10/3/2015, Η μοναξιά με πλακώνει, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη

Η μοναξιά με πλακώνει


 μοναξι μ πλακώνει. Ασθάνομαι τι χω πομακρυνθε κι ποξενωθε. Χάνω πατέρα, μητέρα, δελφό, συγγενες, φίλους. Κάθε φροντίδα στοργς κα φίλτρου π μέσα μου φαιρεται. λοι εναι μακριά μου μ τος καημούς τους πο πέβαλα. Τος προσπέρασα κα τος φησα. Εμαι μονάχος χωρς δεσμ μ τίποτα, δν μπορ ν πλησιάσω κανέναν, ν’ γγίξω κανέναν. Τ χέρια μου εναι παράλυτα. Βλέπω τν κακία πο μ’ χει πλημμυρίσει. Κατάντησε γωιστική μου πόσταση νάξια, νίσχυρη κα λεεινή. Δν ξέρω ποι δρόμο ν’ κολουθήσω. Δεν ξέρω ποι σκάλα ν’ νέβω. Συναισθάνομαι τν ννοια τς μαρτίας, πο τόσο τν κορόιδεψα, ς προσβολ πέναντι στν αυτό μου. πέναντι στ θάνατο μέγεθός μου πο ντιπροσωπεύω. Θέλω ν στραφ πρς τ χριστιανικ κείμενα τ περιφρονημένα. Διαβάζω τ ξομολογητάριο, τος κανόνες πο εναι ναγκαοι, προκειμένου ν κερδίσει ψυχ τ γαλήνη. Εναι μαρτία ότι έστρεψα το πρόσωπό μου και είδα. Αμαρτία τι στρεψα τ πρόσωπό μου κα εδα. μαρτία τι πρόσεξα τ νδυμα. τι πόθησα τ σμα. τι φίλησα τ δέρμα. μαρτία τ γγιγμα. μαρτία κατοχή. μαρτία πόκτηση. μαρτία πο κινήθηκα κα δρασα, πο συλλογίστηκα, πο ποφάσισα. ποχή εναι δς τς λευθερίας πο σο πιτρέπει τν ντίληψη τς πόλυτης πόστασης. Συμφωνε μ τν παρουσία το κοινο κα πανταχο Χριστο μέσα μας. Πόση χαρ κι εδαιμονία ατ ρνηση τν γκοσμίων, θάνατος. π’ δ γεύση κα ασθηση το μετέπειτα θανάτου πο μς δίνεται. Γυμνός, μόνος μ’ να τεφρ κουρέλι γύρω στν σφύ, κυρτός, γυρτός, σκυμμένος. Οι κνμες, τ λιπόσαρκα στά τν κνημν, το μηρο, δν μπορον ν μ βαστάξουν ρθιο. Δν μίλησα πο μο στρέβλωσαν ν σπάσουν τ πόδι. Κάθουμαι. Τ γόνατά μου κουμπον τ πηγούνι. Τ στήθος μου συμπιέζεται. Σχηματίζει λεκάνη. Λάρνακα που τάφη κάθε λπίδα τομικ τς διοσυγκρασίας. Τ λάξευμα, τ νοιγμα το βράχου κλείνουν κοιτάσματα μετάλλων νεκμετάλλευτα, πυκνές, σκοτεινές, βαθιές, φλέβες. πάνω σ μι κολόνα ρχαία, κορινθιακ μ φύλλα κάνθης. Σ ψος συνεχς π τ γς φιστάμενο περισσότερο. Δώδεκα, δεκαοχτώ, εκοσι πέντε κα τριάντα οκτ μετρήματα ες ψος πομονωμένος. Στν καρδι τς κυριαρχίας τν νέμων. Στ κλαδι μ τ φυλλώματα δέντρου ψηλο. Στν κορυφή, ξομοιούμενος μ τ πουλι πο χτίζουν μεταξ ορανο κα γς τ φωλιά τους, ντιπροσωπεύω τν ρθ λόγο, τν κ το Χριστο ες τν κόσμο, παράδειγμα. Μο ’δωκαν ραβδισμος μέχρι αματώσεως. Μ μαστίγιο π δέρμα βοδιο, ταύρου. Μ μαστίγιο π λουρίδες χαλκωματένιες μ κόμπους. Μ γύμνωσαν. Μ πλωσαν γυμν πάνω σ κοφτερς πέτρες. πάνω σ κρεβάτι μ ρθια μπηγμένα καρφιά. Μ κρέμασαν κατακέφαλα, νάποδα π τ σκέλη. Μ νασκολόπισαν. Μ προσήλωσαν σ ξύλα χιαστί, μ τ κεφάλι κάτω. Στν τροχ μο κτεναν τ σμα. Τ μέλη ξαρθρώνονταν. Μο πέκοψαν τ μέλη. Ατιά, μύτη, γλώσσα, γεννητικ μόρια. Μο κολόβωσαν π τ χέρια κα τ πόδια τ κορμί. φαίρεσαν κα ρίξαν σ’ ναν χετ τ δέρμα το σώματος. Μ πλωσαν πάνω σ φωτιά. Σ πυρ π κάρβουνα που σφυρηλατιέται τ τσάλι. Ρίξαν μέσα στ’ ατιά μου ζεματιστ λάδι. Στ μάτια μου λιωμένο μολύβι. Στ στόμα μου κράμα π πίσσα κα σιδηρόσκονη, λιωμένα στν φωτιά. Μ’ βαλαν μέσα σ τομάρι γιδίσιο, μαζ μ πίσσα κα νέφτι. Μ ναψαν ν φωτίσω τος δρόμους. Μ’ ριξαν βορ στ θηρία. Μο πέκοψαν τ κεφάλι. πόμεινα πάντα. Πάντοτε νίκησα. Στν ρημιά, τ νίκη το πνεύματος κπροσωπ. Κατανο τν σπορη σύλληψη. Τ γέννηση π τν παρθενικ τς σπίλου νηδύ. Τν αξηση. Τν πρόωρη π παιδ σοφία. Τν νοικτή, στ παιδιά, τν γκαλιά. Τν καταδίκη τν φημιζόμενων σοφν, π το βαπτισθέντος στ νάματα το ποταμο σώματος. νεδέχθη τ σμα μοναχς πο ψωνε τν φωνή του στν ρημο. Τρεφόταν μ κρίδες κα μέλι. διδασκαλία ν παραβολας κα μιλίαις. πιστοποιήθη δι τν θαυμάτων. νάσταση νεκρν. άσεις σθενν. Χορτασμς πεινασμένων. νσάρκωσή του προσφορ παραδειγματίζουσα. πόμεινε καταδιωγμος κα μαρτύρια. Προσευχήθηκε. κάνθινο στεφάνι φόρεσε και πορφύρα μπαιγμο. νέβηκε στν Γολγοθ. Στ Σταυρ προσηλώθηκε κα πληγ στ νεφρ δέχτηκε. τάφη σ τάφο σφραγισμένο μ βούλα, πο φρουρ π στρατιτες φύλαγε. βαρι πλάκα κυλίστηκε π τν γγελο, πο σ σχήμα φήβου λαμπρο, μ τ πρόσωπο παστράπτον ρθε κα κάθισε δεξιά, γι ν δείξει πς τάφος ταν κενός, μ μόνο τ’  πορριγμένα σάβανα, στος νθρώπους πο θά ’ρχονταν ν προσκυνήσουν. «Οκ στιν δε λλ’ γήγερται». Γιατ χωρς νάγκη βοήθειας σ πρόσκομμα λικό,  νάσταση γίνηκε μοναχιά της. Ο πύλες το δη σπασαν. νοιξαν, ξέφυγαν ο μεντεσέδες. Τ καρφι πο κρατοσαν τ πορτόφυλλα, κατέπεσαν κα πατήθηκαν δι το Σταυρο. ξήγειρε κι νήγειρε τος προγόνους το δμ κα τν Εα, Χριστς κ το τάφου. Δύναμη, πλοτος, σχύς, βασιλεία γκόσμια, στν λήθεια πο ννο κουμπον κα στηρίζονται. Στέκουν ο βασιλες, κον τ παραγγέλματα, πακούουν, σκύβουν, ταπεινώνονται μπροστ στ Θεοφόρο νθρωπο. Γονυπετον. Σηκώνουν πόλεμο. Στρατις μάχονται γι τν κατοχ τς σίας κεφαλς, λευκασμένων στν. γκαταλείπουν νάκτορα, ερ παλάτια, τν γκόσμια αγλη κα λαμπηδόνα. Γόνοι κλεκτο φεύγουν. π τύψη ατοτιμωρονται. Κατάγυμνοι ναχωρον στν ρημο. Κατάσκοποι, προσεύχονται. Κάνουν μετάνοιες σαράντα κι κατό. Διδάσκονται. Τν ρα πο γεύονται ξερ κομμάτι ψωμ βρεγμένο σ ξύδι, μολογον τι οδέποτε δοκίμασαν τέτοια μβροσία. Οδέποτε φαγαν μ περισσότερη εδαιμονία κα χαρά. λπίζουν τι εναι κοντ ν γνωρίσουν, ν δον τν πανταχο το Χριστο παρουσία. Ατς εναι παντοτινή τους προσευχή. Καταφεύγουν στ συχαστήρια. πιζητον τν ψη το κτίστου φωτός, τ θαυμαστ παρουσία το πνεύματος. Σεισμς ς συγκλονίζει τ γ κα ς πέφτουν πάνω τους πέτρες π τ κτίσματα. Θαυμάζουν να χρυσ πουλί, πο λοένα σ κλωνάρι χαμηλότερο κατεβαίνοντας, σιμά τους κελαηδε στ δέντρο. νοίγουν τ πολυποίκιλτα μ χρώματα φτερά. Πληροφορούνται γι τν αωνιότητα τς παρξης. πιστρέφουν στ κελί τους φο κατ τ διάστημα θαυμασμο μεσολάβησαν κατ κα πλέον τη. Βρίσκονται μεταξ λλων. Τ παιδι τν παιδιν τν λλων, πο πρξαν πρν.


Πηγή: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση , Άγρα 1982, http://salograia.blogspot.gr/