25/2/2016, Η ψυχική νόσος στο Βυζάντιο, του Δημήτρη Καραγιάννη

Η ψυχική νόσος στο Βυζάντιο

Παρακαλῶ πάντας ὑμᾶς,
τοὺς φρενίτιδι περιπεσόντας νόσῳ καὶ παραπαίοντας,
κατὰ δύναμιν τὴν ὑμετέραν πειρᾶσθαι θεραπεύειν
μετὰ προσηνείας καὶ ἐπιειδείας αὐτοῦ διαλεγομένους.
Ιωάννης Χρυσόστομος (Προς Ανομοίους, β΄λόγος)

 
Η ψυχική  νόσος έχει σημασιοδοτηθεί στο διάβα των αιώνων από τις επικρατούσες ιδεολογικές αντιλήψεις. Ανάλογη επίδραση υφίστατο η στάση της κοινωνίας έναντι του ψυχικά πάσχοντος, καθώς και η θεραπευτική αντιμετώπισή του.
Είναι εντυπωσιακή η απουσία αναφορών ή ακόμη χειρότερα η επιπόλαια κριτική που καλύπτει την ιστορική περίοδο του Βυζαντίου, όσον αφορά την ψυχική νόσο.
Με έκπληξη ο μελετητής παρατηρεί ότι στις ειδικές ιστορικές αναδρομές γίνεται μια μεταπήδηση από τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο στο Δυτικό Μεσαίωνα σβήνοντας την πραγματικότητα του Βυζαντίου ή ταυτίζοντας τον πολιτισμό του με την Δυτική Μεσαιωνική αντίληψη περί κόσμου.
Ο Δυτικός Μεσαίωνας αντιπροσωπεύει πράγματι την πιο μελανή περίοδο για τη θεώρηση της ψυχικής νόσου και, συνεπώς, και του ψυχικά πάσχοντος.
Είναι ίσως η μονολιθικότητα της Δυτικής αντίληψης περί ηθικής που δεν αντέχει τις ακραίες καταστάσεις, οι οποίες πρέπει να εξαφανιστούν. Η ατομική αντίληψη περί ηθικής οδηγεί στην ατομική ενοχοποίηση και το στιγματισμό.
Μια τέτοια ολοκληρωτική κοινωνία έχει ανάγκη από την ύπαρξη αποδιοπομπαίων τράγων, η τιμωρία των οποίων οδηγεί στον «παραδειγματισμό» και την τυφλή υπακοή των πολλών.
Είναι τότε που εκδίδεται το περίφημο σύγγραμμα Το σφυρί των μαγισσών από τους γερμανούς μοναχούς Γιόχαν Σπρέγκερ και Χάινριχ Κρέμερ, οι οποίοι κωδικοποίησαν τη θεωρία και τους κανόνες της δαιμονολογίας.
Και, βέβαια, αφού ο δαιμονισμένος είναι όργανο του διαβόλου, μέσω του οποίου κινδυνεύει ο κόσμος, όχι μόνο δεν του πρέπει καμιά συμπάθεια ή περίθαλψη, αλλά θα πρέπει να εξαφανιστεί. Είναι τραγικό ότι συνήθως τα οικεία συγγενικά πρόσωπα καταγγέλλουν τον πάσχοντα για να τιμωρηθεί.
Η διαστρεβλωτική άποψη ότι ο ψυχωτικός άρρωστος αποτελεί «όργανο του διαβόλου» οδήγησε χιλιάδες νοσούντων στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά το παράδειγμα της αδελφότητας του Αγίου Δομινίκου στη Λομβαρδία που οδήγησε περί τους χίλιους (στην πλειοψηφία τους γυναίκες) «δαιμονολάτρας φρενοβλαβείς» στην πυρά. Αντίστοιχο συμβάν αναφέρεται στην Λαγγεδοκία της Γαλλίας το έτος 1567, κατά το οποίο η Γερουσία της Τουλούζης έκαψε 300 «δαιμονολάτρες». Αναφέρονται τα σκληρά βασανιστήρια και ο δια πυράς θάνατος που υπέστησαν εκατοντάδες «δαιμονισμένοι» ταυτοχρόνως σε εικοσιεφτά  εκκλησιαστικές περιφέρειες των Κάτω Πυρηναίων.
Όταν η Ψυχιατρική, πολύ-πολύ αργότερα, αναλαμβάνει την όποια αντιμετώπιση και περίθαλψη του ψυχικά πάσχοντος, έρχεται αντιμέτωπη με τις καταστάσεις αυτές και έτσι δημιουργείται μια δραματική αντιπαράθεση μεταξύ Δυτικής Εκκλησίας και Ψυχιατρικής, αφού η Δυτική σχολαστική θεολογία δεν επιτρέπει λειτουργική σχέση με την επιστήμη.
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Ανατολής αναφέρεται στην ψυχοσωματική ολότητα της ανθρώπινης φύσης. («Ἀπὸ τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τὸ σῶμα, ἀσθενεῖ μου καὶ ἡ ψυχή»). Παράλληλα τίθεται και η οικουμενικότητα της αμαρτίας που δεν αφορά μόνο κάποιες κατηγορίες ανθρώπων. Η αποδοχή της αμαρτωλότητας αποτελεί βασικό στοιχείο στην Ορθόδοξη πίστη. Το έλεος του Θεού είναι το καθοριστικό στοιχείο για τη σωτηρία των ανθρώπων και όχι τα όποια καλά τους έργα. Επομένως η φιλάνθρωπη στάση προς τους ψυχικά πάσχοντες δεν είναι μια συμπεριφορά συναισθηματικής τάξης, αλλά αποτέλεσμα θεολογικής αντίληψης.
Το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική εκκλησιαστική θεώρηση του φαινομένου της «τρέλας» καταδεικνύεται και από το γεγονός της ύπαρξης των «κατά Χριστόν αγίων σαλών» στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο άγιος Ανδρέας, ο άγιος Σάββας ο Βατοπεδινός, ο άγιος Συμεών, αποτελούν ακραίες θαυμαστές περιπτώσεις όπου περιφρονείται η αισθητική και γίνεται υπέρβαση της ηθικής. Ένα αντίστοιχο φαινόμενο δεν θα ήταν ανεκτό από τη Δυτική ηθικιστική θεολογία.
Στην ιστορική πορεία της Ορθόδοξης Ανατολής δεν τέθηκαν διλήμματα για την συνύπαρξη της πίστης με την επιστήμη. Δεν υφίσταται η ανασφάλεια των εξουσιαστών του αλάθητου της Δυτικής Εκκλησίας. Ο καθηγητής θεολογίας Ν. Ματσούκας σημειώνει ότι η σχέση της Ορθόδοξης θεολογίας με την επιστήμη υπήρξε λειτουργική και συμπληρωματική.
Δυστυχώς, η αντιπαράθεση μεταξύ Εκκλησίας και Ψυχιατρικής επιχειρήθηκε να μεταφερθεί μηχανιστικά  και στην χώρα μας, χωρίς όμως την ίδια ένταση και έκταση, αφού η πραγματικότητα που υφίστατο εδώ ήταν διαφορετική. Η διαφορετικότητα έγκειται στη φιλάνθρωπη στάση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο διάβα των αιώνων.
Δυστυχώς δεν έχουν συγκεντρωθεί και κατηγοριοποιηθεί όλα τα δυνατά σχετικά στοιχεία. Θα ήθελα όμως να αναφέρω την βαθιά ανθρώπινη στάση των Πατέρων, όσον αφορά τους ψυχικώς πάσχοντες.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, στο ξεκίνημά της, υφίσταται τρεις κυρίαρχες επιδράσεις:
—Τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, σαν υπόστρωμα.
—Τις πρωτόγονες αντιλήψεις-δεισιδαιμονίες σημαντικού τμήματος της επικράτειάς της.
—Το ζωντανό κήρυγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Είναι εκπληκτικό πράγματι πως μπόρεσε να επιβληθεί η νέα διδασκαλία και να εξημερωθούν τα βάρβαρα φύλα που κατέκλυζαν την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι δεισιδαιμονίες ευρίσκοντο σε πλήρη άνθηση. Τα γητέματα, οι γοητείες, οι οιωνοσκοπήσεις και οι μαγικές αντιλήψεις κυριαρχούσαν. Για την τιθάσευση αυτών των δεισιδαιμονιών αγωνίσθηκαν, όχι χωρίς αντίδραση και πολλές φορές με προσωπικές τους διώξεις, οι Πατέρες της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα, ο Μέγας Βασίλειος κάνει τεράστιους αγώνες ενάντια στη δεισιδαιμονία και καταγγέλλει τους «ζητοῦντας ἐπαοιδούς» για τη θεραπεία των ασθενούντων παιδιών τους (PG 29, 417). Σε αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων δημιουργεί ευχές βαθύτατα ανθρώπινες.
Ο Ιερός Χρυσόστομος επιπλήττει τους δεισιδαίμονες συγχρόνους του λέγοντας ότι δεν είναι Χριστιανοί, αλλά ότι ακολουθούν αρχαίες ελληνικές και ιουδαϊκές αντιλήψεις, στις οποίες στηρίζονται οι φαρμακείες, οι αστρολογίες, οι μαντείες, οι διδασκαλίες δαιμόνων και οι επερωτήσεις πνευμάτων ακαθάρτων (PG 59, 564).
Ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, σημειώνει για κάποιον άρχοντα Μιχαήλ: «Μιχαὴλ πρωτέκδικος ὁ ἐν ὑστέρῳ δυσκληρήσας ἐπηρείᾳ δαίμονος...» Αποδίδοντας ο Ευστάθιος το νόσημα του πρωτεκδίκου Μιχαήλ στην επήρεια δαίμονος, δεν εκφέρει τη γνώμη του, αλλ’ απλώς μεταφέρει τις λαϊκές αντιλήψεις της εποχής του, σύμφωνα με τις οποίες η ψύχωση, «φρενίτις νόσος», αποδιδόταν κατ’ αρχαία αντίληψη στην επίδραση δαίμονος.
Ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, αναφερόμενος στις αντιλήψεις των συγχρόνων του αναφωνεί: «Τῆς κατεχούσης τὸ ἀνθρώπινον γένος προλήψεως τὴν τυραννίδα διακόπτων ὁ Σωτὴρ ἐβόα: Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν» (PG 78,840).
Την ίδια μάχη εναντίον των δεισιδαιμονιών κάνουν ο Κύπρου Επιφάνιος, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, ο Ιεροσολύμων Κύριλλος, ο Νύσσης Γρηγόριος, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής και άλλοι πολλοί.
Στο χώρο εξ άλλου της ψυχικής νόσου, επικράτησε πάλι η φιλάνθρωπη στάση. Ο ιερός Χρυσόστομος είναι ξεκάθαρος, όταν αναφερόμενος στη θεραπεία των  πασχόντων εκ «φρενίτιδος νόσου» συνιστά: «Κἂν ὑβρίζωσι, κἂν λακτίζωσι, κἂν ἐμπτύωσι, κἂν ὁ,τιοῦν ποιῶσι, μὴ καταλείπεις τὴν ἰατρείαν ἀγαπητέ. Τοὺς γὰρ ἄνθρωπον παραπλῆγα θεραπεύοντας ἀνάγκη πολλὰ τοιαῦτα ὑπομένειν, ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ οὕτως ἀφίστασθαι χρή, ἀλλὰ δι’ αὐτὰ μὲν οὖν ταῦτα μάλιστα αὐτοὺς ταλανίζειν καὶ δακρύειν χρή, ὅτι τοιοῦτον αὐτῶν τῆς ἀρρωστίας ἐστὶ τὸ εἶδος» (Πρὸς Ἀνομοίους, β΄λόγος).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι η απομάκρυνση από το Θεό οδήγησε στην ύπαρξη των νόσων και του θανάτου. Συνεπώς όλοι υφιστάμεθα, άλλος λίγο άλλος πολύ, τις συνέπειες της πτώσης. Όμως, κυρίαρχο σημείο για την σωτηρία του ανθρώπου θα είναι η στάση προς το συνάνθρωπό του. Οι Ορθόδοξοι Πατέρες συνεχώς υπενθυμίζουν την Ευαγγελική ρήση περί κρίσεως: «Ξένος ἤμιν καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐπεσκέψασθέ με...» (Ματθαίος κε', 35-36). Ιδρύονται έτσι μια πληθώρα νοσοκομείων.
Για την ίδρυση νοσοκομείων-πτωχοκομείων αναφέρονται, εκτός βεβαίως του Μεγάλου Βασιλείου, και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος, ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων ο Αλεξανδρείας, ο Θεοδόσιος, ο Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης και άλλοι. Επίσης αναφέρονται ο αυτοκράτορας ο Μαρκιανός, ο Ιουστινιανός με τον περίφημο ξενώνα του Αγ. Σαμψών, ο Θεόφιλος, ο Ρωμανός ο Λεκαπηνός, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, ο Αλέξιος, ο Ισαάκιος Κομνηνός, ο Ανδρόνικος, κ.α.
Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δοθεί βοήθεια σ’ αρρώστους κι ανήμπορους σε τέτοια κλίμακα και με τόση φροντίδα σ’ όλες τις προηγούμενες κοινωνίες του γνωστού κόσμου.
Μέσα στα μεγάλα βυζαντινά νοσοκομεία νοσηλεύονταν όχι μόνο οι πάσχοντες εκ παθολογικών νοσημάτων, τραυματίες και χειρουργούμενοι, αλλά και οι «μαινόμενοι», για τους οποίους η πολιτεία ελάμβανε μέριμνα.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης, επαινώντας τη μητέρα του, είπε ότι: «αὕτη περιποιεῖτο ὀρφανούς, χήρας, ξένους, γέροντας, πτωχοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῆς ἱερᾶς νόσου πάσχοντας» (PG 99, 689).
Ο Αλέξιος ο Κομνηνός (ΙΒ΄ αιών) γράφει σε παραινετικό ποίημά του προς τον ανιψιό του: «Τὰ χρήματά σου ἐξόδευε εἰς ἐκκλησίας, εἰς πτωχὰ καὶ εἰς τὰ κουζουλευμένα» (GG στίχος 488).
Ο Ιωάννης Κομνηνός με την παρότρυνση της θεοσεβούμενης αυτοκράτειρας Ειρήνης ιδρύει σύνολο ιδρυμάτων, γηροκομεία, νοσοκομεία και ειδικό άσυλο για επιληπτικούς (Τεράρ Βάλτερ, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο).
Επί πλέον εκτός από τα διάφορα ιδρύματα, υπήρχαν πολλές μονές που αναλάμβαναν ειδικά τη φροντίδα των φρενοπαθών. Πολλά μοναστήρια αναφέρουν στην ιδρυτική τους πράξη μέσα στους σκοπούς τους, τη φροντίδα των ψυχικώς πασχόντων.
Στην Κωνσταντινούπολη η Εκκλησία της Παναγίας της Σούδας, στο Εγρί Καπού, είχε ειδικά κελιά. Εξ άλλου μέχρι σήμερα οι πιστοί καταφεύγουν σε κάποιες εκκλησίες στις οποίες προσδοκούν τη θεραπεία των ψυχώσεων με θαυματουργικό τρόπο.
Στο Άγιον Όρος υπήρχε ειδική φροντίδα για τους μαινόμενους στη μονή Σιμωνόπετρας. Αντίστοιχη φροντίδα παρείχετο σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και στο Μοναστήρι του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία. Ειδικά μάλιστα για τα παιδιά που υπέφεραν, όπως επίστευαν, από την επήρεια των πονηρών πνευμάτων και δυνάμεων, υπήρχε ως ειδικός προστάτης τους ο άγιος Στυλιανός ο Παφλαγόνας.
Είναι σημαντικό να αναλογισθεί κανείς την απουσία μιας ουσιαστικής θεραπείας της ψυχικής νόσου μέχρι πρόσφατα, γεγονός που συνεπάγετο πολλά προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς του αρρώστου που πολλές φορές απαιτούσε τον περιορισμό του με καθήλωση.
Στις μονές αυτές γίνονται προσκυνήματα που έχουν χαρακτήρα ενός ολόκληρου θεραπευτικού κύκλου. Κύριο χαρακτηριστικό η αυστηρή νηστεία, η προσευχή, η εξομολόγηση και η θεία κοινωνία τόσο των ψυχικώς πασχόντων όσο και των μελών της οικογένειάς τους και κύρια των γονέων. Συνεπώς η νόσος δεν εθεωρείτο ως περιέχουσα ατομική ευθύνη, αλλά εγίνετο νύξη και μια πρώτη προσέγγιση στα οικογενειακά παθολογικά δυναμικά που διαμορφώνουν και επηρεάζουν την εμφάνιση της νόσου και συνεπώς μια πρώτη εμφάνιση της ψυχοθεραπείας οικογένειας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία προσέφερε στους πάσχοντες ό,τι πιο σημαντικό διέθετε. Την προσευχή και τη συμμετοχή στις λειτουργικές συνάξεις και την Θεία Κοινωνία. Για την πλήρη διευθέτηση του θέματος της συμμετοχής τους στη Θεία Ευχαριστία απαιτήθηκαν και αντίστοιχοι ιεροί κανόνες που να την κατοχυρώνουν.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος (1087) στον 4ον κανόνα του υπογραμμίζει: « Ἄν τις πάσχων ἀπὸ μέλαινα χολήν, φαίνεται δὲ εἰς τοὺς πολλοὺς ὅτι ἔχει δαιμόνιον, ἂς μεταλαμβάνει...».
Ο δε Τιμόθεος Αλεξανδρείας αναφέρει στους Ιερούς κανόνες:
Ερώτηση: «Ἐὰν πιστός τις ὤν, δαιμονίζηται, ὀφείλει μεταλαμβάνειν τῶν Ἁγίων Μυστηρίων ἢ οὔ;».

Απόκριση: «Ἐὰν μὴ ἐξαγοορεύῃ τὸ Μυστήριον, μεταλαμβανέτω, ἀρκεῖ γὰρ αὐτῷ κατὰ Κυριακὴν μόνον».

Ερώτηση: «Ἐάν τις κατηχούμενος, ὢν ἀσθενής, γένηται ἐκ τῆς φρενὸς καὶ μὴ δύναται αὐτὸς ὁμολογῆσαι τὴν πίστιν καὶ παρακαλοῦσιν οἱ ἲδιοι αὐτὸν ἵνα λάβῃ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα, ὀφείλει λαβεῖν ἢ οὔ;».

Απόκριση: «Ὀφείλει λαβεῖν».

Εξ άλλου, στον Ευεργετινό, ο Αββάς Κασιανός αναφέρει ότι «ἡ Ἁγία Κοινωνία προσφερόταν εἱς τοὺς δαιμονιζομένους καὶ δὲν ἠμποδίσθη ποτὲ αὐτὴ παρὰ τῶν παλιῶν Γερόντων, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐσυνιστᾶτο».
Η δε φιλάνθρωπη στάση έφτανε ακόμα στο να διδάσκουν ότι «Ἐάν τις γυνὴ πνευματιᾷ ὥστε καὶ σίδερα φορεῖν, ὁ ἀνήρ της ἐκ τῆς τοιαύτης αἰτίας ὀφείλει μὴ ἀπ’ ἀλλήλων χωρίζεσθαι καὶ λαβεῖν ἑτέραν».
Αυτή δε η στάση της Εκκλησίας οδηγεί και στη σύσταση νόμου υπό του Λέοντος του Σοφού (Διάταξη 111η, PG 107, 648), που αναφέρει ότι «εάν ο σύζυγος μαινόμενης γυναίκας την εγκατέλειπε, ενώ αυτή δεν είχε συγγενείς, όφειλε ο κατά τόπους επίσκοπος να αναλάβει την πρόνοιά της και να την περιθάλψει σε μοναστήρι».
Ανακεφαλαιωτικά θεωρούμε ότι η ενδελεχής μελέτη των συγγραμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων, της βυζαντινής νομολογίας και των λαϊκών χρονογραφημάτων της εποχής καταδεικνύει τον αγώνα για την πάταξη των δεισιδαιμονιών, την κοινωνική μέριμνα για τον ψυχωσικό ασθενή, την προσέγγιση του προβλήματός του στα πλαίσια της οικογένειάς του και την επιδίωξη για την παραμονή του κατά το δυνατόν στο κοινωνικό σύνολο. Ταυτόχρονα επισημαίνεται το τεράστιο χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στην φιλάνθρωπη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε αντιδιαστολή με την σκληρόκαρδη και στενόμυαλη στάση της Δυτικής Εκκλησίας τα χρόνια του Μεσαίωνα.


Πηγή: Δημήτριος Καραγιάννης, "Ρωγμές & Αγγίγματα", Εκδ. Αρμός