2/12/2020, Σωκράτης & Αρίσταρχος

                                         Α φ ι έ ρ ω μ α   σ τ η ν    π α ι δ ι κ ή    λ ο γ ο τ ε χ ν ί α

Σωκράτης και Αρίσταρχος

( Από το αναγνωστικό της Ε’ Δημοτικού: Ο Πύργος του Βοσπόρου –    Εν Αθήναις 1931 )

 

Ο Θρασύβουλος είχε κυριέψει τον Πειραιά και πολεμούσε τους Τριάντα Τύραννους. Μια από τις μέρες εκείνες, ο Σωκράτης, που έμενε στην Αθήνα, απάντησε στο δρόμο τον Αρίσταρχο, νέο μορφωμένο, ευγενικό και φίλο του.

Ο Αρίσταρχος φαινόταν μελαγχολικός και λυπημένος.

Ο Σωκράτης τον ρώτησε:

« Τι έχεις, Αρίσταρχε; Αν με θεωρείς φίλο σου, χρωστάς να μου φανερώσεις την αιτία της λύπης σου, γιατί ίσως μπορέσω να σου φανώ ωφέλιμος».

«Αλήθεια, φίλε Σωκράτη, αποκρίθηκε ο νέος, βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί από τον καιρό που άρχισε ο πόλεμος, μαζεύτηκαν στο σπίτι μου πολλές συγγένισσές μου, αδελφές, ανεψιές, ξαδέρφες, και δεν έχω τα μέσα να τις τρέφω. Οι αγροί μου, βλέπεις, εξαιτίας του πολέμου, έχουν μείνει ακαλλιέργητοι. Ούτε από τα σπίτια μου έχω κανένα εισόδημα, γιατί έφυγε ο περισσότερος κόσμος και δεν βρίσκω να τα νοικιάσω. Θέλω να βάλω ενέχυρο τα έπιπλά μου, μα κανείς δεν με δανείζει. Ευκολότερα μπορείς σήμερα να βρεις χρήματα στο δρόμο, παρά να δανειστείς. Καταλαβαίνεις λοιπόν σε ποια θέση βρίσκομαι. Από τη μια μεριά δεν μπορώ να βλέπω τις συγγένισσές μου να υποφέρουν και να στερούνται, κι από την άλλη να μην έχω τα μέσα να τις βοηθήσω».

Ο Σωκράτης τον ρώτησε πάλι :

« Μα γιατί, Αρίσταρχε, ο φίλος μου ο Κεράμονας, που έχει στο σπίτι του περισσότερους από σένα, μπορεί όχι μόνο να τους τρέφει και να τους βοηθάει, αλλά και να βάζει κατά μέρος αρκετά χρήματα που του περισσεύουν; Και σύ να φοβάσαι πως θα καταστραφείτε όλοι, γιατί δεν έχετε αρκετά εισοδήματα να ζήσετε !»

-          « Αλήθεια, αποκρίθηκε ο Αρίσταρχος, μα ο Κεράμονας τρέφει σκλάβους, ενώ εγώ συντηρώ ελεύθερους ανθρώπους».

-          « Έ, δεν είναι λοιπόν λυπηρό, του λέει ο Σωκράτης, εκείνος με δούλους να ζει πλουσιοπάροχα, και συ μ’ ανθρώπους ελεύθερους να είσαι φτωχός; Οι συγγένισσές σου δεν ξέρουν καμμιά δουλειά; Να ζυμώνουν ψωμί, να κάνουν τυρί, να ράβουν φορέματα; … Εγώ ξέρω, πως ο Ναυσικίδης με μια δουλειά μονάχα, την αλευροποιία, όχι μόνο τρέφει τον εαυτό του, τους δούλους του και πολλά ζώα, αλλά και θησαυρίζει. Ο Κόροιβος πάλι, από την αρτοποιία, και την οικογένειά του τρέφει και πλουσιοπάροχα ζει. Επίσης ο Δημέας ζει καλά ράβοντας χλαμύδες, και ο Πένονας πουκάμισα, και άλλοι με διάφορες δουλειές».

-          «Δίκιο έχεις, Σωκράτη», αποκρίθηκε ο Αρίσταρχος· « μα όλοι αυτοί έχουν δούλους που τους αναγκάζουν να δουλεύουν, ενώ οι δικοί μου είναι άνθρωποι ελεύθεροι».

-          « Νομίζεις λοιπόν, φίλε μου, λέει ο Σωκράτης, πως οι συγγένισσές σου, επειδή είναι ελεύθερες, δεν πρέπει να δουλεύουν, παρά να τρώνε μόνο και να κοιμούνται; Νομίζεις πως πρέπει να μένουν άνεργες, να μην κάνουν τίποτα να ζήσουν; Μα γι’ αυτό ίσα-ίσα, επειδή μένουν άνεργες, ούτε εκείνες αγαπούν εσένα, ούτε σύ εκείνες. Σύ νομίζεις πως αυτές σε ζημιώνουν, κι εκείνες πάλι λυπούνται γιατί σε βλέπουν στενοχωρημένο. Αν όμως φροντίσεις να τις κάμεις ν’ αγαπήσουν τη δουλειά, τότε και σύ θ’ αγαπήσεις εκείνες βλέποντας πως σου είναι ωφέλιμες, και κείνες πάλι το ίδιο θ’  σ’ αγαπήσουν, γιατί θα βλέπουν πως μένεις ευχαριστημένος απ’ αυτές».

-          « Έχεις πολύ δίκιο, φίλε Σωκράτη, αποκρίθηκε ο Αρίσταρχος.  Αμέσως θα προσπαθήσω να δανειστώ χρήματα για να προμηθευθώ τ’ αναγκαία υλικά για τις δουλειές των συγγενισσών μου».

Και πραγματικώς, ο Αρίσταρχος έβαλε σ’ ενέργεια την συμβουλή του Σωκράτη. Σ’ άλλες από τις συγγένισσές του προμήθεψε ό,τι έπρεπε για να κάνουν σκεπάσματα, και σ’ άλλες έδωκε άλλες χρήσιμες εργασίες.

 Από τότε και οι συγγένισσες του Αρίσταρχου έγιναν χαρούμενες και αγαπούσαν τον Αρίσταρχο σαν προστάτη, κι αυτός τις αγαπούσε πιο πολύ, γιατί με την εργασία τους ζούσαν καλά και δεν ήταν πια βάρος.

Με την εργασία κέρδιζαν όσα χρειάζονταν για να ζήσουν, ήταν ευχαριστημένες, κι ευγνωμονούσαν το Σωκράτη, που έδωκε στον Αρίσταρχο τόσο καλή συμβουλή.