3/6/2021, Η φλογέρα του Βασιλιά, του Κωστή Παλαμά

Η φλογέρα του Βασιλιά 



Πρόλογος

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.


Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά,τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς,πάει κ' η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια,
κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείσει,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει.
Κι από κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα [10]
και πιο πολύ από τη γωνιάπου του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμίστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν' άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.

Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων! 20
Απάνου από τ' απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διείς απάνου σου ν' απλώσει,
να θρέψη σε, να ζεσταθεί, να πάρει απ' το θυμό σου,
να σπείρει σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάσει στην καρδιά, στο κάστρο, στ' αργαστήρι.
Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη κ' έρμη εσύ φλόγα,κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη,και μη σβήσεις!
Γιατί θα ρθεί κάποιος καιρός,και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξει μια πνοή μεγαλοδύναμη· άκου!
Από ποιο στόμα ή από ποιο χάος θα χυθεί; Δεν ξέρω. [30]
Μπορεί από την ανατολή, μπορεί κι από τη Δύση,
ποιος ξέρει μην απ' το βορία, μην απ' τα Μεσημέρια·
τάχα θα βγει απ' τα τάρταρα, για θα ριχτή από τ' άστρα;
Δεν ξέρω· ξέρω πως θα ρθεί,και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.
Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, στ' αποκαΐδια, Απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φυλή ο κυρ Ήλιος, [40]
και σα χλωρά ισκιερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί,να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ' εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της Χώρας,
και στης ψυχής τ' απόβαθα, και πλάσε τα και ζήσ' τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια, [50]
και πλάσε τους και ζήσε τους κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα!Εμπρός, τραγούδι!

Σβησμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!




Πηγή: Κωστής Παλαμάς, el.wikisource.org/