17/10/2021, Εικόνες ζωντανές, του π. Βαρνάβα Λαμπρόπουλου

Εικόνες Ζωντανές



Τὴ σημερινὴ Κυριακὴ ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἑβδόμης Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκλήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 787 ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ταρασίου. Τριακόσιοι πενῆντα ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, στοὺς ὁποίους προστέθηκαν ἄλλοι δεκαεπτὰ ἱεράρχες, μὲ τὴν ἔντονη παρουσία ἑκατὸν τριάντα ἕξι μοναχῶν ποὺ εἶχαν ὑποφέρει δεινοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους αὐτοκράτορες Λέοντα Γ\’ Ἴσαυρο καὶ τὸν γιὸ του Κωνσταντῖνο Ε\’, ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικούς, oἱ ὁποῖοι γιὰ περισσότερα ἀπὸ πενῆντα ἔτη ἀπαγόρευαν στοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τιμοῦν τὶς σεπτὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του, διότι αὐτὸ ἀποτελοῦσε δῆθεν εἰδωλολατρία.

Ἡ πιὸ ἀξιόπιστη ἀλήθεια

Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται τελείως ἄσχετο μὲ τὸ γεγονός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας πρὸς τὸν Τῖτο δύο φορὲς τοῦ ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπή, oἱ πιστοὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἐπιτελοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ προΐστανται σὲ καλὰ ἔργα. Μία προσεκτικότερη ὅμως ἀνάγνωση μαρτυρεῖ ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ παρότρυνση σὲ ἕναν ἄχρωμο ἀλτρουιστικὸ ἀκτιβισμό. Ἡ διπλὴ παραίνεση τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένα στηρίζεται σὲ ἕνα «πιστὸ λόγο», σὲ μία ἀξιόπιστη ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία καλεῖται ὁ Τῖτος νὰ μιλάει μὲ βεβαιότητα καὶ μὲ κύρος· καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια κάθε ἄλλο παρὰ ἀόριστη ἠθικολογία εἶναι. Ὅπως φαίνεται στοὺς ἀμέσως προηγούμενους τρεῖς στίχους, πρόκειται γιὰ τὸ κατεξοχὴν «καλὸ ἔργο» τοῦ Θεοῦ, τὴ φιλανθρωπία τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα σωτηρίας καὶ κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας του.

Ἔτσι τονίζεται ὅτι ἡ σωτηρία μας δὲν στηρίζεται στὶς ἀγαθοεργίες μας, ἀλλὰ μόνο στὴν ἄπειρη εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, ὁ ὁποῖος γιὰ μᾶς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καὶ θυσιάστηκε πάνω στὸν Σταυρό, γενόμενος ὑπήκοος στὸν Πατέρα του μέχρι θανάτου. Ἑπομένως, τότε μόνο τὰ καλά μας ἔργα εἶναι ὄντως θεάρεστα καὶ ἀποκτοῦν σωτηριολογικὴ ἀξία, ὅταν ἐντάσσονται σ’ αὐτὴ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὅταν στὸ πρόσωπο τοῦ ἀναγκεμένου ἀδελφοῦ μας βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν ἐνανθρωπίσαντα Χριστό. Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ -ὅσο κι ἂν «κατεφθάρη» ἢ κι ἂν «ἀπημαυρώθη»- εἶναι ὁ κάθε ἀδελφός μας, καὶ μάλιστα ὁ ἀνήμπορος καὶ ἐνδεὴς ἀδελφός μας.

Θεολογία τῶν εἰκόνων

Ὅλες αὐτὲς τὶς σωτήριες ἀλήθειες τὶς διετράνωσαν μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπο οἱ θεοφόροι Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Ζ\’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γι’ αὐτό, τελικά, αὐτὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιτομὴ τοῦ νοήματος τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς μνήμης τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν εἶπαν κάτι καινούργιο· δὲν «ἐφηῦραν» νέα θεολογία. Ἁπλῶς συγκεφαλαίωσαν τὰ δόγματα ὅλων τῶν προηγούμενων Ἁγίων Συνόδων, διατυπώνοντας μὲ σαφήνεια τὴν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια σχετικὰ μὲ τὸ θεανδρικὸ του Πρόσωπο.

Αὐτὸ τὸν θησαυρὸ πρῶτοι μᾶς τὸν παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ πρωτοκορυφαῖο τὸν Παῦλο. Καὶ «τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων ἀκριβεῖς φύλακες» οἱ ἅγιοι Πατέρες κήρυξαν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς, μὲ τὸ νὰ ἑνωθεῖ στὸ ἕνα Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ θεία τοῦ φύση εἶναι ἄκτιστη, ἀόρατη, ἀπαθὴς καὶ ἀπερίγραπτη. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του εἶναι κτιστή, ὁρατή, παθητὴ καὶ περιγραπτή. Καὶ ἀφοῦ ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς εἶναι περιγραπτὸς καὶ ὁρατός, μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν εἰκόνα του καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε ἐκφράζοντας τὴν ἀγάπη καὶ λατρεία μας πρὸς Αὐτόν. Λατρεία καὶ προσκύνηση ἀπονέμουμε ὄχι στὴν ὕλη τῆς εἰκόνας καὶ στὰ χρώματα, ἀλλὰ στὸ θεανθρώπινο πρόσωπό του. Ἀνάλογα προσκυνοῦμε καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων του, ὄχι βέβαια λατρευτικά, ἀλλὰ τιμώντας τους ὡς γνήσιους φίλους καὶ μιμητές του.

Γίνε εἰκόνα ζῶσα

Ζωντανή, ὅμως, καὶ -γιατί ὄχι- προσκυνητὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ κάθε πιστός, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ μοιάσει στὸν Χριστό, τηρώντας τὸν «πιστὸ λόγο», ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἔτσι δὲν μένει «ἄκαρπος», ἀλλὰ καρποφορεῖ τὶς ἅγιες ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ καρποφορία εἶναι ἐκείνη πού, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη «κοινωνικὴ προσφορά», μπορεῖ νὰ καλύψει τὶς ὄντως «ἀναγκαῖες χρεῖες» τοῦ πεινασμένου γιὰ ἀληθινὸ νόημα ζωῆς ἀνθρώπου. Νὰ γιατί ἐκεῖνος ὁ ἐπισκέπτης τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου δὲν τοῦ ἔκανε ἐρωτήσεις, ἀλλὰ δὲν χόρταινε νὰ τὸν κοιτάζει· «μοῦ ἀρκεῖ νὰ σὲ βλέπω, πάτερ», τοῦ εἶπε. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου οὐσιαστικὰ «προσκυνοῦσε» τὴν εἰκόνα τοῦ θεραπευμένου ἀπὸ πάθη ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε φθάσει στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.

Κάθε ἀγώνας γιὰ τὴ στερέωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας τῶν ἁγίων εἰκόνων τελικὰ στηρίζει καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καὶ σωτηριολογία. Μόνο ποὺ δὲν πρόκειται γιὰ «ἀγώvες» ἀκαδημαϊκῶν συζητήσεων, ἀλλὰ πρωτίστως γιὰ ἀγώνα κάθαρσης καὶ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ.

 


Πηγή: π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, agiazoni.gr