Στον πατέρα που παραπονιέται για τον αγνώμονα γιο

Με πολύ θυσαυρό αγόρασες απάνθρωπο καταστροφέα. Ο γιος σου δεν θέλει να ξέρει για οτιδήποτε απ’ όλα εκείνα που στον λαό και στην πόλη σας σέβονται. Ο Θεός, η ψυχή, η προσευχή, η σλάβα, η ελεημοσύνη, η ανθρωπιά, η ανεκτικότητα – όλα αυτά γι’ αυτόν είναι παραμυθία παλιών αδαών εμπόρων. Είναι πάντα νευρικός και θυμωμένος στο μαγαζί, μόνο στο καφενείο είναι εύθυμος. Το καφενείο είναι το σπίτι του στην πραγματικότητα, και το σπίτι και το μαγαζί – τόπος για εκδρομή. Όμως όποιον το καφενείο τον ευλογεί, το σπίτι τον αναθεματίζει.
Τελικά σε εξαπάτησε τόσο επιδέξια και πείστηκες εντελώς ότι είναι πιο ικανός από σένα πράγματι. Σου εξήγησε ότι για την επιτυχία και τον εκσυγχρονισμό του μαγαζιού είναι απαραίτητο να βγάλετε το όνομα σου, και να γράψετε το δικό του. Εσύ άκακα δέχτηκες την πρόταση του, αλλά αυτός, ο τεχνικός του διπλού λογιστικού, σας οδήγησε ως τα δικαστήρια. Ούτε καν φανταζόσουν, τι σημαίνουν όλα αυτά, ώσπου μια μέρα, θυμωμένος μετά από το νυχτερινό μεθύσι, σου είπε ανοιχτά, ότι εσύ είσαι ένα ς απλός ζητιάνος του δρόμου, χωρίς τίποτα δικό σου. Παραπατώντας πήγες στο δικαστήριο και στους δικηγόρους, και στους φίλους. Όμως όλοι αυτοί, κρίνοντας το θέμα, ένα σου είπαν: Ότι ο γιος σου, επιδέξια και εντελώς, σε απέκλεισε από την περιουσία σου. Και πολλά ακόμα μου γράφεις περί των μάταιων προσπαθειών να σου επιστραφούν εκείνα που με τον ιδρώτα σου τίμια απέκτησες για όλη σου τη ζωή. Και τελικά στην απελπισία ρωτάς, εάν είναι αμαρτία, να σκοτώσεις έναν απάνθρωπο γιο;
Τι να σκοτώσεις, τον νεκρό; Μα δεν είναι ο κάθε απάνθρωπος πτώμα, που διαλύεται μπροστά στα μάτια του κόσμου; Μην σκοτώσεις λοιπόν τον γιό σου, αλλά παρακάλεσε Εκείνον, ο Οποίος είναι ο μόνος που μπορεί και τον γιό σου να ζωντανέψει και εσένα να σώσει. Καλύτερα γίνε ζητιάνος με ψυχή παρά εγκληματίας χωρίς ψυχή. Εσύ ακόμα είσαι πιο πλούσιος από τον γιό σου. Κι εσύ μπορείς περισσότερο να βοηθήσεις εκείνον, παρά αυτός εσένα. Επέστρεψε σε εκείνα που είχες εγκαταλείψει για τον γιό σου. Επέστρεψε στον Θεό, στην Εκκλησία, στη σλάβα, στη ψυχή σου. Και εάν δεν έχεις το κερί ούτε το γλυκό ψωμί ούτε λεφτά, ο Θεός όλα τα βλέπει, εσύ πρόσφερε αντί αυτού αναστεναγμούς και δάκρυα και προσευχές. Εάν χρειαστεί να ζητιανεύεις κυριολεκτικά, να λες στα κατώφλια των ξένων ανθρώπων: «Δώστε κάτι για το ψωμί και για το κερί – το ψωμί για μένα τον γέρο, και το κερί για τον γιό μ ου, για τη σωτηρία του»! Έτσι πες και στ κατώφλι του πρώην δικού σου μαγαζιού, να τα’ ακούσει κι αυτός. Αλλά όταν με ντροπή ζητιανέψεις, είναι σαν να κερδίζεις μισθό. Τότε πήγαινε και άναψε κερί στην εκκλησία του Θεού. Με αυτό θα συγκινήσεις Εκείνον που τα βλέπει όλα, και Αυτός θα σε βοηθήσει. Καλύτερα θα συζητήσεις το θέμα με το κερί παρά με το τσεκούρι
Ο Θεός να σε βοηθήσει.
Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται-Ιεραποστολικές επιστολές Α’, σ.276-278, εκδ. Εν πλω.