25/12/2013, Σ’ ένα μικρό αγοράκι που επιθυμεί να ακούσει μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία, του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Σ’  ένα μικρό αγοράκι που επιθυμεί να ακούσει μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Θα σου διηγηθώ την ιστορία που σ’ εμένα διηγήθηκαν οι ορθόδοξοι Άραβες από το χωριό Μπετδζάλα κοντά στη Βηθλεέμ. Στα παλαιά, πολύ παλαιά χρόνια, μακριά, πριν τη γέννηση του Χριστού, υπήρχε στη Βηθλεέμ ένας άνθρωπος που τον λέγανε Ιεσσαί, γιός του Ωβήδ, εγγονός του Βοόζ και της Ρούθ. Και αυτός ο Ιεσσαί είχε οκτώ γιούς. Ο πιο μικρός γιός του Ιεσσαί λεγόταν Δαβίδ. Ο Δαβίδ ήταν ποιμένας, και ποίμαινε τα πρόβατα γύρω από τη Βηθλεέμ. Η Αγία Γραφή περιγράφει τον Δαβίδ σαν νεαρό ανεπτυγμένο, με καστανά μαλλιά και όμορφο πρόσωπο. Μαζί μ’ αυτό ήταν αυτός ο όμορφος ποιμένας ασυνήθιστα δυνατός και θαρραλέος. Όποτε το λιοντάρι ή η αρκούδα του έπιανε το πρόβατο, αυτός προλάβαινε το αρπακτικό ζώο τρέχοντας, άρπαζε το πρόβατο από το στόμα του θηρίου, και σκότωνε το θηρίο. Έτσι λοιπόν ήταν ο Δαβίδ, όντος καλός και έμπιστος ποιμένας του άσπρου ποιμνίου του. Και εκτιμούσε πολύ τον πατέρα του, σαν Θεό. Συχνά ο Δαβίδ κοιμόταν στο λιβάδι, στην ευρεία κλίνη της γης σκεπασμένος με το χρυσοκέντητο χαλί του έναστρου ουρανού. Όμως αυτό που θα σου διηγηθώ τώρα δεν έγινε σε ανοιχτό λιβάδι κάτω από τα άστρα αλλά σε μια πέτρινη σπηλιά δίπλα στη Βηθλεέμ.
Ήταν μια ζεστή μέρα, όπως είναι συχνά οι μέρες σ’ αυτήν την ανατολική χώρα. Τα πρόβατα του Δαβίδ είχαν ξαπλώσει στη σκιά κάτω από τα ελαιόδενδρα. Ο ήλιος έκαιγε μ’ όλη τη δύναμη του, και τα πρόβατα ξεφυσούσαν από τη ζέστη. Και στον Δαβίδ έγινε η ζέστη εντελώς κουραστική. Γι’ αυτό μπήκε σ’ εκείνο το σπήλαιο, για να προφυλαχθεί απ’ τη ζέστη και να ξεκουραστεί. Στο σπήλαιο είναι δροσερά τις καλοκαιρινές μέρες, και ζεστά τις χειμωνιάτικες. Μπαίνοντας στο σπήλαιο ο νεαρός ποιμένας αμέσως αισθάνθηκε ευχάριστα, οπότε κάθισε, σε λίγο νύσταξε, ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Αλλά δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Δαβίδ αισθάνθηκε κάτι κρύο στα χέρια του, και τραβήχτηκε από τον ύπνο. Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε ένα φρικιαστικό φίδι πως κουλουριάστηκε στα στήθη του και τυλίχθηκε γύρω από τα χέρια του! Ακόμα είχε σηκώσει το επίπεδο κεφάλι του πάνω από το πρόσωπο του και έβγαζε τη γλώσσα του. Με μάτια μοχθηρά και συγκεντρωμένα κοιτά στο πρόσωπο του νεαρού, με μάτια που λάμπουν σαν ανθρακιά. Στο σπήλαιο σκοτάδι, και στο σκοτάδι τα μάτια εκείνου του τέρατος σαν δυο σπίθες! Ο Δαβίδ τινάχθηκε ολόκληρος απ’ το φόβο. Η θέση του ήταν απελπιστική χωρίς σωτηρία. Μόνο να κουνήσει το χέρι ή το κεφάλι, το φίδι σίγουρα θα τον δαγκώσει, και θα χύσει το δηλητήριο στο αίμα του. Ώ πόσο πιο εύκολο ήταν να παλέψει με το βρυχώμενο λιοντάρι και την αρκούδα που ουρλιάζει παρά με αυτό το σερνάμενο άλαλο φίδι! Τι να κάνει; Ξαφνικά θυμάται ο Δαβίδ τον παλαιό του βοηθό στις δυσκολίες, τον Κύριό του, και φώναξε μέσα από την καρδιά, γεμάτη όνο και δάκρυα: Μην με αφήνεις Κύριε και Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από μένα! Σπεύσε να με βοηθήσεις, λυτρωτή μου από τον βαρύ καημό! Μόλις λάλησε αυτά τα λόγια, και ιδού έλαμψε κάποιο περίεργο φως στη μια γωνιά της σπηλιάς. Ήταν φως με μορφή μεγάλου κύκλου στο ύψος του ανθρώπου. Στη μέση αυτού του κύκλου- φωτός ο Δαβίδ είδε μια όμορφη κοπέλα, απαλή και σοβαρή ταυτόχρονα. Η κοπέλα καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο προς τα εμπρός, και κρατούσε στα χέρια της ένα παιδί. Ήταν τόσο υπέροχο το παιδί που ο γιός του Ιεσσαί ποτέ δεν είχε δει τόσο όμορφο παιδί με τα μάτια του. Ξαφνικά ορθώθηκε το παιδί στην ποδιά της μητέρας του και αυστηρά κοίταξε το φίδι με μάτια σαν δύο αστραπές. Και άπλωσε το παιδί το δάχτυλο προς την πόρτα της σπηλιάς διατάζοντας το φίδι να βγεί. Στη στιγμή το φίδι ξετυλίχθηκε από τα χέρια του Δαβίδ, απλώθηκε και σύρθηκε έξω. Ο Δαβίδ πήδηξε και ξάπλωσε στο χώμα μπροστά από την κοπέλα και το παιδί στο φως. Ήθελε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την απροσδόκητη σωτηρία, και μόλις του ήρθε λόγος στη γλώσσα, άνοιξε τα μάτια του, αλλά δεν είδε τίποτα. Και τότε ολόκληρο το σπήλαιο γέμισε από κάποια γλυκιά μυρωδιά σαν από  ακριβό λιβάνι και σμύρνα.
Εώς τον θάνατο του δεν μπορούσε ο Δαβίδ να ξεχάσει αυτό το παράξενο γεγονός. Από ποιμένας αξιώθηκε να γίνει βασιλιάς, αλλά αυτό ήταν συνέχεια στο μυαλό του. Ως βασιλιάς αυτός συνέθεσε δυο υπέροχα τραγούδια: «Στον ομορφότατο μεταξύ γιών του ανθρώπου» και «Στη βασίλισσα με επίχρυσα ρούχα». Και τούτα τα τραγούδια τραγουδούσε σαν βασιλιάς με άρπα στον ψηλό πύργο του στα Ιεροσόλυμα.
Κι εσύ, αγοράκι, μάντεψε τώρα: Ποιο είναι εκείνο το σπήλαιο; Τι σημαίνει εκείνο το φοβερό φίδι; Ποια ήταν εκείνη η κοπέλα, ποιο το παιδί; Για να σε βοηθήσω να τα μαντέψεις όλα σε χαιρετώ με τον χαρούμενο χαιρετισμό:
Ο Χριστός γεννήθηκε




Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ιεραποστολικές επιστολές Α, Εκδόσεις «εν πλω»