22/9/2017, Το αγριολούλουδο που κρύβεται στην πέτρα, του Φώτη Κόντογλου

Τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται στὴν πέτρα



Μία ἀπὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες βρέθηκα σ᾿ ἕνα βουνὸ πυκνοδασωμένοκαὶ μοσχοβολημένοκαὶ σὰν νὰ ξαναγεννήθηκαΠερπατοῦσα σ᾿ ἕνα ἔρημο μονοπάτικι ἀνάσαινα τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς ραχοῦλεςμακρυὰ ἀπὸ τὴν πνικτικὴ βρόμα τῆς ἀλεποφωλιᾶς ποὺ τὴν λένε πολιτείακαὶ ποὺ βγάζει μέσα της κάθε λογῆς κακίαπονηριὰ καὶ ἀσχήμιαμ᾿ ὅλα τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ στολίσανε τὴν πόρνη οἱ ἐραστές της.


Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσαβλέπω νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ δάσος μία μικροκαμωμένη γυναίκαμ᾿ ἕνα σακκὶ στὸν ὦμοἬτανε ξυπόλυτημ᾿ ἕνα τσεμπέρι καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι τῆς ραβδίΣὰν ἦρθε κοντά μου μὲ χαιρέτησε μ᾿ ἕναν ἔμορφον χαιρετισμόΤὸ πρόσωπό της ἤτανε πολὺ ἐκφραστικὸ καὶ συμπαθητικόἀλλοιώτικο ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπουμε στὴν πολιτείαποὺ εἶναι γεμάτα ἀφηρημάδαἀδιαφορίαἀνέκφραστες μάσκεςΜὲ κοίταζε μὲ προσοχὴ σὰν μιλοῦσε καὶ μὲ περισσότερη προσοχὴ μ᾿ ἄκουγε ὅταν τῆς ἀπαντοῦσα ὄψη της ἤτανε βασανισμένημὰ γεμάτη ἀξιοπρέπειαἁπλότητα καὶ σεμνότητα

 Τὸ μικρὸ πρόσωπό της ἤτανε ψημένο ἀπὸ τὸν ἀγέρα καὶ τὸν ἥλιοΤὰ μάτια τηςἤτανε τόσο ἐκφραστικὰ καὶ  ὁμιλία της τόσο σπουδαίαἀπονήρευτη καὶ συμπαθητικήποὺ τραβοῦσε τὸν ἄνθρωπο σὰν μαγνήτηςΤὸ σῶμα της ἤτανε κοκκαλιάρικο καὶ πολὺσβέλτοκαὶ μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε κακοντυμένη καὶ ξυπόλυτηεἶχε ἐπάνω της κάποιο ἀνεξήγητο μεγαλεῖοτόσο ποὺ ν᾿ ἀπορεῖ κανεὶς καὶ νὰ συλλογίζεται γιατὶ δὲν βρίσκονται πιὰ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας.


Μοῦ μίλησε γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τὰ φύλαγε  γιός της καὶ ἐκείνη  ἴδιαμοῦ μίλησε γιὰτὰ βάσανα ποὺ τραβᾶνε μὲ τοὺς βαρειοὺς χειμῶνες καὶ γιὰ κάποιους «ἐπίσημουςἀνθρώπους» ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ συνοδεία καὶ ποὺ τοὺς φοβερίζουνε πὼς θὰ πάρουνε τὶς βοσκὲς καὶ ποὺ λένε πὼς δὲν χρειάζονται τὰ πρόβατα καὶ πὼς θὰ τὰ διώξουνεἐπειδὴ στὰ βουνὰ κάνουνε περίπατο οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ ξέναμέρηκαὶ ποὺ δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε πρόβατα ποὺ κοπρίζουνεμηδὲ γιδεράἀλλὰ μοναχὰ δένδρα«Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγία» μοῦ λέγει κοπριὰ ποὺ κάνουνε τὰ πρόβαταμοσχοβολᾶ δική μας κοπριὰ βρωμᾶ ἀνθρώπινηἘμένα  παππούς μου κι  προπάππους μου πατέρας μου κι  ἄνδρας μου κι ὅλοι οἱ συγγενεῖς μουαὐτὴ τὴν δουλειὰ κάνανεμὲ τὰ ζωντανὰ ζούσανετὸ γάλα καὶ τὸ μαλλὶ τὸ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν ἈθήναΤὰ κακόμοιρα πρόβατα δὲν θέλουνε!


Ἀκουμπισμένη στὸ ραβδίμὲ κοίταζε σὰν νὰ μὲ ἤξερε ἀπὸ χρόνιαἬτανε σὰν τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται ντροπαλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πέτραΚαὶ οἱ σοφοὶ καὶ ἐπίσημοι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε μήτε πρόβατα μήτε τσοπάνηδεςΓιατί ἄραγε νὰ βρίσκονται ΠΑΝΤΑ ὑπὸ διωγμὸ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ καθαροὶ ἄνθρωποιΑὐτοὺς ποὺ δὲν πειράζουνε κανέναγιατί τοὺς πειράζουν ὅλοιΓιατί νὰ κινδυνεύουνενὰ ἐξοντωθοῦνε οἱ ἁπλοὶ καὶ ἄβλαβοι ἄνθρωποι;




Πηγή: Φώτη Κοντογλου, http:\nikisforos.blogspot.gr