21/7/2022, Τὰ σπλά­χνα τοῦ Ἀ­γα­θοῦ δὲν τὰ πα­ρα­κί­νη­σε γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σου­νε ὅ­σους τὸν ἀρ­νή­θη­καν

 

Τὰ σπλά­χνα τοῦ Ἀ­γα­θοῦ δὲν τὰ πα­ρα­κί­νη­σε γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σου­νε ὅ­σους τὸν ἀρ­νή­θη­καν

 

(Κοντάκιον εἰς τὸν προφήτην Ἠλίαν, Επιλογή Οίκων)

Προ­οί­μι­ο
Προ­φή­τη, ποὺ προ­βλέ­πεις
τὶς με­γα­λουρ­γί­ες τοῦ Θε­οῦ μας,
Ἠ­λί­α με­γα­λώ­νυ­με,
ποὺ μὲ προ­στα­γή σου στα­μά­τη­σες
τὰ νε­ρο­στά­λα­χτα νέ­φη,
με­σί­τευ­ε γιὰ ἐ­μᾶς
στὸν μό­νο φι­λάν­θρω­πο.


Οἶκος 1.
Τὴν πολ­λὴ τῶν ἀν­θρώ­πων ἁ­μαρ­τί­α
καὶ τὴν πολ­λὴ τοῦ Θε­οῦ φι­λαν­θρω­πί­α
πα­ρα­τή­ρη­σ­ε ὁ προ­φή­της
κι ἐ­τα­ρά­χτη­κε ὁ Ἠ­λί­ας κι ἐ­θύ­μω­σε
καὶ λό­για μ’ ἀ­σπλα­χνί­α
ὕ­ψω­σε στὸν Εὔ­σπλα­χνο,
καὶ εἶ­πε, ὀρ­γί­σου τώ­ρα
μ’ αὐ­τοὺς ποὺ σ’ ἀ­παρ­νή­θη­καν,
κρι­τὴ δι­και­ό­τα­τε.
Ἀλ­λὰ τὰ σπλά­χνα τοῦ Ἀ­γα­θοῦ
δὲν τὰ πα­ρα­κί­νη­σε
γιὰ νὰ τι­μω­ρή­σου­νε
ὅ­σους τὸν ἀρ­νή­θη­καν,
γιατὶ ὅ­λους σὲ με­τά­νοι­α
πάν­το­τε πε­ρι­μέ­νει
ὁ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.


Οἶκος 2.
Ὅ­ταν ὅ­λη τὴ γῆ μὲς σ’ ἁ­μαρ­τί­ες
τὴν ἀ­γνάν­τε­ψε τό­τε ὁ προ­φή­της
καὶ τὸν Ὕ­ψι­στο, μὰ κα­θό­λου
νὰ μὴν ὀρ­γί­ζε­ται, ἀλ­λὰ ν’ ἀ­νέ­χε­ται,
τὸν κυ­ρί­ε­ψε μα­νί­α
καὶ παίρ­νει μάρ­τυ­ρα τὸν Εὔ­σπλα­χνο:
Ἐ­γὼ θ’ ἀ­πο­φα­σί­σω
νὰ χτυ­πή­σω τὴν ἀ­σέ­βει­α
ὅ­σων σ’ ἐ­ξορ­γί­ζου­νε.
Ἀπ’ τὴν πολ­λή σου ὑ­πο­μο­νὴ
ὅ­λοι αὐ­τοὶ σὲ κα­τα­φρό­νη­σαν
καὶ δὲν σὲ ὑ­πο­λό­γι­σαν,
πα­τέ­ρα σπλα­χνι­κέ.
Κι ἐ­σύ, κα­θὼς φι­λό­τε­κνος,
λυ­πᾶ­σαι τοὺς γιούς σου
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.

 

Οἶκος 10.

Ἡ πολ­λή σου, τοῦ λέ­ει, φι­λο­θε­ΐ­α,
―ὁ Θε­ὸς στὸν Ἠ­λί­α ἐ­ξη­γεῖ―
μὴ σοῦ φέ­ρη μι­σάν­θρω­πη
δι­ά­θε­ση, μὰ κύτ­τα τοὺς κό­ρα­κες.
Αὐ­τοὶ γιὰ τὰ δι­κά τους
μι­κρὰ εἶ­ναι μι­σό­τε­κνοι,
κι αἴφ­νης, κα­θὼς τὸ βλέ­πεις,
γιὰ ἐ­σὲ εἶ­ναι φι­λό­τι­μοι
κι ἀλ­λά­ξα­νε τώ­ρα.
Ὑ­πη­ρέ­τες ἔ­γι­ναν
τῆς δι­κῆς μου εὐ­σπλα­χνί­ας,
καὶ νὰ φᾶς σοῦ προ­σφέ­ρου­νε.
Κι ὅ­πως βλέ­πω, δὲν δύ­να­μαι
νὰ σὲ πι­έ­σω

ν’ ἄλ­λα­ζες γνώ­μη γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους,
σὰ μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

 

Οἶκος 25.

Ἄ­κου λοι­πόν, προ­φή­τη, μὴ δι­στά­ζης,
δι­ό­τι προ­σπα­θῶ κα­λὰ νὰ μά­θης
πὼς γιὰ συμ­βό­λαι­ο εὐ­σπλα­χνί­ας
ὅ­λοι μ’ ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι,
καὶ σ’ αὐ­τὸ συμ­φώ­νη­σα
πὼς δὲ θέ­λω νὰ ἰ­δῶ τὸ θά­να­το
τῶν πα­ρα­στρα­τη­μέ­νων,
ἀλ­λὰ τὴ ζω­ή τους πι­ὸ πο­λύ.
Γι’ αὐ­τὸ νὰ μὴ μὲ βγά­λης
ψεύ­τη μπρο­στὰ σ’ αὐ­τούς,
κι ἂς δε­χτῆς τὰ πα­ρα­κά­λια μου,
σὲ σέ­να με­σι­τεύ­ω.
Ἐ­σὲ μό­νο τὰ δά­κρυ­α
τῆς χή­ρας σὲ συν­τά­ρα­ξαν,
ὅ­μως ἐ­γὼ γιὰ ὅ­λους εἶ­μαι φι­λάν­θρω­πος.

Οἶκος 26.
Νοῦ καὶ ψυ­χὴ κι αὐ­τιὰ ἀ­νοί­γει
στὰ λό­για τοῦ Ὑ­ψί­στου ὁ Ἠ­λί­ας
καὶ ὑ­πό­τα­ξε τὴν ψυ­χὴ
καὶ μὲ τὰ λό­για του τὴν ὀ­μόρ­φυ­νε
καὶ εἶ­πε: ἂς γί­νη
τὸ θέ­λη­μά σου, Δέ­σπο­τα,
καὶ τὴ βρο­χὴ ἂς δώ­σης
καὶ ζω­ὴ σ’ αὐ­τὸν ποὺ πέ­θα­νε,
ζω­ο­γό­νη­σε τὰ σύμ­παν­τα,
ἀ­φοῦ ζω­ὴ εἶσαι σὺ ὁ Θε­ὸς
καὶ ἀ­νά­στα­ση καὶ λύ­τρω­ση.
Δῶ­σε τὴ χά­ρη σου
σὲ ἀν­θρώ­πους καὶ σὲ ζῶ­α,
ἐ­σὺ μο­νά­χα τὸ μπο­ρεῖς
τὰ πάν­τα νὰ γλυ­τώ­νης,
μό­νε φι­λάν­θρω­πε.



 

Οἶκος 30.
Ἦ­ταν πο­λὺς και­ρὸς ποὖ­χε πε­ρά­σει
κι ἔ­βλε­πε ὁ Ἠ­λί­ας τὴν κα­κί­α
τῶν ἀν­θρώ­πων κι ἐ­σκέ­φτη­κε
βα­ρύ­τε­ρη νὰ βά­λη τι­μω­ρί­α.
Βλέ­πον­τάς το ὁ Οἰ­κτίρ­μων
στὸν προ­φή­τη ἀ­πο­κρί­θη­κε:
τὸ ζῆ­λο αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χεις
γιὰ δι­και­ο­σύ­νη, τὸν ξέ­ρω
καὶ τὴν πρό­θε­σή σου τὴν ἔ­μα­θα,
ἀλ­λὰ συμ­πά­σχω μὲ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς
ὅ­ταν τι­μω­ροῦν­ται χω­ρὶς μέ­τρο.
Θυ­μώ­νεις σὰν ἄ­μεμ­πτος
καὶ δὲν μπο­ρεῖς νὰ ὑ­πο­φέ­ρης.
Μὰ ἐ­γὼ δὲν ἀ­νέ­χο­μαι
κα­νέ­νας νὰ χα­θῆ
σὰν μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

 

Οἶκος 32.
Ἐ­ὰν δὲν μπο­ρῆς, κα­θὼς εἶ­πα, προ­φή­τη,
μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ μέ­νης ποὺ ἁ­μαρ­τά­νουν,
ἐμ­πρός, νὰ πᾶς νὰ κα­τοι­κῆς
σ’ ἀ­να­μάρ­τη­τους τό­πους χα­ρού­με­νος.
Καὶ κα­τε­βαί­νω ἐ­γώ,
ποὺ μπο­ρῶ τὸ πρό­βα­το
τὸ πα­ρα­πλα­νη­μέ­νο
νὰ κρα­τῶ στοὺς ὤ­μους μου,
φω­νά­ζον­τας στοὺς σφάλ­λον­τες:
τρε­χᾶ­τε ὅ­λοι οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί,
κον­τά ­μου ἐ­λᾶ­τε, γα­λη­νεῦ­τε,
για­τί ἐ­γὼ δὲν ἦρ­θα
νὰ τι­μω­ρή­σω αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­πλα­σα,
ἀλ­λὰ ὅ­σους ἁ­μάρ­τη­σαν
ν’ ἁρ­πά­ξω ἀπ’ τὴν ἀ­σέ­βει­α,
σὰν μό­νος φι­λάν­θρω­πος.

 

 

Πηγή: Ρωμανός Μελωδός σε απόδοση Π.Α. Σινόπουλου, neoplanodion.gr