24/07/2013, Ζωή και κοίμηση των αθανάτων, του Μητροπολίτου Μεσογαίας ΝΙκολάου

Ζωή και κοίμηση των αθανάτων



Στο Όρος γνώρισα και την ζωντάνια των μοναχών μετά θάνατον.  Έζησα τα σημάδια της ζωής τους, τότε που η ανθρώπινη αίσθηση, αντίληψη και επιστήμη επιβεβαιώνουν το αμετάκλητο του τέλους της. Μόλις υποχωρήσει η παχύτητα της βιολογικής ζωής, τότε ζωντανεύει η σφριγηλότητα και ζωντάνια της αθάνατης και αιώνιας παρουσίας τους.
Σε ένα απόμακρο κελλάκι  της αθωνικής ερήμου, ως ιερομόναχος πλέον, είχα μια θαυμάσια εμπειρία κοιμήσεως ενός γνωστού στον Θεό, αλλά αγνώστου σε εμένα και στους περισσότερους ασκητού. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, όταν βρισκόμουν σε μια καλύβη στα Καυσοκαλύβια, επισκεπτόμενος δύο φίλους μου μοναχούς, αυτός ο γέροντας, που έμενε σ’ ένα κοντινό ερημητήριο, μας ειδοποίησε να πάμε να μας αναγγείλει κάτι πολύ σημαντικό.
Το σημαντικό ήταν ότι έφευγε εκείνη την ώρα από αυτόν τον κόσμο και το προαισθάνθηκε. Μας  παρακάλεσε λοιπόν όλους μαζί να τραβήξουμε, όπως λέμε στην καλογερική γλώσσα,  ένα κομποσχοίνι για να διευκολυνθεί η αναχώρηση της ψυχής του.
Είχε τέτοια λαχτάρα, τέτοια δίψα να φύγει από αυτόν τον κόσμο, που εμείς δεν την καταλαβαίναμε, αλλά υπακούσαμε στην επιμονή του και αρχίσαμε να ευχόμαστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τον δούλον Σου… μοναχόν», παρεμβάλλοντας το όνομα του. Άρχισε εκείνος να σταυροκοπιέται και να επαναλαμβάνει: «Χριστός Ανέστη». Άλλον έναν σταυρό, και  πάλι «Χριστός Ανέστη». Εμείς «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον τον δούλον Σου».
Καθώς περνούσε η ώρα, σταδιακά η φωνή του αποκτούσε περισσότερο ειρήνη, αλλά χαμηλότερη ένταση. Κέρδιζε σε ουράνια έκφραση, αλλά έχανε σε χρόνο. Σε λίγα λέπτά μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και δοξολογικά επανέλαβε: «Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη! Και έγειρε το κεφάλι του αφήνοντας την μισή πνοή του· την μισή από την ολόκληρη που του είχε χαρίσει ο Θεός, όπως έχει δώσει σε όλους μας· την μισή που είναι αναγκαία για να λειτουργεί  το σώμα. Και κράτησε την υπόλοιπη μισή · αυτήν που είναι απαραίτητη για να ζει αιώνια η ψυχή.
Αυτήν την πνοή που αποτελεί την πολυτιμότερη περιουσία κάθε ανθρώπου απ’ αυτήν  την ζωή. Αυτήν που λειτουργεί ως καύσιμο της άλλης. Αμέσως ευωδίασε ο τόπος… Δεν ξέρω αν αυτό συνέβη από την πνοή που έβγαλε ή από την πνοή που κράτησε. Η πρώτη ήταν η επιβεβαίωση μιας  αγίας ζωής· η δεύτερη η επαγγελία μιας αιώνιας προοπτικής. Το σώμα του διατηρούσε υπερβατικά την ευκαμψία και την θερμότητα του και ανέδιδε παρηγορητικά το άρωμα της αγιότητας του. Τα  μάτια μας γέμισαν με δάκρυα. Δεν πενθούσαμε αυτόν που έφευγε · λυπόμασταν αυτούς που έμεναν.
Ανάλογο περιστατικό μου διηγήθηκε κατασυγκινημένος ένα αγιορείτης ηγούμενος. Στο μοναστήρι υπήρχε κάποιος μοναχός αρκετά αμελής. Σπάνια πήγαινε στις ακολουθίες. Έμπαινε μέσα προσκυνούσε τις εικόνες και εξαφανιζόταν. Σαν να μην τον χωρούσε ο τόπος. Κανείς δεν ήξερε που πήγαινε. Κανείς δεν γνώριζε τι έκανε. Είχε και ένα ακόμη ελάττωμα. Έπινε. Μονίμως ευωδίαζε… κρασί. Κανέναν δεν ενοχλούσε. Κακό λόγο ποτέ δεν έβγαζε. Σε τίποτε όμως δεν θύμιζε η ζωή του μοναχό.
Πέρασε καιρός και ο μοναχός εκοιμήθη. Η αδελφότητα βυθίστηκε σε αγωνία. 
Αγωνία για την ψυχή του, για την σωτηρία του. Έφυγε απροετοίμαστος, ακοινώνητος για χρόνια, τουλάχιστον απ’ ό,τι οι πατέρες έβλεπαν. Τον ξενύχτησαν με δάκρυα στα μάτι, με αναστεναγμούς θερμής προσευχής.

Έφθασε η στιγμή της ταφής.
Οι πατέρες γύρω από το σκήνωμα του δεν θρηνούν τον χωρισμό όσο πάσχουν για τον θάνατο· τον αληθινό θάνατο του  κοιμηθέντος αδελφού. Την στιγμή που τον κατέβαζαν στον τάφο, αντί να αντικρύσουν τον μοναχό για τελευταία φορά, διασταύρωσαν όλοι με απορία τα βλέμματα τους για πρώτη φορά.
Ο πιο απλός από του ς πατέρες σπάει την αμηχανία:
-Γέροντα, ευωδιάζει, λέει εκφράζοντας ό,τι αισθάνονταν όλοι και κανείς δεν τολμούσε να ομολογήσει.
Πράγματι, ευωδίασε ο τόπος. Ο τάφος του για μέρες πιστοποιούσε κάποιο κρυμμένο μεγαλείο και επιβεβαίωνε το μυστήριο του Θεού. Ο άνθρωπος που σ’ αυτόν τον κόσμο, μύριζε κρασί, αιώνια αναδύει το άρωμα της θεϊκής χάριτος και ευαρέσκιας. Πίσω από τα φαινόμενα των αδυναμιών του κρυβόταν ο θυσαυρός μιας αγίας ζωής και μιας μοναχικής ψυχής που σήμερα μεν αναπαύει τους αδελφούς της για πάντα, όμως ανέπαυε το πνεύμα του Θεού.
Πόσο διαφορετικός είναι ο Θεός από τους ανθρώπους! Πόσο το κριτήριο Του διαφέρει από τις κρίσεις μας! Το Άγιον  Όρος αποτελείται από δύο λέξεις. Την μια την περπατάς με τα πόδια· Την άλλη την ανεβαίνεις με την προσευχή· την αγιότητα του. Στην πρώτη ανακαλύπτεις κορυφές. Στην δεύτερη σου αποκαλύπτονται σπήλαια. Τα σπήλαια του Όρους φανερώνουν πολύ πιο πολλά απ’ όσα δείχνουν οι κορυφές του. Γιατί αυτά κρύβονται, ενώ αυτές φαίνονται…




Πηγή: Νικολάου Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, «Το ψηλότερο σημείο της γής» εκδ. Καστανιώτη, επιλογή του περιοδικού Πειραϊκή Εκκλησία τ. Ιούλιος  2013