«Ο όσιος Παύλος ζούσε στα χρόνια των διωκτών του χριστιανισμού Δεκίου και Ουαλεριανού και καταγόταν από την Αίγυπτο της Κάτω Θηβαΐδος. Επειδή κατάλαβε ότι ο γαμπρός από την αδελφή του επρόκειτο να τον προδώσει, προκειμένου να κατάσχει το μερίδιο της περιουσίας του, απομακρύνθηκε και έφυγε στα όρη. Προχωρώντας πάντοτε πιο βαθιά, συν τω χρόνω ξεπέρασε τον φόβο του κι αντί να φοβάται τους διώκτες, έφτασε να επιθυμεί τη μοναχική ζωή. Προσεγγίζει λοιπόν κάποιο σπήλαιο, το βαθύτερο στην έρημο, στο οποίο πέρασε με ειρήνη όλον τον χρόνο της ζωής του, που υπήρξε μακρύς, και εξεδήμησε προς τον Κύριο με αταραξία παθών.








Κάποια μέρα γινότανε λόγος σε ένα σπίτι για τον θάνατο. Οι περισσότεροι ενοχλήθηκαν.
Μια κυρία όμως φαινόταν εντελώς ήρεμη και γαλήνια. «Εσύ γιατί δεν φοβάσαι;» την ρώτησαν. Και εκείνη διηγήθηκε την εξής ιστορία.
«Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι είχαμε πάει με την μητέρα μου σε ένα χωράφι. Εκεί χοροπηδώντας και παίζοντας ενόχλησα κάτι μέλισσες και μια επιτέθηκε να με τσιμπήσει. Εγώ τότε έβαλα τις φωνές και έτρεξα στη μητέρα μου.:
-«Σώσε με», της είπα. «Με έφαγε!» (Περισσότερα...)







Κάποια στιγμή, μοναδική, πολύτιμη, ανεπανάληπτη, η αγάπη δυο άνθρώπων, σε φέρνουν στην ύπαρξη, . Μυστήριο μεγάλο η ζωή και ο χρόνος. Το ένα μυστήριο εισχωρεί απαλά, σιωπηλά μέσα στο άλλο. Ιερουργός των μυστηρίων η αγάπη Του. Έτσιο χρόνος αγκαλιάζει τη ζωή και ξεκινούν μαζί το ταξίδι. Ο χρόνος είναι ταπεινός. Υπάκουο του Θεού παιδί. Λειτουργεί όπως Εκείνος όρισε, χωρίς να ξαποστάσει δευτερόλεπτο. Εργάζεται ακατάπαυστα στο εργαστήρι του θελήματος του Δημιουργού  του. Σε πολλά του Θεού παιδιά, ο εγωισμός του ανθρω΄που κινήθηκε κατακτητικά και τυρρανικά και επέβαλλε τη δυσλειτουργία τους. Στο χρόνο δεν τόλμησε. (Περισσότερα...)