10/11/2015, Ιερείς-μοναχοί και ιερείς οικογενειάρχαι, του Βιργκίλ Γκεοργκίου

                      Ιερείς-μοναχοί και ιερείς οικογενειάρχαι


     Οι επισκέψεις, που η βασίλισσα του Ουρανού έκανε στο χωριό μας γέννησαν μερικά νέα ερωτηματικά μέσα στο παιδικό μου κεφάλι. Από αιώνες, όλοι οι άνδρες της οικογενείας μου, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, ήταν εφημέριοι στα χωριά, στα οποία κατοικούσαν οι υπηρέτες των μοναστηριών. Ήταν ιερείς από πατέρα σε παιδί. Όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Ιερείς προλετάριοι. Ιερείς - άλογα. Που υπηρετούσαν τον Κύριο με τα πόδια τους, τρέχοντας στο βουνό και φέρνοντας τον θείο λόγο, τα μυστήρια και την προσευχή. Παντού όπου υπήρχε ανάγκη. Έμαθα αργότερα πως το άλογο είναι σύμβολο των δώδεκα Αποστόλων, που κι αυτοί ήταν ζευγμένοι στο άρμα της Εκκλησίας... Έτσι έβλεπα πάντα τον πατέρα μου κι όλους τους άλλους ιερείς της οικογενείας μου.
     Οι ιερείς ήταν μεταφορικά ζώα. Άλογα του Χριστού. Αλλά ο ιερεύς και ο διάκονος που συνόδευαν τη βασίλισσα του Ουρανού, ο ιερομόναχος και ο ιεροδιάκονος είχαν άμαξα κι ήταν διαφορετικοί απ' τους ιερείς, που είχα γνωρίσει. Διαφορετικοί απ' τους δικούς μου ιερείς, που βάδιζαν τον περισσότερο καιρό με ράσο και ξυπόλητοι. Βέβαια, οι δύο μοναχοί, που έφθαναν με το αμάξι ήταν ακόλουθοι της βασίλισσας του Ουρανού. Ευγενείς. Όχι ιερείς-χωρικοί. Όπως ο πατέρας μου. Και οι θείοι μου. Και τα ξαδέλφια μου. Και οι πάπποι μου. Αλλά, εκτός απ' τις υπηρεσίες τους κοντά στη βασίλισσα των Ουρανών, διέφεραν και σ' ένα ακόμη πράγμα. Κατ' αρχήν δεν έλεγαν σχεδόν τίποτε. Αν μιλούσαν το έκαναν με πολύ χαμηλή φωνή. Είχαν φιλοξενηθεί κάποτε στο Πρεσβυτέριο κι' είχαν αρνηθεί να φάνε μαζί μας, στο τραπέζι. Έφαγαν μόνοι τους. Και πολύ λίγο. Έμαθα πως ήταν ο μοναχικός κανόνας, που προστάζει τους μοναχούς: «Προσέχετε να μη κάθεσθε σε τραπέζι με γυναίκες». Δεν παρατήρησαν τίποτε γύρω τους, όπως κάνουν συνήθως οι ξένοι, που μπαίνουν στο σπίτι μας. Μόλις κοίταζαν εκεί που έβαζαν τα πόδια τους. Πάντα με τα μάτια χαμηλωμένα. «Όταν είσθε υποχρεωμένοι να πάτε στον κόσμο (κι εδώ κόσμος ήταν το πρεσβυτέριο), μείνατε παράμερα για να φυλάξετε καλύτερα τη σιωπή. Μην αφήσετε τα μάτια σας να περιπλανώνται εδώ κι εκεί, αλλά να κάνετε άγιες σκέψεις ή να αναλογίζεσθε τους Ψαλμούς».
     Όταν η μητέρα μου και οι γυναίκες του χωριού ρώτησαν τους μοναχούς αν ήθελαν τίποτε, αυτοί, οι ακόλουθοι της βασίλισσας του Ουρανού, ούτε καν σήκωσαν τα μάτια και απάντησαν πως δεν τους έλειπε τίποτα. Αργότερα έμαθα πως έπρεπε να συμπεριφερθούν μ' αυτό τον τρόπο: «Όταν μπείτε σε μια πόλη ή σε ένα χωριό, κρατήστε τα μάτια χαμηλωμένα, μήπως τα πράγματα που θα δείτε ξανάρθουν στο νου σας και γίνουν αντικείμενο πειρασμού, όταν θα γυρίσετε στο κελί σας... Επίσης μη κοιτάτε ποτέ κατά πρόσωπο τα πρόσωπα του άλλου φύλου. Ούτε τα φορέματά τους».
-Είναι ιερείς-μοναχοί, εξήγησε ο πατέρας μου. Ιερομόναχοι.
     Στα μάτια μου, το να είναι κανείς ιερεύς-μοναχός ή ιερομόναχος ήταν, σύμφωνα με όσα έβλεπα, εντελώς άλλο πράγμα από το να είναι ιερεύς, όπως ο πατέρας μου και οι άλλοι ιερείς της υπαίθρου. Αλλά κατά τη θεία Λειτουργία είδα πως οι ιερείς-μοναχοί φορούσαν ακριβώς τα ίδια άμφια με τον πατέρα μου και λειτουργούσαν μαζί του. Επειδή όμως ο ιερεύς-μοναχός ήταν ανώτερος κατά το συλείτουργο, ο πατέρας μου είχε την προτελευταία θέση στην αγία Τράπεζα.
- Ένας ιερεύς-μοναχός δεν είναι πιο σπουδαίος από ένα χωρικό ιερέα, που έχει γυναίκα και παιδιά; Ρώτησα τον πατέρα μου.
- Δεν υπάρχει παρά μια και μόνη ιεροσύνη, απάντησε ο πατέρας μου.
- Αλλά υπάρχουν ιερείς-μοναχοί και ιερείς-χωρικοί. Οι μοναχοί είναι περισσότερο άγιοι...
- Κανένας άνθρωπος, μοναχός ή μη μοναχός, δεν είναι άξιος της ιεροσύνης. Ξέχασες την ευχή της αναφοράς, είπε ο πατέρας μου, που λέει: «Το γαρ διακονείν σε μέγα και φοβερόν και αυταίς ταις επουρανίαις δυνάμεσιν. Αλλ' όμως διά την άφατον και αμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν ατρέπτως και αναλλοιώτως γέγονας άνθρωπος και αρχιερεύς ημών εχρημάτισας και της λειτουργικής ταύτης και αναιμάκτου θυσίας την ιερουργίαν παρέδωκας ημίν ως Δεσπότης των απάντων. Συ γαρ μόνος, Κύριε, δεσπόζεις των επουρανίων και των επιγείων... ο μόνος άγιος και εν αγίοις αναπαυόμενος. Καθάρισόν μου την ψυχήν και την καρδίαν από συνειδήσεως πονηράς και αξίωσόν με τη δυνάμει του Πνεύματός σου του Αγίου, ενδεδυμένον την της ιερατείας χάριν, παραστήναι τη αγία σου ταύτη τραπέζη...».
     Ο ιερεύς - μοναχός λέει ακριβώς την ίδια ευχή όπως και ο παντρεμένος ιερεύς. Διότι και οι δύο είναι άνθρωποι αμαρτωλοί και οι δύο είναι ιερείς, που έλαβαν την χάρη της ιεροσύνης... Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε έναν έγγαμο ιερέα και πατέρα οικογενείας και σ' ένα ιερομόναχο, που ζει μόνος... Δεν υπάρχει ούτε καλός ούτε κακός ιερεύς.
     Ένας καλός ιερεύς δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο κι ένας κακός τίποτε λιγότερο. Και για τον ένα και για τον άλλον το μυστήριο της μεταβολής των Δώρων τελείται όχι δια της αξίας του ιερουργούντος, αλλά δια του λόγου του Δημιουργού και της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
     - Είναι η πρώτη φορά, που βλέπω έναν ιερέα που δεν είναι παντρεμένος και που δεν έχει παιδιά. Έναν άγαμο ιερέα. Έναν ιερέα - μοναχό είπα στον πατέρα μου. Νόμιζα πως είναι ανώτεροι απ' τους άλλους...
     - Η αγία Σύνοδος της Γάγγρας, που συνήλθε υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, όπως κι όλες οι Σύνοδοι, το 340, και στην οποία έλαβαν μέρος οι επίσκοποι της Δύσεως και της Ανατολής, διότι το 340, οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί δεν ήταν χωρισμένοι, αυτή η αγία Σύνοδος της Γάγγρας ρίχνει το ανάθεμα σε εκείνον που νομίζει ότι η θεία Κοινωνία, που μεταδίδεται από τα χέρια ενός άγαμου ιερέως είναι ανώτερη απ' την Κοινωνία που μεταδίδεται από τα χέρια ενός έγγαμου... Κι ότι υπάρχει ένας μόνο Αρχιερεύς, ο Χριστός. Μία μόνη Εκκλησία και μία μόνο Κοινωνία.
     - Οι ιερείς - μοναχοί είναι ωστόσο πιο άγιοι από τους ιερείς, που ζουν μέσα στον κόσμο... Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τον ιερομόναχο. Είναι αγνός σαν μια εικόνα. Δεν κοιτάζει ούτε το πρόσωπο, ούτε τα φορέματα των γυναικών. Και κατά συνέπεια είναι λογικό πως είναι πιο άγιος από ένα ιερέα, που έχει γυναίκα και παιδιά...
     - Όχι, είπε ο πατέρας μου. Η ιεροσύνη του δεν είναι καλύτερη απ' την ιεροσύνη του έγγαμου ιερέα.
     - Είναι γιατί είσαι παντρεμένος, που το λες αυτό, απάντησα... Τα γεγονότα και η λογική είναι αντίθετα με τις βεβαιώσεις σου.
     - Όχι, επέμεινε ο πατέρας μου. Ένας ιερεύς - μοναχός δεν είναι ανώτερος από ένα έγγαμο ιερέα. Δεν είμαι εγώ που το λέω. Και δεν είναι γιατί είμαι παντρεμένος που το λέω. Αλλά γιατί το είπε ο ίδιος ο Κύριος. Ότι έκανε ο Θεός είναι καλό, συμφωνείς;
     - Βέβαια. Ότι έκανε ο Θεός είναι καλό.
     - Ο Θεός, όταν έγινε σαρκοφόρος, όταν σαρκώθηκε διάλεξε δώδεκα αποστόλους, πριν κηρύξει και σχηματίσει την εκκλησία του, έτσι δεν είναι;
     - Μάλιστα, απάντησα. Και στη Πεντηκοστή, το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε στους δώδεκα αποστόλους, εν είδει πυρίνων γλωσσών. Και αυτή η φωτιά είναι το Άγιο Πνεύμα, που οδηγεί την Εκκλησία δια μέσου των Αποστόλων και των διαδόχων τους, των επισκόπων και των ιερέων...
     - Συμφωνείς λοιπόν πως ο Θεός διάλεξε τους αποστόλους του;
     - Βέβαια.
     - Ωραία. Ανάμεσα στους δώδεκα Αποστόλους, που ο Κύριος διάλεξε δεν υπήρχαν μόνο αγνοί, καθαροί, άγαμοι και ασκητές... Ανάμεσα στους Δώδεκα υπήρχαν και παντρεμένοι άνθρωποι. Που είχαν οικογένεια, γυναίκα, παιδιά, πεθερά... Αφού ο Χριστός ο ίδιος διάλεξε μερικούς αποστόλους του από παντρεμένους ανθρώπους, πως τότε η φτωχή επίγεια Εκκλησία μας θα μπορούσε να σκεφθεί να κάνει καλύτερα απ' το Θεό τον ίδιο, αποκλείοντας τους παντρεμένους από την ιεροσύνη; Από την στιγμή, που ένας έγγαμος κρίθηκε άξιος να γίνει Απόστολος του Χριστού, πως δεν θα ήταν άξιος να γίνει ιερεύς της υπαίθρου;
     Δεν είχα ποτέ σκεφθεί προηγουμένως πως ανάμεσα στους δώδεκα Αποστόλους του Χριστού υπήρχαν παντρεμένοι. Διότι ο Χριστός θα μπορούσε να διαλέξει μόνο άγαμους. Ανθρώπους που θα ζούσαν την αγγελική ζωή των μοναχών, όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όπως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και άλλοι... Αλλά ο Χριστός διάλεξε, πράγματι, και παντρεμένους ανθρώπους μεταξύ των αποστόλων του. Πρώτα ο Πέτρος. Ήταν παντρεμένος. Η γυναίκα του και η πεθερά του τον ακολούθησαν, ακολουθώντας κι αυτές τον Χριστό. Και ο Θεός μπήκε στο οικογενειακό σπίτι του Πέτρου. Είδε την πεθερά του Πέτρου άρρωστη στο κρεβάτι της. Ο Χριστός της άγγιξε το χέρι. Την θεράπευσε. Και η πεθερά του Πέτρου ετοίμασε το φαγητό για τον Κύριο (Ματθ. η' 14-15). Το Ευαγγέλιο μας λέει πως οι δώδεκα ήταν μαζί με τον Χριστό και πως υπήρχαν επίσης και γυναίκες μαζί τους (Λουκ. η' 2). Διαβάζουμε επίσης στις επιστολές του Αγίου Παύλου: «Ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν ως και οι λοιποί Απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς; (Α' Κορ. θ' 5). Ακόμη. Ένας απ' τους πρώτους Αποστόλους, που διάλεξε ο Χριστός και τον οποίο πρόσταξε να τον ακολουθήσει ήταν παντρεμένος και είχε κιόλας τέσσερις κόρες. Ήταν ο άγιος Απόστολος Φίλιππος. (Ματθ ι' 3, Μάρκ. γ' 18, Λουκ. στ' 14, Πραξ. α' 13).
     Εκτός απ' το Ευαγγέλιο έχουμε κι άλλες μαρτυρίες για τα παιδιά των Αποστόλων: Να μια από τις πιο αρχαίες: «Φίλιππον τον απόστολον άμα ταις θυγατράσι διατρίψαι... ως δε κατά τους αυτούς ο Παπίας γενόμενος, διήγησιν παρειληφέναι θαυμασίαν υπό των του Φιλίππου θυγατέρων μνημονεύει».
     Κατάλαβα λοιπόν τότε ότι οι πύρινες γλώσσες κατέβηκαν απ' τον ουρανό πάνω στα κεφάλια των δώδεκα αποστόλων, των εγγάμων και των αγάμων, χωρίς καμιά διάκριση. Και ότι η Εκκλησία είναι μία. Και ότι η ιεροσύνη είναι η ίδια. Το να είναι κανείς παντρεμένος ή μοναχός είναι το ίδιο άξιος να γίνει απόστολος και ιερεύς, διότι είναι ο Χριστός που το θέσπισε. Στην επίγεια ζωή του. Ο ίδιος.
     Αλλά το κυριότερο, το σπουδαιότερο είναι ότι ο Χριστός, τη μέρα, που ίδρυσε την επίγεια Εκκλησία του δεν διάλεξε πρώτα τον αγνότερο των αποστόλων, αλλά έναν παντρεμένο. Διότι τον Πέτρο είναι που διάλεξε ο Χριστός, λέγοντάς του: «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν» (Ματ. ιστ' 18-19). Απ' την μέρα αυτή δεν βλέπω πια διαφορά ανάμεσα στους έγγαμους ιερείς και τους ιερομονάχους. Διότι θα ήταν ηλίθιο για μας τους ανθρώπους να κάνουμε καλύτερα απ' τον Θεό. Να αποκλείουμε απ' τη χάρη της ιεροσύνης αυτούς, που ο Θεός δεν απέκλεισε απ' το υπέρτατο αξίωμα των Αποστόλων.
     Πολύ καιρό μετά την αναχώρηση της βασίλισσας του Ουρανού απ' το χωριό μας και μετά την πρώτη μου πολιτεία (τη συμμετοχή μου στην έφιππη συνοδεία της Μητέρας του Θεού), εξακολουθούσα να απασχολούμαι με ένα άλλο πρόβλημα. Κι αυτό κάθε φορά, που παρατηρούσα την μητέρα μου. Την ευσεβέστατη μητέρα μου. Που ήταν πάντα θυμωμένη μέσα στη θεοδίδακτη απλότητά της. Διερωτόμουν γιατί ο Χριστός δεν διάλεξε και γυναίκες για αποστόλους. Μήπως γιατί είχαν κάτι το αναξιοπρεπές, το κατώτερο; Γιατί ο Κύριός μας διάλεξε μόνο άνδρες; Διότι θα είχαν ασφαλώς κάτι ανάξιο και εξ' αιτίας αυτού οι γυναίκες απεκλείσθησαν από την ιεροσύνη. Διότι είναι βέβαιο ότι ο Χριστός τις απέκλεισε από τις τάξεις των Αποστόλων. Και είναι πράγματι αδύνατο να γίνει μια γυναίκα ιερεύς. (Α' Κορ. Ιδ' 34, Αγ. Επιφανίου: Πανάρετον ΧΧΙΧ,2).
     Ήξερα πως εκείνος, που προσπαθεί να κατανοήσει την ακαταληψία του Θεού δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προσελκύει τους διαβόλους. Αλλά, όταν σκέπτεται κανείς τη βασίλισσα του Ουρανού, τη Μητέρα του Θεού, που βρίσκεται στον ουρανό, υπεράνω όλων των αγίων και όλων των  επουρανίων δυνάμεων, υψηλότερα απ' τους αγγέλους, τα Σεραφίμ, τα Χερουβίμ, τις Κυριότητες και τους Θρόνους, μπορεί κανείς να μιλάει πραγματικά για αποκλεισμό της γυναίκας από της Εκκλησία; Η Μαρία, η Παρθένος δεν ήταν απόστολος του Υιού της. Ούτε αυτή ούτε καμιά γυναίκα. Είναι αλήθεια. Αλλά η Μαρία υπήρξε η Μητέρα του Χριστού. Είναι πολύ πιο μεγάλο, πιο θείο, πιο μεγαλειώδες να φέρεις τον Θεό στα σπλάχνα σου παρά να είσαι απόστολός Του. Σήμερα, όπως πάντοτε, αν οι γυναίκες δεν γίνονται ιερείς, φέρουν όμως στη σάρκα τους εκείνους που θα γίνουν. Όπως η Παναγία Παρθένος έφερε τον Χριστό. Είναι μια συμμετοχή πολύ πιο μεγάλη πιο υπέροχη, η υπέρτατη συμμετοχή στην ιεροσύνη. Διότι οι γυναίκες φέρουν μέσα στα σπλάχνα τους και γαλουχούν στο στήθος τους αυτούς, που θα γίνουν επίσκοποι, πατριάρχες, ιερείς, άγιοι... Και, όταν οι γυναίκες έχουν αυτή την υπέρτατη χάρη, είναι ανάγκη να έχουν και μιά άλλη, κατώτερη; Ότι ο Θεός έκανε είναι καλό. Όπως το είπε ο ίδιος ο Δημιουργός, ύστερα από κάθε έργο της δημιουργίας του. «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν» (Γεν. α').

     Μήπως και η ενσάρκωση του Θεού μέσα στη σάρκα της Παρθένου δεν την εθεοποίησε κι αυτή, δίνοντάς της την ύψιστη θέση κοντά στον Κύριο! Οι μητέρες των οποίων οι υιοί δέχονται την ιεροσύνη δεν θεοποιούνται κι αυτές επίσης δια της χάριτος, που δίδεται στα παιδιά τους; Σε κάθε χειροτονία βλέπω με τα μάτια μου τη φλόγα της ιεροσύνης, που κατεβαίνει σαν μια φλόγα φωτιάς πάνω στο κεφάλι του νέου ιερέως. Αλλά αυτή η ίδια η φλόγα φωτίζει και μεταμορφώνει και τις μητέρες, τις γυναίκες και τις κόρες εκείνων, που παίρνουν το άγιο φως. Μ' αυτό τον τρόπο συμμετέχουν οι γυναίκες στην ιεροσύνη. Ολοκληρωτικά. Μ' ολόκληρη τη σάρκα τους. Πλήρως.


Πηγή:. Βιργκίλ Γκεοργκίου, "Ένα όνομα για την αιωνιότητα"