύρισμα). Εδώ μπορεί να έχει και τις δύο σημασίες (θησαυροφυλάκιο ή θησαυρός).

Ò    Ò

Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας, ο Πανταχού Παρών και τα Πάντα Πληρών, ο Θησαυρός των Αγαθών και Ζωής Χορτηγός,

Τόν φωτοδότην καί αρχίζωον τών ανθρώπων, τεκούσα άχραντε Θεοτόκε, ανεδείχθης θησαυρός τής ζωής ημών, καί πύλη τού απροσίτου φωτός. (Θεοτοκίον)

Θείος θησαυρός εν γή κρυπτόμενος, τού Ζωοδότου ο Σταυρός, εν ουρανοίς εδείκνυτο Βασιλεί ευσεβεί, (ιδιόμελο του Σταυρού)

Ο τών αρρήτων καί αθεάτων Μυστηρίων Θεός, παρ' ώ οι θησαυροί τής σοφίας καί τής γνώσεως οι απόκρυφοι, (Ευχή Θείας Λειτουργίας)

Χαλεπαίς αρρωστίαις, καί νοσεροίς πάθεσιν, εξεταζομένω, Παρθένε, σύ μοι βοήθησον, τών Ιαμάτων γάρ, ανελλιπή σε γινώσκω, θησαυρόν, Πανάμωμε, τόν αδαπάνητον. (Μικρή Παράκληση)

Θησαυρόν σωτηρίας, καί πηγήν αφθαρσίας, τήν σέ κυήσασαν, καί πύργον ασφαλείας, καί θύραν μετανοίας, τοίς κραυγάζουσιν έδειξας, Ο τών Πατέρων ημών Θεός, ευλογητός εί. (Μικρή Παράκληση)

 

 

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Νυμφίος:  ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωνυμίες που απέδωσε η Εκκλησία στον Χριστό είναι η Νυμφίος «γαμπρός». Μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε αυτήν την απόδοση δύο διαφορετικές αφετηρίες, οι οποίες στο τέλος συγκλίνουν.

Η πρώτη αφετηρία είναι η συμβολική εξεικόνιση τής αγάπης τού Θεού προς τον άνθρωπο και, κατ’ επέκταση, προς τους πιστούς, την Εκκλησία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον 4ο αιώνα αποκαλεί χαρακτηριστικά τον Χριστό «Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας» και αλλού αναφέρει για την Εκκλησία: «διὰ τί ἐκλήθη νυμφίος; Ὅτι νύμφην με ἡρμόσατο» (εννοώντας την πνευματική ένωση με τους πιστούς). Ακόμη, ο Επιφάνιος Κύπρου γράφει ότι ο Κύριος καλεί τη νύμφη Του (την Εκκλησία) «νυμφίος αὐτῆς τυγχάνων καὶ κύριος καὶ δεσπότης καὶ βασιλεὺς καὶ θεὸς καὶ ὑπέρμαχος».

Γιατί όμως στη σύγχρονη εκκλησιαστική πράξη η λέξη Νυμφίος εξειδικεύτηκε στη δήλωση τού Χριστού ως πάσχοντος; Εδώ φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο και η υμνογραφία τής Μεγάλης Εβδομάδας, στην οποία (κυρίως το εσπέρας τής Μεγάλης Δευτέρας και το πρωί τής Μεγάλης Τρίτης) η Εκκλησία κάνει αναφορά στην παραβολή των μωρών παρθένων που πήγαν απροετοίμαστες να υποδεχθούν τον νυμφίο ενός γάμου. Νυμφίος εδώ είναι ο Χριστός, νυμφώνας η βασιλεία Του και μωρές παρθένες είναι οι χριστιανοί που αμελούν τη σωτηρία τής ψυχής τους. Η υμνογραφία αξιοποίησε πολύ αυτό το θέμα και έτσι η είσοδος στη Μεγάλη Εβδομάδα (το εσπέρας τής Κυριακής των Βαΐων) γίνεται με το πασίγνωστο τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Ο ερχόμενος νυμφίος τής παραβολής ταυτίζεται με τον Νυμφίο Χριστό που έρχεται προς το εκούσιο πάθος από αγάπη για τη Νύμφη Του, την Εκκλησία. (Πβ. το γνωστό τροπάριο τής Μεγάλης Πέμπτης: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», όπου λέγεται «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας»).