Το βάρος της δόξας

Δεν πρέπει να μας προβληματίζουν οι άπιστοι που ισχυρίζονται πως αυτή η υπόσχεση της αμοιβής κάνει την χριστιανική ζωή μια μισθοφορική σχέση. Υπάρχουν πολλά είδη ανταμοιβών. Υπάρχει η ανταμοιβή που δεν έχει καμία φυσική σύνδεση με ό,τι έχει κάνει κανείς για να την απόκτηση, και είναι σχεδόν ξένη στις επιθυμίες που θα έπρεπε να συνοδεύουν αυτά τα πράγματα. Τα λεφτά δεν είναι η φυσική ανταμοιβή της αγάπης, γι’αυτό αποκαλούμε έναν άντρα μισθοφόρο αν παντρευτεί μια γυναίκα για τα λεφτά της. Όμως ο γάμος είναι αντάξια ανταμοιβή για έναν αληθινά ερωτευμένο, χωρίς αυτός που τον επιθυμεί να θεωρείται μισθοφόρος. Ένας στρατηγός που μάχεται άξια με σκοπό να κερδίσει κάποιον τίτλο τιμής είναι μισθοφόρος, ενώ ένας στρατηγός που μάχεται για τη νίκη δεν είναι. Εδώ η νίκη είναι η αντάξια ανταμοιβή μιας μάχης όπως και ο γάμος είναι η αντάξια αμοιβή του έρωτα. Η αντάξια ανταμοιβή δεν είναι προσκολλημένη πάνω στην ενέργεια για την οποία δόθηκε, αλλά η ίδια η ενέργεια σε πληρότητα. Υπάρχει και μια Τρίτη περίπτωση, που είναι πιο πολύπλοκη. Η ευχαρίστηση της ανάγνωσης της αρχαίας ελληνικής ποίησης είναι σίγουρα αντάξια και όχι μισθοφορική ανταμοιβή για να μάθει κανείς αρχαία ελληνικά. Ωστόσο αυτό μπορούν να το διαπιστώσουν, μόνο εκείνοι που έχουν φτάσει στο σημείο να μπορούν να ευχαριστηθούν την ελληνική ποίηση. Ο μαθητής που μόλις ξεκίνησε να μαθαίνει αρχαία ελληνική γραμματική δεν μπορεί να αδημονεί για την μετέπειτα απόλαυση της ανάγνωσης του Σοφοκλή, όπως ένας ερωτευμένος λαχταρά το γάμο και ένας στρατηγός τη νίκη. Πρέπει να ξεκινήσει κοπιάζοντας στην αρχή για βαθμούς, ή για να μην τον τιμωρήσουν, ή για να ευχαριστήσει τους γονείς του, ή στην καλύτερη περίπτωση ελπίζοντας για κάποιο μελλοντικό καλό που στην παρούσα φάση δεν μπορεί να φανταστεί ούτε να επιθυμήσει. Η θέση του επομένως μοιάζει με αυτή του μισθοφόρου. Η αμοιβή του θα είναι αντάξια του κόπου του αλλά αυτό δεν θα το ξέρει μέχρι να την πάρει. Προφανώς, η ανταμοιβή του θα είναι σταδιακή. Η ευχαρίστησή θα αντικαθιστά σιγά σιγά την απλή αγγαρεία, και κανείς δεν μπορεί να πει πότε ξεκίνησε το πρώτο και πότε σταμάτησε το δεύτερο. Όμως μόνο όταν φτάσει αρκετά κοντά στην ανταμοιβή θα μπορεί να την επιθυμήσει.
Ο χριστιανός, σε σχέση με τον Παράδεισο, βρίσκεται λίγο πολύ στην ίδια θέση με τον μαθητή. Όσοι κέρδισαν την αιώνια ζωή και έχουν άμεση θέα του προσώπου του Θεού, χωρίς αμφιβολία ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι μια απλή δωροδοκία, αλλά αυτή καθεαυτή η εκπλήρωση της γήινης τους υπακοής. Όμως εμείς που δεν έχουμε φτάσει εκεί ακόμα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε όπως εκείνοι. Και δεν θα αρχίσουμε ποτέ να συνειδητοποιούμε το παραμικρό, εκτός αν συνεχίσουμε να υπακούμε καταφέρνοντας να συναντήσουμε τους πρώτους καρπούς της υπακοής μας, την αυξανόμενη δύναμη να επιθυμούμε την απόλυτη ανταμοιβή. Αναλογικά καθώς θα αυξάνει η επιθυμία μας, οι φόβοι μας, εκτός και αν επρόκειτο για την επιθυμία ενός μισθοφόρου, θα αρχίσουν να διαλύονται και στο τέλος θα αποδειχτούν αβάσιμοι. Όμως πιθανότατα αυτό για τους περισσότερους από εμάς δεν θα γίνει μέσα σε μια μέρα. Η ποίηση αντικαθιστά την γραμματική, το ευαγγέλιο αντικαθιστά το νόμο, η προσμονή αντικαθιστά την υπακοή, όπως η παλίρροια σηκώνει ένα πλοίο από το έδαφος.
Όμως υπάρχει και μια άλλη σημαντική ομοιότητα ανάμεσα στον μαθητή και σε εμάς. Αν είναι ένα παιδί με φαντασία θα αρχίσει να μεθάει, πιθανότατα, με τους Άγγλους ποιητές και ρομαντικούς που είναι κατάλληλοι για την ηλικία του, πριν αρχίσει να υποπτεύεται ότι η ελληνική γραμματική θα τον οδηγήσει σε όλο και περισσότερες απολαύσεις αυτού του είδους. Μπορεί μάλιστα να αδιαφορεί για τα ελληνικά του και να διαβάζει Shelley και Swinburne στα κρυφά. Με άλλα λόγια, η επιθυμία την οποία πρόκειται να εκπληρώσουν τα ελληνικά, υπάρχει ήδη μέσα του και είναι προσκολλημένη σε αντικείμενα που του μοιάζουν αρκετά διαφορετικά για την ώρα από τον Ξενοφώντα και τα ελληνικά ρήματα. Αν είμαστε φτιαγμένοι για τον Παράδεισο, η επιθυμία για αυτόν θα είναι ήδη μέσα μας, χωρίς ωστόσο να είναι προσκολλημένη στο αληθινό αντικείμενο του πόθου, και μπορεί πιθανότατα να μας φαίνεται και σαν ανταγωνιστής αυτού του αντικειμένου. Και αυτό ακριβώς νομίζω ότι μας συμβαίνει. Χωρίς αμφιβολία υπάρχει ένα σημείο στο οποίο η αναλογία με τον μαθητή καταρρέει. Η αγγλική ποίηση που διαβάζει ενώ θα έπρεπε να κάνει τις ασκήσεις ελληνικών, μπορεί να είναι το ίδιο καλή με την ελληνική ποίηση στην οποία τον οδηγούν οι ασκήσεις, έτσι ώστε με το να καταπιάνεται με τον Μίλτον αρνούμενος ένα ταξίδι στην ποίηση του Αισχύλου, η επιθυμία του να μην αγκαλιάζει ένα μικρό υποκατάστατο. Η περίπτωσή μας όμως είναι διαφορετική. Αν ένα άχρονο, ατελείωτο καλό είναι ο πραγματικός μας σκοπός, τότε οποιοδήποτε άλλο καλό στο οποίο προσκολλάται η επιθυμία μας είναι ως ένα βαθμό απατηλό, και έχει στην καλύτερη περίπτωση μόνο μια συμβολική σχέση με αυτό που πράγματι είναι ικανό να την χορτάσει.
Σχολιάζοντας την επιθυμία για τον Παράδεισο, την οποία μπορούμε να δούμε ακόμα και τώρα μέσα μας, αισθάνομαι κάποια ντροπή. Διαπράττω σχεδόν μια ατιμία. Προσπαθώ να φανερώσω σε κάθε έναν από εσάς το απαρηγόρητο μυστικό, που μας πληγώνει σε τέτοιο βαθμό ώστε να το εκδικούμαστε δίνοντάς του ονόματα όπως Νοσταλγία και Ρομαντισμός και Εφηβεία· εκείνο το μυστικό που μας διαπερνά με τέτοια γλυκύτητα που όταν, σε ανοικτές συζητήσεις, η αναφορά σε αυτό είναι άμεση, αντιδρούμε περίεργα και καταλήγουμε να γελάμε με τους εαυτούς μας· το μυστικό που δεν μπορούμε ούτε να κρύψουμε αλλά ούτε και να πούμε, αν και θέλουμε να τα κάνουμε και τα δύο. Δεν μπορούμε να το πούμε γιατί είναι μια επιθυμία για κάτι που δεν έχει γίνει άμεσα γνωστό στην εμπειρία μας. Δεν μπορούμε να το κρύψουμε γιατί η εμπειρία μας, μας το προτείνει συνεχώς, και προδίδουμε τους εαυτούς μας όπως οι ερωτευμένοι στο άκουσμα ενός ονόματος. Το ποιο συχνό υποκατάστατο είναι να το ονομάζουμε ομορφιά και να συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε καλύψει έτσι το θέμα….
Πηγή: C.S. Lewis, http://www.enoriako.info