29/4/2021, Λυπήσου μας, Λυπήσου μας, Εσύ που όλους τους ανέχεσαι.... Ρωμανού του Μελωδού

ΡΩΜΑΝΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ
ΣΤΟΝ ΝΙΠΤΗΡΑ
 
 
 

Προοίμιον Ι

Ενώ τα θεϊκά Χέρια έπλεναν τα πόδια του Ιούδα,
εκείνος κρυφά σαν τον κλέφτη ακόνιζε γλώσσα συκοφαντική
ο παράνομος, ώ Χριστέ και Θεέ.
Μα από τέτοια απανθρωπιά
γλύτωσε όλους εκείνους που βρίσκονται στο Ναό της Θεοτόκου και Σου λένε:
«Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις».
 
Προοίμιον ΙΙ
Πατέρα Επουράνιε, Φιλόστοργε, Φιλάνθρωπε,
λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
Οίκοι
α’       Ποιός τ’ άκουσε και δε μούδιασε ή ποιός το είδε και δεν τρόμαξε,
τον Ιησού ν’ αγαπιέται με δόλο,
τον Χριστό να πουλιέται από φθόνο, τον Θεό θεληματικά Κρατούμενο;
Ποιά γης εβάσταζε το τόλμημα;
Και ποιά θάλασσα άντεξε το ανόσιο έργο να βλέπει;
Πώς δεν γκρεμίστη ο ουρανός, πώς το στερέωμα δε σάλεψε,
                              πώς ο κόσμος στάθηκε
τότε που συμφωνιότανε, πουλιότανε και προδιδόταν ο Κριτής;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
β’       Όταν το κακό μελέτησε, όταν το θάνατο Σου ‘τοίμασε
αυτός π’ αγάπησες και Σ’ αρνήθηκε,
αυτός που έκαμες μαθητή Σου και Σε άφησε, αυτός που ετίμησες
                                   και Σε κακολόγησε,
τότε Εσύ, Εύσπλαχνε, Μακρόθυμε,
θέλοντας να δείξεις στο φονιά την ανείπωτη φιλανθρωπία Σου
εγέμισες τη λεκάνη με νερό, έσκυψες το Κεφάλι, έγινες Δούλος των δούλων.
Και Σου πρόσφερεν τα πόδια ο Ιούδας, να τα καθαροπλύνεις, Λυτρωτή.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
γ’       Με το νερό καθάρισες τα πόδια εκείνου που έτρεξε να Σε προδώσει
και με τη Μυστική Τροφή εχόρτασες
τον εχθρό της ευσπλαχνίας Σου και γυμνό από την ευλογία Σου.
Ετίμησες τον φτωχό με χαρίσματα,
έκαμες μεγάλο τον ελεεινό με δώρα, τον πλούτισες και τον εκαλοτύχισες.
Είχε τη δύναμη με τη λαλιά του να υποτάσσει τα δαιμόνια
                              και να ελευθερώνει από τα βάσανα.
Και όμως μ’ όλα αυτά δε συγκινήθηκε ο φονιάς κι αποχωρίστηκ’ από Σένα.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
δ’       Ποιός είδε άνθρωπο τα πόδια να του πλένουν κι αμέσως
                                               να βιάζεται να κλωτσήσει;
Ποιός άκουσε κτήνος να το περιποιούνται
κι εκείνο να τρέχει να γκρεμίσει τον αναβάτη του;
Ο Κύριος έλουσε και έθρεψε,
ο απατεώνας έτρεχε και εδάγκωνε σαν νάτανε αγριόχοιρος.
Ενώ ήταν γεμάτο το παχνί, έξαφνα ο απάνθρωπος
                            φεύγει μακριά απ’ το Χριστό
και βάζει όντως τη ράχη του, για ν’ ανεβεί ο Σατανάς.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ε’        Άδικε, άστοργε, αδιάλλακτε, κλέφτη, προδότη, πολύμήχανε,
τί συνέβη κι αρνήθηκες;
Τι σε έκανε τόσο άφρονα; Τι σε βρήκε και τόσον εμίσησες;
Δεν σε ονόμασε φίλο Του;
Αυτός αδερφό δε σε κάλεσε, αν και γνώριζε πως είσαι κακός;
Τα χρήματα που Του ‘διναν για το κοινό ταμείο σε σένα τα εμπιστεύθηκε.
Κι όμως εσύ παρ’ όλα αυτά εφάνηκες αχάριστος σ’ Αυτόν χωρίς αιτία.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ς’        Τότε ο Πέτρος παραιτήθηκε, την ώρα που ο Μονάκριβος
βάλθηκε τα πόδια να πλένει,
και λέει: «Κύριε, Κύριε, δε θα πλύνεις Εσύ τα πόδια μου».
Η λεκάνη ήταν εκεί, νερό γεμάτη,
Ο Σωτήρας ορθός και φόραγε το λέντιο ο Λυτρωτής σαν
                               αγορασμένος δούλος.
Τα τάγματα των αγγέλων από πάνω καθώς έβλεπαν
                        υμνούσανε με φόβο και κατάπληξη
κι ο αναιδής δεν ντράπηκε, μα στράφηκ’ εναντίον Του.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ζ’        Στεκόντουσαν με φόβο οι Αρχάγγελοι και απορούσαν οι αόρατες στρατιές,
καθώς τον Ακατάληπτο αντίκρυζαν
θεληματικά να γονατίζει και να υπηρετεί τον άνθρωπο.
Ο Γαβριήλ με δέος έλεγε:
«Σύντροφοι, άγιοι άγγελοι, κοιτάξτε κάτω να τα χάσετε.
Ο Πέτρος απλώνει το πόδια και της Παρθένου ο Γιος το πιάνει και το πλένει.
Και δεν νίβει μοναχά τον Πέτρο αλλά και τον Ιούδα μαζί μ’ εκείνονε.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
η’       Νίβει την πλίνθο η Θάλασσα, πλένει το χώμα η Άβυσσος
και δεν διαλύει τη σύστασή του,
αλλά το στερεώνει και του ξεκαθαρίζει την ουσία.
Βλέπετε πόση η αγάπη του Δημιουργού,
δείτε πόσο τρανή του Πλάστη η στοργή στα πλάσματά Του.
Εκείνοι ξαπλωμένοι κι Αυτός ορθός, τους τρέφει και προσφέρει,
                               τους πλένει τα πόδια και τους καθαρίζει,
και δεν καίγονται τα πόδια των ανθρώπων στα χέρια της Φωτιάς.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις».
 
θ’       Έτσι εμίλησ’ ο Αρχάγγελος, όταν είδεν Εσένα το Αμπέλι
να τρέφεις τα κλήματά Σου,
να τα απλώνεις σ’ ολόκληρη τη γης και να τα ανυψώνεις.
Και ο Πέτρος, ο πρώτος Σου φίλος,
των μαθητών Σου το υπόδειγμα, ο αρχηγός της φαμελιάς Σου,
μόλις Σε είδε ζωσμένον την πετσέτα, με στενοχώρια έλεγε:
                        «Εσύ μου πλένεις τα πόδια;
Ποτέ κάτι τέτοιο δεν θ’ αφήσω να κάνει το Χέρι που μ’ έπλασε.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ι’         Θανατηφόρος ύπνος ας μου έρθει, αν επιτρέψω σε Σένα τον Αθάνατο
να σκύψεις μπροστά σε μένα το θνητό.
Ο εχθρός θα γελάσει με μένα, αν αυτό μου το κάνεις.
Δε φτάνει ότι είμαι δικός Σου;
Δεν αρκεί που λογαριάζομαι κοντά Σου και φίλος Σου λέγομαι πρώτος;
Αλλά πλένεις και τα πόδια του χωμάτινου αγγείου,
                       Εσύ ο Πλαστουργός του κόσμου;
Και τα σκέλη τα φθαρτά και τις πατούσες μου
                         Εσύ  θέλεις να πλύνεις, Λυτρωτή;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις».
 
ια’       Αφού τούτα τα λόγια λάλησε ο απόστολος προς το Διδάσκαλο,
άκουσε*: «Αν ετώρα δε σε  νίψω,         *την εξής απάντηση
δε θα σου δώσω θέση κοντά μου, αλλά εχθρό θα σ’ ονομάσω».
Και μόλις τούτο είπ’ ο Πλάστης,
Φόβος και ταραχή κατέλαβε το μαθητή, γι’ αυτό και αποκρίθηκε:
«Αν, Κύριέ μου, θέλεις να με πλύνεις, όχι τα πόδια μου μονάχα,
                            αλλά και όλο μου το σώμα  
πάλι και πάλι, αν θέλεις, πλύνε με, αρκεί να μη χάσω τα δικά Σου».
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις».
 
ιβ’       Ώ πόσα με πόσα συνέπιπταν, και ο Ιούδας φίλος δε γινότανε.
Ώ τι θαυμάσια λόγια και πράξεις,
κι ο εχθρός γνώμη δεν άλλαζε. Ο σκληρός δεν εμαλάκωνε.
Γιατί καθώς έφαγε Αυτό που έφαγε
και ήπιε Αυτό που ήπιε δίχως πίστη, έδωσε κλωτσιά, καθώς είναι γραμμένο.
Κι αφού εβγήκε απ’ το Μαντρί, τράβηξε για τα θηρία αφήνοντας τ’ Αρνιά,
κι άφησε το γλυκύτατο Μαστό κι απ’ τον πικρό εθήλασε.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιγ’       Μάταια πριν δεν επλησίαζε ο διάβολος τον πονηρό Ιούδα.
Να τώρα δηλαδή αυτός προσχώρησε
σ’ αυτόν που αρχικά υποχώρησε κι έγινε σκέτος σατανάς.
Ανώφελα ο  κόσμος τον εθαύμαζε,
μιας και απ’ όλους εφθονήθη και τολμηρός στον Πλαστουργό εφάνηκε.
Ανώφελα με τη λαλιά του κάθε αρρώστια υποχωρούσε,
                            μιας και αρρώστια τον κατάτρεχε
της αθεΐας και φιλαργυρίας. Μέσα του ήταν η πληγή.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιδ’       Σηκώθηκε και πήγε μόνος του ο δολερός στο διάβολο
κι αφού ευρήκε το σινάφι των φονιάδων
το Χριστό σαν νάταν ξένος Τον παρέδωκε και αποδείχθηκε φτηνός.
«Τί θέλετε να δώσετε σε μένα;»,
λέγει σ’ αυτούς που ν’ αγοράσουν λαχταρούσαν
                        το Αίμα Αυτού που ζει και βασιλεύει.
Άκουσε γη και φρίξε. Θάλασσα τρέξε, φύγε, γιατί φόνος συμφωνείται.
Συζητείτε η αξία του Ατίμητου και η σφαγή του Ζωοδότη.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιε’       Τώρα εφάνη η απληστία σου, τώρα εφανερώθη το ακόρεστο πάθος,
αχόρταγε, άσωτε, αδιάλλαχτε,
αδιάντροπε και λαίμαργε, ασυνείδητε, φιλάργυρε.
«Τί θέλετε να δώσετε σε μένα;»
Λες σ’ αυτούς που ν’ αγοράσουν λαχταρούσαν
                   το Αίμα Αυτού που ζει και βασιλεύει.
Αλήθεια, τί καλό δεν είχες; Και σε τί δε συμμετείχες; Τί εστερήθηκες ποτέ;
Μαζί με τα επίγεια και τα επουράνια είχες, και προδίνεις το Θεό σου;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ις’       Όλον τον πλούτο βάσταγες, ταμείο ήσουν που δεν άδειαζε.
Σε όλα ήσουν πάντα πλούσιος,
στα χέρια κράταγες λεφτά και στην ψυχή τον Πλαστουργό.
Τι έπαθες λοιπόν, δυστυχισμένε,
και τώρα σαν φτωχός πορεύτηκες
                           σ’ αυτούς που τίποτα δεν έχουν να σου δώσουν;
Και τί πραγματικά θα σου προσφέρουν, τι θα σου
                                   δώσουνε αντίτιμο Εκείνου πως πωλείς;
Τον ουρανό μα και τη γη ή όλον τους τον κόσμο αντί για Κείνον;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιζ’       Πήγαινε, άμυαλε, ξεθόλωσε, συγκράτησε την αυθάδειά σου,
την τολμηρή σου απόφαση σταμάτησε,
έλα στα συγκαλά σου και σεις ανόητοι γινείτε τέλος πάντων φρόνιμοι.
Σίγουρα Ιούδα, δεν μπορείς να παζαρέψεις,
ούτε κι σεις, Φαρισαίοι, είστε ικανοί να αγοράσετε τον Παντοκράτορα Χριστό.
Κι αν ακόμα Τον πωλήσεις, χωρίς Αυτός να το θελήσει,
                                   ποίος τολμά να Τον κρατήσει;
Ποιός βάνει επάνω Του το χέρι, αν δεν παραχωρήσει Εκείνος;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιη’       Φτωχός και στερημένος  ήταν ο Ηλίας κι έκαψε με φωτιά ως ισχυρός
εκείνους που τότε του επετέθηκαν,
δυο αρχηγούς πεντήκοντα ανδρών, που κινήθηκαν με τόλμη εναντίον του.
Δεν τον συγκράτησε ο Ηλίας,
και ο Θεός του Ηλία και Κύριος από τον αναιδή καταφρονήθηκε.
Ώ τι μεγάλη τρέλα! Δούλος ήταν ο Ηλίας του Κυρίου που τώρα προδίνεται
και ούτε για προφήτη δε λογάριασεν ο προδότης τον Ποιητή των προφητών.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
ιθ’       Και τόσον ήσουν μεθυσμένος, άμυαλε, απ’ την αλαζονεία σου
                                          και δεν κατάλαβες
Ποιός είν’ Αυτός που να πωλήσεις θέλησες˙
τουλάχιστον οι συμφωνίες θα σε μάθουν Ποιος είν’ Αυτός που παζαρεύεις.
Επήρες τριάντα χρυσά αργύρια˙
άθλιε, σκέψου και συμπέρανε, έτσι ποίος προφήτης επωλήθη.
Ο Ιωσήφ ο γνωστός του Ιησού ήταν προτύπωση,
του Οποίου εισπράττεις την αξία
και μ’ αυτήν εξαγοράζεις τον Άδη έχοντας τη θηλειά κρεμάλα.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
κ’        Σπλαχνίσου, σπλαχνίσου, σπλαχνίσου. Πόσον χαμηλά ο μαθητής εκύλησε,
και τέτοιο ύψος εστερήθηκε.
Πόσο μεγάλο ήταν το πέσιμό του, πόσο πολύ εκτύπησε.
Παλιά έπεσε ο διάβολος με αστραπής ταχύτητα.
                          Αυτόν και ο Ιούδας ζήλεψε.
Με το Χριστό τα έβαλε και τα καρφιά εκλώτσησε, έσπασε τα ποδάρια,
στον Άδη μεταφέρθηκε κι επήρε ‘κει την πληρωμή.
Λυπήσου μας,  λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
κα’      Τρεχάλα έρχεται, λοιπόν, ο παραβάτης και το Φιλάνθρωπο
                              με δόλο Τον ασπάζεται
και σκοτώνει την ψυχή του
Αυτόν που διάλεξε το Πάθος κι έδωκε σ’ όλους τη ζωή,
Πρόβατο του Χριστού ετύγχανε
κι έγινε λύκος στον Βοσκό και σαν αγρίμι Τον πλησίασε.
Φίλημά σου προσφέρεις; Ποιό φίλημα, ανόητε, φίλημα προδοσίας.
Και δεν ντρέπεσαι που τον εχθρό εζήλεψες κι έμαθες τα θελήματά του;
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
κβ’      Περίμενε λιγάκι, δύστυχε, κι αιώνια θα λάβεις τιμωρία.
Η συνείδησή σου σε κατακρίνει,
για να καταλάβεις τι έκανες πεθαίνοντας με κακό θάνατο.
Το δέντρο δήμιος σου ‘γινε
κι επήρες πληρωμή που σ’ άξιζε.
Και τι σ’ ωφέλησε, φιλάργυρε, το χρήμα;
Αφού και τούτο θα το δώσεις πίσω και δε θα γλυτώσεις
                              άκαιρα μετανοιώνοντας,
μιας και επρόδωσες τον ψυχικό σου Πλούτο πούχες, τον Χριστό.
Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις.
 
κγ’      Άγιε, άγιε, άγιε, Τρισάγιε Θεέ των όλων,
φύλαξε τους δούλους Σου από την προδοσία,
και το πλάσμα Σου ανάστησε για να γλυτώσει τέτοιο κίνδυνο.
Αυτά, λοιπόν, γνωρίζοντας, αδέρφια,
και βλέποντας του προδότη το κατάντημα, ας πατάμε στέρεα στα πόδια μας.
Ας βάλουμε, λοιπόν, τα πέλματα στα σκαλοπάτια των εντολών του Πλάστη
κι ας αποφύγουμε το δρόμο προς τον Άδη φωνάζοντας στο Λυτρωτή.
«Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας,
Εσύ  που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις».
20 Ιουλίου 1987
 
ΡΩΜΑΝΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ «ΥΜΝΟΙ»
Μετάφραση Αρχιμανδρίτης ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ
ΤΟΜΟΣ Α’ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ
Από σελ. 294 -313
 
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
 
 
Πηγή:www.orp.gr