22/11/2016, Η σαπίλα της μνησικακίας, π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

Η σαπίλα της μνησικακίας



Αποτέλεσμα εικόνας για μνησικακία
Ένας από τους πιο επιφανείς ποιητές της Σοβιετικής Ρωσίας, ο Ευγένιος Γεφτουσένκο, περιγράφει κάπου μια παιδική του ανάμνηση, που είχε αφήσει μέσα του ανεξίτηλο το αποτύπωμά της: Στις 17 Ιουλίου 1944, παρακολούθησε πλάι στη μητέρα του την πορεία 20.000 Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου, καθώς διέσχιζαν την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Γράφει:

Τα πεζοδρόμια ήταν πλημμυρισμένα από κόσμο. Η αστυνομία και ο στρατός είχαν δημιουργήσει κλοιό. Το πλήθος αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες με χέρια τραχιά από την σκληρή δουλειά, με ώμους γυρτούς, αφού αυτοί σήκωσαν το μισό βάρος του πολέμου. Κάθε μια τους κάποιον θα είχε χάσει από τις σφαίρες των Γερμανών: πατέρα ή σύζυγο, αδελφό ή υιό. Γυρισμένες προς τα εκεί από όπου θα εμφανιζόταν η φάλαγγα, κοιτούσαν με μάτια γεμάτα μίσος...

Ξαφνικά η στάση τους άλλαξε. Μπροστά  τους είχαν τους Γερμανούς στρατιώτες, ισχνούς, αξύριστους, με βρώμικους λεκιασμένους από τα αίματα επιδέσμους. Περπατούσαν κουτσαίνοντας, στηριγμένοι στις πατερίτσες ή στο διπλανό τους, με τα κεφάλια κάτω. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στο δρόμο. Ακούγονταν μόνο το σούρσιμο από τις μπότες και ο γδούπος από τις πατερίτσες.

Εκείνη τη στιγμή είδα μια ηλικιωμένη γυναίκα, που φορούσε κάτι ξεχαρβαλωμένες μπότες. Προχώρησε μπροστά, άγγιξε τον ώμο του αστυνομικού και του είπε: "Αφήστε με να περάσω". Ο τρόπος της είχε μια αφοπλιστική επίδραση στον αστυνόμο, αν κρίνω από το γεγονός πως έκανε πέρα για να διαβεί. Πλησίασε την φάλαγγα, έβγαλε από το πανωφόρι της ένα πολύχρωμο μαντήλι και το ξετύλιξε. Ήταν ένα ξεροκόμματο μάυρο ψωμί. Τα χρόνια εκείνα η τρφή δεν περίσευ από κανέναν. Και μια μπουκιά ψωμί ήταν θυσαυρός! Κι εκείνη με αδέξιες κινήσεις κατάφερε να το σφηνώσει στην τσέπη ενός στρατιώτη, που κόντευε να σωριαστεί από την εξάντληση.

Αυτό ήταν! Μονομιάς, από κάθε γωνιά του συγκεντρωμένου πλήθους ξεχύθηκαν γυναίκες κι άρχισαν να τρέχουν κοντά τους, για να τους προσφέρουν ψωμί, τσιγάρα  ό,τι είχαν πάνω τους. Οι στρατιώτες δεν ήταν πια εχθροί, ήταν άνθρωποι!... (Jim Forest, Αγαπώντας τον έχθρό μου, εκδ. Πορφύρα, σελ. 75).

Ίσως δεν είναι τόσο σπάνιο να μην μπορούμε να δούμε τους εχθρούς μας σας... ανθρώπους! Κι επίσης δεν είναι σπάνιο, όταν τους δούμε να πάθουν κάτι ή να υποφέρουν, όχι μόνο να μην τους λυπόμαστε, αλλά και να χαιρόμαστε που πονάνε! "Καλά να πάθει!", λέμε. "Άστονε να μάθει...!" και άλλα παρόμοια. Και να σκεφτούμε ότι οι δικοί μας εχθροί σίγουρα δεν μας έκαναν ότι έκαναν οι Γερμανοί του πολέμου στις ρωσίδες που αναφέραμε!

Πόσο μακριά είμαστε από την συμβουλή του αγίου Ιωάννη της Κλίμακας, που λέει: "Τότε θα καταλάβεις ότι απαλλάχτηκες από αυτή τη 'σαπίλα', την μνησικακία δηλαδή, όχι όταν προσεύχεσαι απλώς για εκείνον που σε λύπησε, ούτε όταν του προσφέρεις δώρα, ούτε όταν του στρώσεις τραπέζει, αλλά όταν μάθεις ότι του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσεις και κλάψεις ΣΑΝ ΝΑ ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ"!!!

Επί τέλους, ας ξεκινήσουμε κάποτε από το... πρώτο -έστω- σκαλοπάτι, που ανέφερε ο Άγιος, να προσευχόμαστε για αυτούς που μας λύπησαν. Εκτός κι αν δεν θεωρούμε "σαπίλα" το πάθος της μνησικακίας! Μή γένοιτο, Κύριε!



Πηγή: π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, "Λυχνία Νικοπόλεως" Νοέμβριος 2016