11/02/2012, Η παραβολή του Ασώτου, του π. Αντωνίου Ρωμαίου


Η Παραβολή του Ασώτου
του π. Αντωνίου Ρωμαίου

Η παραβολή αυτή είναι η διατύπωση της πιο μεγάλης και της πιο ολοκληρωμένης καμπύλης που διαγράφει η ανθρώπινη ασωτεία.
Μέσα σ' αυτήν την παραβολή ο Κύριος μας δίνει να κατανοήσουμε όλες τις συντεταγμένες της ανθρώπινης ασωτείας. Και ο πρώτος υιός ο νεότερος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το σύμβολο της ορατής, της εμφανούς ασωτείας, ενώ ο πρεσβύτερος υιός είναι το σύμβολο της αφανούς ασωτείας.
Το 15ον κεφάλαιον του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, περιλαμβάνει και άλλες παραβολές, όπως του «απολωλότος προβάτου», «τς πωλεσθείσης δραχμς», την οποία ακολουθεί αυτή του Ασώτου υιού. Με αυτήν την παραβολη ο Κύριος απαντούσε στους επικριτές Του, γιατί ήταν «φίλος τελωνν καί μαρτωλν».
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά:
Ο Πατέρας έχει δυο παιδιά. Ειναι χαρακτηριστικό σύμβολο ότι τη θέση του Πατέρα παίρνει ο Θεός. Τα δυο παιδιά ειναι οι δύο βασικές κατηγορίες των ανθρώπων: Αυτοί που θέλουν να ζουν χωρίς το Θεό και αυτοί που θέλουν να ζουν «ν Θε». Στην παραβολή βέβαια έχουμε το προβάδισμα του νεώτερου Υιού, ο οποίος ζητάει από τον Πατέρα την περιουσίαν που του ανήκει. Ο Κύριος λέει ότι ο Πατέρας «διελεν ατος τόν βίον». Δεν λέει ότι έδωσε στο μικρό Υιό αυτό που του ανήκε, αλλά λέει ότι έδωσε και στα δυο παιδιά, αυτό που τους ανήκε.
Εδώ ακριβώς έχουμε τη θεολογική τοποθέτηση ότι, ο Πανάγαθος Πατέρας όλων των ανθρώπων προικίζει με τα ίδια προσόντα όλους τους ανθρώπους. Δίνει σε όλους το αυτεξούσιο, την ελευθερία, δίνει τα ψυχικά, τα σωματικά και τα πνευματικά χαρίσματα, δίνει τις δυνατότητες - πάντοτε μέσα σε κάποιο περιβαλλοντικό πλαίσιο, σε κάποια χωροχρονική συντεταγμένη δίνει τις προυποθέσεις στον άνθρωπο να υπάρξει και να λειτουργήσει την ύπαρξή του, την προσωπικότητά του, με αυτεξουσιότητα και ελευθερία.
Ο ένας λοιπόν Υιός παίρνει την περιουσία του και φεύγει μακριά και εκεί την διασκορπίζει με ζωή άσωτη, σπάταλη, αμαρτωλή.
Δεν μας λέει η παραβολή τί έκανε ο Πρεσβύτερος, αλλά από την εξέλιξη της διηγήσεως είναι σαφές ότι, εφόσον του εδόθη η περιουσία την πήρε, αλλά δεν θέλησε να αποχωριστεί από τον Πατέρα. Κράτησε ο δεύτερος Υιός την θέση που είχε στην οικογένεια και νομιμόφρων, υποτεταγμένος, εργατικός και επιμελής συνέχισε να ζει με τον Πατέρα στο ίδιο σπιτικό.
Ενώ όμως φαίνεται από την παραβολή ότι ο νεώτερος Υιός φεύγει και χωρίζεται από τον Πατέρα, ο Πρεσβύτερος Υιός δημιουργεί έναν άλλο χωρισμό που δεν φαίνεται.
Ο Πατέρας παράλληλα δείχνει πως ζεί τον πόνο του χωρισμού του νεώτερου Υιού, πως πονάει, ενδιαφέρεται και προσδοκά την επιστροφή του.
Ο Πρεσβύτερος Υιός, όπως διαφαίνεται στη συμπεριφορά του στο τέλος της παραβολής, απορρίπτει τον νεώτερο Υιό. Απορρίπτει τον αδελφό του, τον ξεχνάει. Αρχίζει να διαφοροποιεί την συμπεριφορά του έναντι του αδελφού του. Δεν συμβαδίζει με τον Πατέρα στα αισθήματα, στο σεβασμό της προσωπικότητας, στην αγάπη. Κι αυτός ο χωρισμός δεν φαίνεται. Αυτή είναι η πρώτη μορφή της κρυφής ασωτείας.
Είναι ασωτεία το ότι ο πρεσβύτερος Υιός δεν τρέφει τα αισθήματα, τη σκέψη, τα φρονήματα, τη λαχτάρα, την αγωνία, την αγάπη για τον αδελφό του. Όλα αυτά δηλαδή που τρέφει ο Πατέρας για το νεώτερο παιδί Του.
Ο άνθρωπος χωρίς το Θεό αρχίζει να ζεί τη ζωή του, να υπάρχει για την ηδονή, να τρυγά τον καρπό της μέχρι το τέλος και να εξαντλεί τις ψυχοσωματικές του δυνάμεις σ' αυτό το κυνηγητό της ηδονής. Εξαχρειώνεται και βάζει τον εαυτό του στην κατάσταση του υποβαθμισμένου όντος, ακόμα πιο κάτω και από τα ζώα. Δεν έχει τη δυνατότητα να φάει ούτε την τροφή των ζώων που βόσκει.
Ολα αυτά είναι συμβολικά και φανερώνουν ακριβώς ότι ο άνθρωπος που κυνηγάει την ηδονή ευτελίζεται, μειώνεται διαρκώς μέχρι που αν δεν μετανοήσει καταστρέφεται.
«Δαπανήσαντος δέ ατο τά πάντα... οδείς δίδου ατ...». Μέχρι εδώ διαγράφεται σ' αυτούς τους στίχους όλη η εξαχρείωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, η οποία θέλει να ζήσει μακριά από το Θεό, με την σπατάλη των χαρισμάτων, σε μια «φιλία» με τους ανθρώπους. Φιλία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά παράχρηση ή κατάχρηση του ενός από τον άλλο. Αυτή η φιλία δεν είναι βοηθητική, ευφρόσυνη. Προκαλεί ευχαρίστηση στα αισθητήρια, αλλά δεν ευφραίνει πνευματικά, δεν παραμένει μετά από αυτές τις παραχρήσεις και καταχρήσεις, δεν αφήνει τίποτα που να γεμίζει τον άνθρωπο.
Ο Πρεσβύτερος Υιός φαίνεται -από την εικόνα που μας δίδεται στο τέλος- ότι είναι άνθρωπος του μόχθου, της νομιμότητας, της υποταγής στο Θεό. Διατηρεί επίσης μέσα του την επιθυμία της απολαύσεως, της ευφροσύνης, αλλά δεν την φανερώνει. Δεν την ανακοινώνει. Δεν την διεκδικεί. Δεν ζητάει τίποτα από τον Πατέρα. Την στερείτε φαινομενικά εκουσίως, αλλά μέσα του την κρατάει ολοζώντανη. Είναι κάτι που το ζεί έξω από τη σχέση Του με τον Πατέρα. Εδώ διαφαίνεται μια άλλη πλευρά της ασωτείας.
Είναι «ασωτεία» το να κρατάμε επιθυμίες, θελήματα, δικαιώματα, σκέψεις, που δεν τολμάμε να ανακοινώσουμε στο Θεό Πατέρα, που δεν μπορούμε να τα κάνουμε προσευχή.
Κι αυτή η ασωτεία είναι πολύ βαθιά μέσα μας, που μας εξαχρειώνει χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Ενώ η άλλη πλευρά του νεώτερου Υιού είναι τόσο φανερή και κραυγαλέα.
Ο Πρεσβύτερος Υιός ζει έντονα αυτή την κατάσταση, «τοσατα χρόνια δουλεύω σοι...» κι αυτό φανερώνεται με το λόγο του. Όχι μόνον λοιπόν έχει ζωντανή αυτή την επιθυμία, αλλά μέσα στην απομόνωση του, μέσα στην αυτονόμηση του την κρυφή, κάνει αυτή την επιθυμία κριτήριο για να αναπτύξει την επιθετικότητα εναντίον του Θεού Πατέρα, όταν αργότερα Εκείνος θα δείξει τη στοργή Του στον νεώτερο Άσωτο Υιό που επιστρέφει.