5/5/2021, Ανοίξτε τις Πύλες! του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

   Ανοίξτε τις πύλες!


                       Βασισμένο σε κείμενο του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη
Ήταν ένα μελωδικό, ένα μυρωδάτο Πάσχα που δεν θα ξεχάσω ποτέ! Σε εκείνο το νησάκι όλα γελούσαν, όλα μοσχοβολούσαν, λαμπροφορεμένα. Τα παιδιά φορούσαν καινούρια παπούτσια και περπατούσαν με καμάρι στις πλάκες της εκκλησίας. Ήταν μια άνοιξη δροσερή. Τα αηδόνια πλησίασαν το χωριό, χώθηκαν άφοβα στον κήπο της εκκλησίας με τα μυρωδάτα, μεθυστικά τριαντάφυλλα κι άρχισαν να συνοδεύουν με το τραγούδι τους το γλυκύλαλο «Χριστός Ανέστη». Είχε έρθει και το ναυτικό και πρόσφερε κι αυτό στη λαμπρότητα.
Γλυκοχάραζε. Η αυγή προσπαθούσε να σκίσει το μαύρο πέπλο της νύχτας, που απλωνόταν ακόμη στο χωριό και στο λιμάνι του. Τα νερά ήταν ακίνητα. Τα άστρα έτρεμαν, έτοιμα να εξαφανιστούν από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Μέσα στην εκκλησία έψαλλαν τόσο γοητευτικά τον αναστάσιμο ύμνο, που ακόμα και οι παραταγμένοι στην πλατεία ναύτες που ετοιμάζονταν να πυροβολήσουν, λησμόνησαν το χαρούμενο έθιμο και παρασύρθηκαν από τις ψαλμωδίες. Στα στασίδια της εκκλησίας κάθονταν οι επίσημοι, φορώντας τα καλά τους και κρατώντας λαμπάδες. Πίσω τους, βρίσκονταν οι νησιώτες, ναυτικοί και γεωργοί. Κοντά  τους τα παιδιά τους, που κρατούσαν ένα κόκκινο αυγό κι έλαμπαν από χαρά. Σε λίγο ένα ρεύμα από φως ξεχύθηκε προς την πλατεία και τους δρόμους. Είχε λήξει η λειτουργία της Ανάστασης και οι νησιώτες κρατώντας αναμμένες τις λαμπάδες του Πάσχα, πήγαιναν στο σπίτι τους το φως, τη χαρά της Ανάστασης. «Χριστός Ανέστη!», «Αληθώς Ανέστη!» ακούγονταν συνέχεια. Τα λόγια τους τα συνόδευαν οι πυροβολισμοί των όπλων του ναυτικού. Ο βροντερός αντίπαλός τους αντηχούσε στον ήρεμο γιαλό και τα σκοτεινά βουνά της Εύβοιας. Ύστερα, όλο εκείνο το αναστάσιμο φως, γέμισε τα σπίτια του χωριού. Κάθε σπίτι έγινε εκκλησία που γιόρταζε, και τα παιδιά που αγρύπνησαν για πρώτη φορά, τσούγκριζαν χαρούμενα τα αυγά.
Μόνο το σπίτι του μπαρμπα-Κώστα, του Ολλανδέζου δεν φώτισε η λαμπάδα του Πάσχα. Ούτε ακούστηκε το «Χριστός Ανέστη». Ο καημένος ήταν ξαπλωμένος με δεμένα τα σαγόνια του,  γιατί είχε σπάσει τα μπροστινά του δόντια. Προσπάθησε να πάει στην Ανάσταση, αλλά πονούσε και δεν τα κατάφερε. Προσπάθησε να ψάλλει, αλλά δεν μπορούσε να προφέρει καλά τις συλλαβές. Ο παπάς της ενορίας όμως δεν τον ξέχασε. Πριν γυρίσει στο σπίτι του τον θυμήθηκε και του έφερε το φως του Πάσχα.
—Χριστός Ανέστη! φώναξε χαρούμενος μόλις μπήκε μέσα.
—Αληθώθ Ανέθτη! τραύλισε ο άρρωστος, μην ξέροντας πώς να εκφράσει τη χαρά του.
Ήταν εξήντα πέντε χρονών, ανύπαντρος και δούλευε ως καντηλανάφτης στην εκκλησία. Στα νιάτα του είχε ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα, όπως όλοι οι κάτοικοι του νησιού.
Αγόρασε μια βάρκα, ημισυντρίμμια, από κάποιο ολλανδικό ιστιοφόρο που είχε ναυαγήσει. Κι εκεί μέσα βρήκε ένα ναυτικό καπέλο, που φορούσε κάθε μέρα, γι’ αυτό και τον φώναζαν «Ολλανδέζο». Αλλά ναυάγησε πέντε φορές και δεν ξαναπάτησε στη θάλασσα. Αφιερώθηκε στην εκκλησία κι έγινε ειδικός σε μια σπουδαία υπηρεσία. Παρίστανε τον Άδη το Μεγάλο Σάββατο, όταν γύριζε στην εκκλησία ο επιτάφιος και γινόταν η αναπαράσταση της εισόδου του Χριστού στον κάτω κόσμο.
Ήταν συνήθεια παλιά του νησιού. Αφού ο επιτάφιος έκανε τη λιτανεία του, στην επιστροφή, έκλειναν οι πόρτες της εκκλησίας και δεν επιτρεπόταν η είσοδός του. Ο παπάς χτυπούσε δυνατά την πόρτα και φώναζε:
—Ανοίξτε τις πύλες για να μπει μέσα ο βασιλιάς της δόξας!
—Ποιος είναι ο βασιλιάς της δόξας; ρωτούσε ο Ολλανδέζος, πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Τρεις φορές γινόταν αυτό. Και την Τρίτη, ο παπάς έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη τις πύλες και τις άνοιγε για να μπει ο επιτάφιος φωνάζοντας:
 —Ο Κύριος των Δυνάμεων, αυτός είναι ο βασιλέας της δόξας!

Φέτος όμως, το Μεγάλο Σάββατο τα ξημερώματα, ο μπαρμπα-Κώστας πήρε πολύ στα σοβαρά το ρόλο του και ξέχασε να απομακρυνθεί από τις πύλες. Οι πύλες άνοιξαν με φόρα, τον χτύπησαν στο σαγόνι, έπεσε κάτω κι έσπασε τα δόντια του. Κι αυτό ήταν το μόνο θλιβερό που έγινε εκείνο το λαμπερό Πάσχα. Όμως τον Κώστα τον Ολλανδέζο, τον καντηλανάφτη που πια δεν είχε δόντια, δεν τον ξέχασαν οι ενορίτες. Του έκτισαν ένα κελί στον κήπο της εκκλησίας και πέρασε εκεί τα γηρατειά του, μαζί με την αγάπη και τη φροντίδα όλων.


Πηγή: Αλέξανδρος Μωραιτίδης, διασκευή: Ρένα Ρώσση - Ζαΐρηεκδ Άγκυρα