19/8/2022, Φτωχός Άγιος - Νησιωτική Παράδοση -

 Φτωχός Άγιος - Νησιωτική Παράδοση -


 (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - 1891)

Σκιάθος, τέλη 19ου αιώνα. Το χωριό μας δεν μπορούσε να μας προσφέρει καμιά ψυχαγωγία, καμιά
διασκέδαση που να γεμίζει και να ικανοποιεί τις παιδικές ψυχές μας. Έτσι, υπήρχαν πολλές φορές που δεν είχαμε τι να κάνουμε, με τι να απασχοληθούμε. Γι΄ αυτό πολλές φορές συνοδεύαμε τις μητέρες και τις θειάδες  μας σε εκδρομές στα χωράφια και τους ελαιώνες του νησιού μας. Περνούσαμε τη μέρα μας στην αμμουδιά της γαλανής θάλασσας, όπου ενοχλούσαμε και χασομερούσαμε με τα πειράγματά μας τις γυναίκες, που έπλεναν με κόπο και επιμονή τα σεντόνια και τα ασπρόρουχα του νοικοκυριού τους.
Αλλά δεν επισκεπτόμασταν μόνο τον γιαλό. Αν κάποια γειτόνισσα είχε τάξιμο ν΄ ανάψει τα καντήλια κάποιου αγίου, του οποίου το παρεκκλήσι βρισκόταν σε κάποια άκρη του νησιού μας, για να παρακαλέσει τον άγιο για τον ξενιτεμένο άνδρα της που ταξίδευε με τα καράβια, ξεφεύγαμε από την επίβλεψη των γονιών μας και τρέχαμε στο κατόπι τους. Το ίδιο γινόταν κι όταν κάποιος καλός ιερέας του χωριού πήγαινε να λειτουργήσει σε κάποιο ξωκλήσι. Κι ο παπάς κι οι γυναίκες ξαφνιάζονταν όταν διαπίστωναν ποιους έχουν συνοδοιπόρους· εμάς, τα παιδιά, με μοναδικό εφόδιο λίγο ψωμί, που είχαμε αρπάξει από το ντουλάπι του σπιτιού μας, χωρίς να μας καταλάβει η μάνα μας, γιατί το ψωμί ήταν μετρημένο.
Για μας, η καλύτερη από τις εκδρομές αυτές ήταν στο Κάστρο, την παλιά πόλη του νησιού, που τώρα ήταν έρημη. Οι τελευταίοι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει μετά την Επανάσταση του ’21.
Το Κάστρο ήταν αληθινή φωλιά γλάρου, ένας βράχος που εξείχε εκατό οργιές πάνω από τη θάλασσα και συνδεόταν με μια στενή λωρίδα ξηράς με την αντικρινή στεριά. Μια κινητή ξύλινη σκάλα επέτρεπε ή απαγόρευε τη συγκοινωνία και επικοινωνία αυτής της στεριάς με το Κάστρο και το έκανε έτσι άβατο από κάθε εξωτερικό εχθρό. Καθώς θυμάμαι όλα αυτά, δεν θα υπερβάλλω αν βεβαιώσω ότι το μέρος εκείνο ήταν μια από τις αγριότερες τοποθεσίες απ΄ όσες συναντάμε στα μέρη μας και στις ήσυχες παραλίες μας. Η σημερινή κωμόπολη, όπου κατοικούν οι συμπατριώτες μου, είναι χτισμένη σε φυσικό λιμάνι, που το βλέπει ο ήλιος από την ανατολή μέχρι τη δύση του. Το παλιό Κάστρο ήταν στο βορειότερο άκρο του νησιού, σε άβατο και απροσπέλαστο μέρος. ο έπλητταν ισχυροί άνεμοι, τους οποίους δεν μπορούσαν να ανακόψουν δυο μικρές βραχονησίδες, πολύ πιο χαμηλές από τον ίδιο τον βράχο του Κάστρου. Πάνω στις μικρές αυτές νησίδες, που δεν είχαν ούτε μια χούφτα χώμα, φύτρωνε ένα παράξενο είδος λάχανου, με κάπως πικρή γεύση αλλά ιδιαίτερα χυμώδες. Αυτό αποτελούσε εκλεκτό έδεσμα για πολλούς νησιώτες, που διακινδύνευαν και τη σωματική ακεραιότητά τους, καθώς αγωνίζονταν να το μαζέψουν σκαρφαλώνοντας στους απόκρημνους βράχους.
Στο μέρος εκείνο ο βορράς φυσούσε τόσο δυνατά, ώστε έδερνε τα δέντρα που λύγιζαν κι έμεναν έτσι λυγισμένα για πάντα. Το μόνο που έβρισκε μια προστασία, ήταν κάποιοι έρποντες θάμνοι, που φύτρωναν στις πτυχές του πετρώδους εδάφους.
Εκείνο που είναι πραγματικά δύσκολο να καταλάβει σήμερα ο επισκέπτης, και μπροστά του στέκεται απορώντας, είναι πώς κατόρθωσαν να ζουν άνθρωποι σ΄ έναν τέτοιον άνυδρο και αφιλόξενο βράχο· αλλά προφανώς ο φόβος των Αλγερίνων πειρατών, των Βενετών και των Τούρκων τους πίεζε και τους ανάγκασε να τελικά να πιεσθούν και να στοιβαχτούν πάνω στη φυσική εκείνη απόρθητη κόγχη. Λοιπόν, μέσα και γύρω από το παλιό εκείνο φρούριο σώζονταν ακόμη, όταν ήμουν παιδί, περίπου τριάντα παρεκκλήσια, κτισμένα την εποχή που κατοικούσαν εκεί άνθρωποι ευσεβείς. Τα περισσότερα απ΄ αυτά ήταν ερειπωμένα, σ΄ άλλα είχαν μείνει όρθιοι μόνον οι τέσσερις τοίχοι και από άλλα είχαν αρπάξει τις εικόνες και σύλησαν τα ιερά. Ελάχιστα λειτουργούνταν ακόμη την εποχή εκείνη. Κάποια από αυτά υψώνονταν γραφικά, χτισμένα πάνω στα περήφανα βράχια και στους σκοπέλους που ξεπρόβαλλαν από τη θάλασσα δίπλα στον γιαλό. Το καλοκαίρι φάνταζαν χρυσά από το άπλετο φως, ενώ τον χειμώνα βρέχονταν από τα κύματα που σήκωνε καταπάνω τους ο μαινόμενος βοριάς, που όργωνε χωρίς σταματημό το πέλαγος κι έσπερνε σ΄ όλους τους γιαλούς ναυάγια και συντρίμμια κι άλεθε τις γρανιτένιες πέτρες και τις έκανε ψιλή άμμο και ζύμωνε την άμμο σε βράχια και τεράστιους σταλακτίτες, καθώς ακτινωτά ράντιζε πάνω τους τον αφρό που ξεχείλιζε.

Βαθύς και ατέλειωτος φαινόταν ο ορίζοντας, πλατιά και αχανής απλωνόταν η θάλασσα. Αλλά τις μέρες του χειμώνα ποιος μπορεί να περιγράψει τη θολή όψη του ορίζοντα εκείνου και την ασυγκράτητη ταραχή της θάλασσας αυτής!  Από το Κάστρο μπορούσε κανείς να απολαύσει το αίσθημα του ύψους και του ιλίγγου, που μπορεί να εκτιμήσει μόνο εκείνος που βλέπει τη μανία της φύσης από την ασφάλεια που του δίνει η ψηλή αυτή απόκρημνη ακτή.
Σ΄ αυτό το μέρος έτρεχα λοιπόν, μαζί με τους συνομήλικούς μου και μάλιστα στα πανηγύρια, που γιορτάζονταν με τη συμμετοχή όλου του κόσμου. Τότε έβλεπες μεμιάς το ερημωμένο μέρος να παίρνει ζωή και όψη χαρωπή. Η σιωπή έδινε τη θέση της στην ηχώ, καθώς αντιλαλούσαν οι χαρούμενες κραυγές των παιδιών και οι κουβέντες των νεαρών γυναικών, σαν τιτιβίσματα χελιδονιών.
Καθένας μας μεγάλωνε με την ιδέα του Κάστρου κι έμπαιναν μέσα του σαν δαιμόνια οι εικόνες των φαντασμάτων που κατοικούσαν σ΄ αυτό. Έτσι, όταν ερχόταν η ώρα κάποιος μικρός φίλος και σύντροφός μας να τελέσει για πρώτη φορά την ευσεβή αυτή προσκύνηση στο Κάστρο, ερχόταν αντιμέτωπος με την πρώτη αδελφική μας φροντίδα· τον παραφυλάγαμε και περιμέναμε την ώρα κατά την οποία θα γονάτιζε και θα σερνόταν κάτω από τη μισοσηκωμένη πύλη, για να μπει μέσα. Τότε τον πιάναμε και του χτυπούσαμε, για το καλορίζικο, το κεφάλι του πάνω στη σιδερένια πύλη, φωνάζοντας: «Σιδεροκέφαλος!».
Οι περισσότεροι από μας όμως έβρισκαν απέραντη ευχαρίστηση με το να χτυπάνε με μανία τις παλιές ραγισμένες καμπάνες των δύο ή τριών ναΐσκων, που σώζονται ακόμη μέσα στο φρούριο, λες και παράβγαιναν μεταξύ τους ποιος θα τις σπάσει μια ώρα αρχύτερα. Άδικα φώναζε και διαμαρτυρόταν ο αγαθός ιερέας και καμιά σημασία δεν δίναμε στον κλητήρα της δημαρχίας ή στον χωροφύλακα, που μας απειλούσαν με το μαστίγιο. Ακόμη, κάποιοι μικροί βάνδαλοι μεταξύ μας είχαν τη συνήθεια να ρίχνουν κλοτσιές και γροθιές σ΄ εκείνους τους λίγους τοίχους των σπιτιών που έμεναν ακόμη όρθια. Έβρισκαν ανείπωτη ηδονή με το να ρίχνουν τις πέτρες που αποσπούσαν στο πέλαγος, που απλωνόταν βαθύ και μάνιαζε βουερό κάτω από τον μεγαλόπρεπο βράχο. Μετά παρέμεναν εκεί και μετρούσαν τις στιγμές που χρειαζόταν, για να φθάσει στ΄ αυτιά τους ο υπόκωφος πλαταγισμός της πτώσης των συντριμμάτων των λίθων στο νερό.
Τρεις ή τέσσερις δρόμοι οδηγούσαν από το χωριό μας στο Κάστρο. Ο κυριότερος από αυτούς ονομαζόταν «ο μεγάλος δρόμος». Ο δρόμος αυτός, αφού περνούσε από πολλές τοποθεσίες, που η καθεμιά είχε την ιστορία της και τις παραδόσεις της για νεράιδες και φαντάσματα, έφθανε σ΄ ένα αρκετά ψηλό μέρος, περίπου στη μέση της απόστασης μεταξύ των δύο κορυφών του νησιού μας. Η θέση αυτή ονομαζόταν Σταυρός. Πράγματι, εκεί ήταν στερεωμένοι όχι ένας, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί, παμπάλαιοι, που κάποτε ήταν βαμμένοι κόκκινοι, αλλά τώρα είχαν ξεθωριάσει από τον χρόνο και τις καταιγίδες.
Εκατό βήματα πιο πέρα, εκεί όπου ο δρόμος κατηφόριζε και οδηγούσε στο Κάστρο, που απείχε ακόμα μισής ώρας δρόμο, το έδαφος αποτελούνταν από κοκκινόχωμα. Το έβλεπες καθαρά ανάμεσα στα βάτα και τους σχίνους, που φύτρωναν παντού γύρω. Οι γιαγιάδες μας κι οι προγιαγιάδες μας μας διηγούνταν ότι εκείνο το χώμα με την κοκκινωπή χροιά, ανέδιδε ακόμα μια ανεξήγητη ευωδιά.
Έλεγαν ότι σ΄ εκείνο το σημείο είχε αγιάσει άνθρωπος. Πώς; Πότε; Καθώς ήμουν μικρός κι η περιέργειά μου δεν διαρκούσε για πολύ, δεν εξέτασα αρκετά το θέμα κι έτσι δεν μπόρεσα να μάθω κάτι περισσότερο. Φαίνεται πως ό,τι συνέβη δεν είχε εντυπωθεί στην προφορική παράδοση και χάθηκε από τη συλλογική μνήμη των συγχωριανών μου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ξεχάσθηκε και το όνομα του μάρτυρα. Όπως λέει κι ο λαός: «Φτωχός άγιος δοξολογιά δεν έχει».
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Το 1872 ήμουν ήδη είκοσι χρονών. Τότε έτυχε να βρεθώ και να περάσω κάποιους μήνες στη Μακεδονία. Εκεί γνώρισα έναν έντιμο συμπατριώτη μου, που ζούσε εκεί από πολλά χρόνια. Αυτός ο άνθρωπος, χωρίς να θέλει να διδάξει και να δείξει ότι γνωρίζει πολλά, μου διηγήθηκε πολλές αρχαίες παραδόσεις του νησιού που γεννηθήκαμε. Θυμήθηκα τότε να τον ρωτήσω, αν γνώριζε κάτι για την παράδοξη εκείνη ευωδιά ή αν άκουσε για τον άνδρα που είχε αγιάσει κοντά στην τοποθεσία των Τριών Σταυρών. Τότε αυτός μου διηγήθηκε τα εξής:
Ήθελε ώρα να ξημερώσει ακόμα, όταν ξύπνησε ο φτωχός τσοπάνος, που είχε τη μάντρα με τις λίγες κατσίκες στο βοσκοτόπι κάτω από τους Τρεις Σταυρούς. Τις άρμεξε και μετά ξύπνησε τον παραγιό του. Του έδωσε μια καρδάρα γεμάτη με γάλα και τον έστειλε στο χωριό, στο Κάστρο, όπου έμενε το αφεντικό του. Του έδωσε εντολή να γυρίσει γρήγορα πίσω και, αν έβλεπε ότι αργούσαν να κατεβάσουν τη γέφυρα, να φωνάξει τον φύλακα, τον θυρωρό που φύλαγε την πύλη, και ν΄ ανεβάσει την καρδάρα το γάλα με σχοινί, με παλάγκο, πάνω στο Κάστρο. Αλλά και πάλι, να μη φύγει, αν δεν τον ειδοποιούσε το αφεντικό, ο κυρ Αναγνώστης, ότι δεν ήθελε να του παραγγείλει τίποτ΄ άλλο. Ο παραγιός πέταξε από πάνω του την κάπα που τον σκέπαζε, πλύθηκε με το νερό της στάμνας του, σκουπίσθηκε με τα μανίκια του πουκαμίσου του, άρπαξε την καρδάρα κι έφυγε τρέχοντας.
Αφού έφυγε ο παραγιός του, ο βοσκός έβαλε το πολύ γάλα σε μεγάλο καζάνι κι έριξε μέσα άφθονο αλάτι. Ήταν αλάτι που μάζευε μόνος του πηγαίνοντας από ακρογιαλιά σε ακρογιαλιά, περιδιαβαίνοντας πάνω σε βράχους απ΄ όπου μάζευε κοχύλια και πεταλίδες. Άναψε φωτιά κάτω από το καζάνι για να το βράσει, μια και έκανε τη σκέψη ότι το γεύμα του θα ήταν σκέτο γάλα, πράγμα αρκετά δυσάρεστο, αν το αφεντικό του δεν σκεφτόταν να του στείλει κανένα αλμυρό ψάρι, κάτι που ήταν πολύ πιθανό. Γιατί αυτός ο βοσκός δεν ήταν από εκείνους που γίνονται φόρτωμα στους άλλους κι αν το αφεντικό του δεν είχε την καλή διάθεση να του στείλει κάτι, αυτός δε θα έριχνε την υπόληψή του να τον παρακαλέσει να του στείλει κάτι αλμυρό ή οτιδήποτε άλλο φίλεμα. Και γνώριζε ότι άλλοι τσοπάνοι έβρισκαν τον τρόπο και καλά να τα έχουν με το αφεντικό τους και να μην τους λείπει τίποτα – τ΄ αρνάκια τ΄ αφεντικού τα ΄τρωγε ο αϊτός, αλλά τα δικά τους πάντα σώζονταν. Και να ΄βγαζε αρκετόν γάλα για να φτιάξει τυρί ή μυζήθρα; Θα έκανε υπομονή. Αλλά οργή Θεού είχε πέσει κείνη τη χρονιά στα βοσκήματα. Τα μισά ζωντανά είχαν ψοφήσει, απ΄ τις κατσίκες που έδιναν γάλα λίγες έμειναν κι αυτές στέρφες. Δεν έκανε ο Θεός καλό καιρό, να βγάλει η γη χορταράκι, να βοσκήσουν τα ζωντανά. Τι να σου κάνουν τα καημένα!
Έπειτα ο φτωχός βοσκός άρχισε να κράζει το κοπάδι, οδηγώντας τα ζώα έξω από το μαντρί, για να βοσκήσουν στη διπλανή κοιλάδα. «Τσου! τσου! στέρφα! ε! ψαρή! όι! όι!»
Μόλις προχώρησε λίγα βήματα και να δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται μπροστά του και του κόβουν τον δρόμο. Φορούσαν ασυνήθιστα ρούχα και η όψη τους φαινόταν όχι πολύ άγρια, αλλά οπωσδήποτε αλλόκοτη.
Ο βοσκός δε φοβήθηκε, αλλά ξαφνιάστηκε. Το μικρό σκυλάκι του τους υποδέχθηκε με γαβγίσματα, πηδώντας προς το μέρος τους.
Και οι δυο χαιρέτισαν τον βοσκό, φέρνοντας το χέρι στο στήθος κι έπειτα στο μέτωπο. Ο ένας από τους δύο ξένους, που φαινόταν να ΄ναι ο μεγαλύτερος, απευθύνθηκε προς τον τσοπάνο και είπε με φωνή σκληρή και βαριά, σε γλώσσα βαρβαρική, ανάμεικτη με ελληνικά:
-Εσύ μπελέκ, ανάραφ εμείς ντρόμο σουφτ; (Εσύ ξέρεις να μας δείξεις τον δρόμο για το χωριό;)
Ο βοσκός, προσπαθώντας να καταλάβει, επανέλαβε τις λέξεις, συνοδεύοντάς τες με εκφραστικές χειρονομίες.
-Μπελέκ, πού πάει ντρόμο… πολλοί, πολλοί, ελέφ, ελεφίν! (Ποιον δρόμο θα πάρουμε για το χωριό… εκεί όπου κατοικούν πολλοί, πολλοί, χίλιοι, χιλιάδες!)
Ο βοσκός τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι τον ρωτούσαν για τον δρόμο που οδηγούσε στο Κάστρο. Χωρίς να υποπτευθεί τίποτα, τους έδειξε τον κυριότερο δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο, ο οποίος ήταν, άλλωστε, κι ο μοναδικός που φαινόταν μπροστά τους. Κάνοντας χειρονομίες τους έδωσε να καταλάβουν ότι, αν προχωρούσαν μερικές εκατοντάδες βήματα ακόμα, θα έβλεπαν από μακριά το Κάστρο, που ορθωνόταν εκεί, στην ακρογιαλιά, μεταξύ γης και θάλασσας.
Οι ξένοι έκαναν ένα νεύμα αποχαιρετισμού κι απομακρύνθηκαν. Αλλά μετά από μερικές στιγμές, βλέπει κι άλλους τέσσερις, ντυμένους ολόιδια, να βγαίνουν μέσα από κάτι θάμνους και να βαδίζουν με μεγάλες προφυλάξεις, για να συναντήσουν τους πρώτους. Αυτοί φάνηκαν μόνο για μια στιγμή, καθώς βγήκαν για ελάχιστο χρόνο σε ακάλυπτο μέρος, και γυρνούσαν τα κεφάλια τους προς τα πίσω, σαν να ανησυχούσαν μήπως τους έβλεπε κανένας· την άλλη στιγμή χώθηκαν στο δάσος κι εξαφανίστηκαν από τα μάτια του.
Ο βοσκός, αυθόρμητα, και χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει για ποιον λόγο, βιάστηκε να προλάβει να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους. Αδιόρατα είχε αισθανθεί ότι ήταν καλύτερα να μην καταλάβουν εκείνοι οι τέσσερις άνδρες ότι τους είδε.
Μετά από λίγο και οι έξι ξένοι έγιναν άφαντοι.
Ο βοσκός στάθηκε πάνω στον βράχο που βρισκόταν, ψηλός, ευθυτενής, με τα τραχιά φουντωτά αγριόξανθα μαλλιά του· στάθηκε ακουμπώντας πάνω στο μακρύ ραβδί του και άρχισε να σκέπτεται. Σιγά-σιγά άρχισαν να τον κυριεύουν υποψίες αλλά και φόβοι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η πρώτη ακτίνα του ήλιου που ανέτειλε φώτισε το μέτωπό του με τις πρόωρες ρυτίδες και τα χαρακτηριστικά του αδύνατου προσώπου του. Ήταν μόλις σαράντα ετών και η μορφή του φωτίστηκε σαν να ήταν μέρος ενός μυστηριώδους θελγήτρου, που του χάριζε ψυχική καλοσύνη αλλά και σωματική ομορφιά. Ο ήλιος αποκάλυπτε κάτι διαφορετικό από αυτό που φαινόταν εξωτερικά· ένας τραχύς και άξεστος τσοπάνης, ψηλός, σκληραγωγημένος κι ηλιοκαμένος, που έβοσκε τις κατσίκες του κοντά στους Τρεις Σταυρούς.
έρασαν έτσι λίγες στιγμές και ξαφνικά ακούει πίσω του, όχι πολύ μακριά, θρόισμα από φύλλα και κλαδιά. Ο βοσκός σκίρτησε. Ο θόρυβος φαινόταν να προέρχεται από βήματα ανθρώπων, που βάδιζαν με μεγάλη προφύλαξη, αλλά δεν κατόρθωναν να πνίξουν τελείως τον θόρυβο, καθώς η πορεία τους γινόταν μέσα στο δάσος, γεμάτο από χλωρά και ξερά κλαδιά.
– Κι άλλοι, κι άλλοι έρχονται. Τι ΄ναι, τάχα, Θεέ μου; ψιθύρισε.
Τότε τα μάτια της ψυχής του φωτίστηκαν μεμιάς και στο μυαλό του εντυπώθηκε και το πλημμύρισε με μυστηριώδη πνευματικό τρόπο μια σκέψη:
– Θα είναι κλέφτες! είπε.
Και χωρίς να χάσει καιρό πηδά με μια ελαφρά κίνηση πίσω από τους θάμνους κι αρχίζει να τρέχει πάνω στον δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο.
– Στο όνομα του Κυρίου! ψιθύρισε μόνο.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, στον όρμο Ασέληνο, στα νοτιοδυτικά του νησιού, έφθασε κι άραξε ένα πειρατικό πλοίο, γεμάτο με άγριους και αιμοχαρείς Βαρβαρέζους. Πριν ακόμα ξημερώσει, από το πλοίο αποβιβάστηκε μια πάνοπλη συμμορία δεκαπέντε ή είκοσι ανδρών. Παίρνοντας κάθε προφύλαξη κι ακολουθώντας κάθε στενό και δύσβατο δρομάκι που έβλεπε μπροστά της, άρχισε ν΄ ανεβαίνει την πλαγιά του Ανάργυρου, του πολύ γραφικού βουνού του νησιού μας. Σαν για να κοροϊδέψει το όνομα του όρμου, του Ασέληνου, είχε μόλις ανατείλει ένα ωχρό μισοφέγγαρο, που φώτιζε τον νυκτερινό δρόμο των πειρατών. Αυτός ο όρμος άνοιγε σαν αγκαλιά αλλά τι είδους αγκαλιά; Θεωρούνταν απαίσια από κάθε τίμιο θαλασσοπόρο και χρησίμευε μόνο για να εκβράζει η θάλασσα τα πτώματα όσων πνίγονταν στα ναυάγια. Γιατί απέναντι από τον όρμο υπήρχε ο Λευτέρης – ο περίφημος ύφαλος, τον οποίο ο Ηρόδοτος ονομάζει Μύρμηκα και ιστορεί ότι ο Ξέρξης διέταξε να κτισθεί πάνω του ένα ψηλό σημάδι, για να το βλέπουν τα πλοία – που ελευθέρωνε πότε-πότε τους μεν ναύτες από το πρόσκαιρο βάρος αυτής της ζωής, τα δε πλοία από το βάρος του φορτίου τους.
Ο Σολμάν βελ Μεϊμέτ, ο πιο μεγάλος της συμμορίας, βεβαίωνε ότι ότι είχε επισκεφθεί άλλοτε το φρούριο και γνώριζε πού κατοικούσαν οι άπιστοι. Αλλά από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια και δε θυμόταν καλά τον δρόμο. Βέβαια, στα χρόνια κατά τα οποία ο Σολμάν είχε ανδραγαθήσει πολεμώντας εναντίον των απίστων, το μακρύ στριμμένο σαν αγκίστρι μουστάκι του ήταν κατάμαυρο, σαν φτερό κόρακα, ενώ τώρα τα χιόνια των γερατιών είχαν κάνει κάτασπρα τα πλούσια μαλλιά του.
Εντούτοις, ο γερο-Σολμάν είχε βάλει σημάδι, φαίνεται, την κορφή του βουνού της Καραφιλτζανάκας και βάδιζε προς τον βορρά, έχοντας αυτή για οδηγό. Εκεί βρισκόταν η φωλιά των πουλιών που ήθελαν να μαδήσουν.
Το σχέδιο των Αφρικανών δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο. Όσο μικρό κι αν ήταν το τρικάταρτο καράβι τους, δεν είχε μόνο τόσους επιβάτες. Τα δύο τρίτα του πληρώματος είχαν μείνει πάνω στο πλοίο.
πήκαν κι άραξαν στον όρμο του Ασέληνου ενώ ακόμα ήταν σκοτάδι. Αν ερχόταν πλέοντας κάτω από το φρούριο, θα ήταν σαν να έδιναν σήμα στους άπιστους να κλείσουν τις σιδερένιες πύλες και να σηκώσουν τη γέφυρα. Οι δεκαπέντε ή δεκαοχτώ εκείνοι άνδρες προπορεύονταν ως εμπροσθοφυλακή, για να ξαφνιάσουν τους άπιστους και να μην προλάβουν να πάρουν κανένα μέτρο προφύλαξης. Στο μεταξύ, το πλοίο με το υπόλοιπο πλήρωμα, μόλις ανέτελε ο ήλιος, έχοντας αντίκρυ του τον άνεμο, θα έπλεε στον Άγιο Σώστη, ακριβώς απέναντι από το φρούριο κι όλη αυτή η μικρή στρατιά θα κυρίευε την πόλη εξαπίνης.
Το μικρό νησί, που βρίσκεται στο θαλάσσιο δρόμο μεταξύ Κασσάνδρας, Ολύμπου και Άσπρης Θάλασσας είχε γίνει πολλές φορές ορμητήριο για πολέμους και εκστρατείες. Έτσι, σ΄ όλα τα γύρω μέρη και μεταξύ των ναυτικών υπήρχε η φήμη ότι σε άγνωστα σημεία και σε υπόγεια του Κάστρου, αλλά και όλου του νησιού, υπήρχαν κρυμμένοι θησαυροί Βενετών και Τούρκων αλλά και λάφυρα Ελλήνων κλεφτών, που είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο εδώ, εκείνα τα παλιά χρόνια. Αλλά και οι γυναίκες του τόπου δεν ήταν μαλθακές και τεμπέλες, όπως οι χανούμισσες, αλλά εργατικές και γι΄ αυτό θεωρούνταν άξιες να στολίσουν ως σκλάβες τα χαρέμια των αληθινών πιστών του Προφήτη.
Όταν οι άνδρες της εμπροσθοφυλακής έφθασαν στην κορφή του Αγίου Κωνσταντίνου, η αυγή είχε φωτίσει την ανατολή με τη ρόδινη αλουργίδα της κι οι δυο θάλασσες φάνταζαν να απλώνονται απέραντες· η μια σαν ένα λευκό άνθος με βαθυγάλαζο στήμονα με χρυσίζουσες και άλικες ανταύγειες, καθώς υποδεχόταν την ολοφώτεινη ανατολή, η άλλη σαν σκιασμένη μαύρη γη, με απλωμένη ακόμα τη σκουριά του σκοταδιού πάνω της.
Τότε οι βάρβαροι στάθηκαν σε μια στενωπό, όπου προστατεύονταν από τα πεύκα, από τα οποία ήταν κατάφυτο το βουνό, κι ο αρχηγός τους διέταξε να χωρισθούν σε τρεις ομάδες και να προχωρήσουν η καθεμιά χωριστά· να προσέχουν να κρατάνε απόσταση πεντακοσίων βημάτων μεταξύ τους, ώστε να μην κινήσουν τις υποψίες σε όποιον τύχαινε να συναντήσουν στα χωράφια ή σε όποιον, έχοντας βγει από πολύ νωρίς το πρωί στο βουνό, θα μπορούσε να τους δει από μακριά. Είχαν κρύψει με επιμέλεια τα όπλα τους κάτω από τα φαρδιά ρούχα τους, είχαν βγάλει τα σαρίκια και τα φέσια τους, που ήταν μεγάλα, όρθια και στρογγυλεμένα, και έμοιαζαν με ανατολίτες ζωέμπορους ή με περιπλανώμενους πραματευτές.
Αν κατηφόριζαν κατευθείαν από την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου στην κοιλάδα που οι ντόπιοι την έλεγαν «τ΄ Αρβανίτη», ο δρόμος για το Κάστρο ήταν πολύ πιο σύντομος. Αλλά ο γερο-Σολμάν, τους οδήγησε ανατολικότερα, προς τα δεξιά, επειδή είχε βάλει σημάδι την ψηλότερη κορυφή, ην Καραφιλτζανάκα. Έτσι, κατέβηκαν στην ωραία γραφική τοποθεσία του Προφήτη Ηλία, όπου ήπιαν δροσερό νερό από την κρυστάλλινη πηγή, κάτω από τη σκιά γιγάντιων πλατανιών. Ήταν τέλη Απριλίου και, παρόλο που επικρατούσε δροσιά, υπήρχε απόλυτη νηνεμία και η μέρα προβλεπόταν πολύ ζεστή, αν και ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα.
πό κει, αφού στράφηκαν βορειοανατολικά, διέτρεξαν ένα μεγάλο επικλινές οροπέδιο, απ΄ όπου η θέα είναι εκπληκτική· το Αιγαίο φαίνεται να απλώνεται αχανές μεταξύ του πανύψηλου Άθω, της Εύβοιας και των νησιών. Φθάνοντας στα ριζά του βουνού της Καραφιλτζανάκας, άρχισαν ν΄ ανεβαίνουν προς τ΄ αριστερά και να κατευθύνονται βορειοδυτικά.
Μπήκαν σ΄ ένα σκιερό σύδεντρο, όπου κυλούσε ένα ρυάκι, ένα σημείο κοντά στους Τρεις Σταυρούς, που ήταν γνωστό ως «Κρύο Πηγάδι». Το παμπάλαιο πηγάδι που βρίσκεται εδώ είναι στοιχειωμένο κι από το χείλος του πολύ συχνά βγαίνουν φαντάσματα, μεταξύ των οποίων κι ένας αράπης με τσιμπούκι· όχι Άραβας μελαψός αλλά κατάμαυρος Αιθίοπας. Ο γερο-Σολμάν, που το γνώριζε αυτό, πρότεινε στους συντρόφους του κι έκαμαν όλοι ευσεβή προσευχή, μόλις ανέτειλε ο ήλιος· γονάτισαν και χτύπησαν τρεις φορές τα μέτωπά τους στο λιθόστρωτο, επικαλούμενοι την ευσπλαχνία της σκιάς του αρχαίου ομοθρήσκου τους, ο οποίος, ποιος ξέρει εξαιτίας ποιας  αμαρτίας είχε μείνει έξω από τον Παράδεισο και το φάντασμά του εξακολουθούσε να περιπλανιέται σ΄ εκείνη τη μελαγχολική τοποθεσία.
Ο φτωχός βοσκός άφησε τις κατσίκες του στο έλεος του Θεού, εκεί όπου έβοσκαν. Δεν είχε χρόνο να τις οδηγήσει πίσω στο μαντρί τους και να τις ασφαλίσει εκεί. Θα ΄θελε ν΄ αφήσει κάποιον άλλον βοσκό στο πόδι του, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς. Ο παραγιός του δεν είχε επιστρέψει ακόμα από το φρούριο.  Το παλιόπαιδο!  Θα βρήκε ανοιχτές τις πύλες και θα το έστρωσε σε κανένα καπηλειό με τους φίλους του! Ποιος ξέρει, μάλιστα, αν δεν πούλησε το μισό γάλα της καρδάρας, που προοριζόταν για το αφεντικό του, για ν΄ αγοράσει μισή δωδεκάδα παστά ψαράκια;
Ο βοσκός έτρεξε μόνο λίγα βήματα πάνω στον μεγάλο δρόμο κι έπειτα στράφηκε προς τα αριστερά και χώθηκε μέσα σε μια συστάδα θάμνων. Δεν ήταν ανόητος να πάει στο Κάστρο ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο, τον οποίο μόλις είχε δείξει στους κλέφτες. Γνώριζε πάμπολλους πλάγιους δρόμους και κρυφά μονοπάτια, γνωστά μόνο στους ανθρώπους που έκαναν την ίδια δουλειά με κείνον.
Εκεί, μεταξύ των θάμνων, άρχιζε ένα μονοπάτι, που του ήταν πολύ γνωστό, καθώς το είχε διατρέξει χίλιες φορές. Ακολουθώντας το θα προλάβαινε και θα προσπερνούσε τους πειρατές κατά χίλια βήματα τουλάχιστον. Είχε μπροστά του τον χρόνο να πάει και να έρθει κι εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη στο Κάστρο.
Ήταν μονοπάτι και δίπλα του έχασκε γκρεμός. Έμοιαζε με τον γκρεμό και το μονοπάτι του δημοτικού τραγουδιού. Αλλά ο βοσκός γνώριζε από μονοπάτια. Από τέτοια δεν ίδρωνε το μάτι του. Πατούσε τόσο ελαφρά στη γη, ώστε δεν άφηνε σχεδόν κανένα ίχνος. Στο ίσιο έδαφος τα πόδια του κινούνταν σαν ρόδες αμαξιού, στο κρημνώδες και βραχώδες έδαφος κολλούσαν σαν γάντζοι. Τα λουριά που έδεναν και συγκρατούσαν τα πέδιλά του ανέρχονταν κι αγκάλιαζαν σαν φίδια τις κνήμες του και φαίνονταν σαν φτερά στα πόδια του. Έτρεχε, έτρεχε, σκαρφαλώνοντας σε βράχους, πηδώντας πάνω από χαντάκια, κατεβαίνοντας τον γκρεμό προς την ακτή. Ταλαντευόταν σε πλαγιές επικίνδυνες, όπου μόνον ξεροί θάμνοι, ασφόδελοι κι αγριολούλουδα φύτρωναν, αιωρούμενα πάνω από το πέλαγος, παίζοντας με τους βράχους της απόκρημνης ακτής. Έτρεχε και συγχρόνως μελετούσε νοερά το σχέδιό του.
Οι κάτοικοι του φρουρίου είχαν τη συνήθεια, που προέκυψε από την ανάγκη, ν΄ ανεβάζουν τη γέφυρα που οδηγούσε μέσα στο Κάστρο λίγο πριν δύσει ο ήλιος και να την κατεβάζουν το πρωί, μόλις ξημέρωνε. Έτσι, αν έβρισκε τη γέφυρα ανεβασμένη ακόμα, αν κι είχε ξημερώσει εδώ και πολλή ώρα, θα φώναζε στον φύλακα της πύλης του φρουρίου να μην την κατεβάσει, για τ΄ όνομα του Θεού! Αν την έβρισκε κατεβασμένη, πράγμα που ήταν το πιθανότερο, θα τον εξόρκιζε να τη σηκώσει, να την υψώσει κόβοντας κάθε δυνατότητα συγκοινωνίας με την ξηρά, αν αγαπά τον Θεό, αλλιώς το Κάστρο χάνεται. Και τέτοιες σκέψεις στριφογύριζε στο μυαλό του και τέτοιους φόβους έτρεφε καθώς κατέβαινε τρέχοντας εκείνη την άγρια βορειοδυτική ακτή, όπου μόνο κατσίκια μπορούν να σκαρφαλώνουν.
Μόλις έφθασε αντίκρυ από το παρεκκλήσι του Αγίου Σώζοντος, κτισμένο σε πολύ παράξενο μέρος, πάνω σ΄ έναν σκόπελο που έβγαινε από τη θάλασσα, λίγα μέτρα από την ακρογιαλιά, έκανε τρεις φορές το σημείο του σταυρού κι επικαλέσθηκε τον Άγιο, να τον βοηθήσει τώρα, άμεσα, και να επιβεβαιώσει έτσι το όνομά του. Έπειτα, για μεγαλύτερη ασφάλεια, κατέβηκε ακόμη χαμηλότερα προς τον γιαλό και άρχισε πάλι, περπατώντας ελαφρά και γοργά, ν΄ ανεβαίνει προς τη γέφυρα του Κάστρου. Βρισκόταν μπροστά στο φρούριο. Φοβερό βραχώδες βάραθρο, μπροστά στο οποίο ίλιγγος και σκοτοδίνη κυριεύει τον άνθρωπο, άβυσσος και ξηρά, που αιωρείται πάνω από την θαλάσσια υγρή άβυσσο, δημιουργεί ένα αδιαπέραστο χάσμα κάτω από τη γέφυρα.
Η γέφυρα ήταν ακόμα υψωμένη, αν κι ο ήλιος είχε ανατείλει πριν από λίγο. Ο βοσκός δεν ήταν δυνατόν εκείνη την ώρα να μη θυμηθεί τον παραγιό του και απορούσε τι να έγινε. Μην τυχόν έπαθε τίποτα; Μην έπεσε – Θεός φυλάξοι – στα χέρια των κουρσάρων; Μήπως τον βρήκαν στον δρόμο να επιστρέφει και τον έπιασαν και τον πήραν σκλάβο; Διότι ο βοσκός καταλάβαινε αμυδρά ότι, αν τον λυπήθηκαν οι βάρβαροι, το έκαναν από περίσσια προφύλαξη, για να μην προδοθούν πριν φθάσουν στο Κάστρο.
Αλλά όχι! Ο παραγιός του – σίδερο στη μέση του – δεν είχε πάθει τίποτε. Πριν καν ρωτήσει ο βοσκός, έμελε να του λυθεί η απορία. Λαχανιασμένος στάθηκε στ΄ αριστερά, κρυμμένος δίπλα στη βάση του ψηλού στηρίγματος της πύλης, χτισμένου από γερή πέτρα. Από κει άρχισε με δυνατή φωνή να καλεί τον φρουρό της πύλης του Κάστρου.
– Ε! απ΄ το Κάστρο! ε!  πορτάρη!
Δεν ακούστηκε καμιά φωνή ν΄ απαντά. Ο βοσκός έκραξε με όση δύναμη είχε, καταβάλλοντας προσπάθεια ν΄ ακουστεί, με φωνή γεμάτη και βραχνή.
– Ε! πορτάρη! απ΄ την ταράτσα! ε! απ΄ το κιόσκι!
Ταράτσα ήταν ένα ψηλό σημείο που προεξείχε πάνω από τη σιδερένια πύλη, κτισμένο με τις πολεμίστρες αλλά και με την απαραίτητη ζεματίστρα, δηλαδή εκείνη τη μικρή τρύπα πάνω από την πύλη· αυτό ήταν και το τελευταίο όπλο των κατοίκων εναντίον όποιου είχε καταφέρει να ζυγώσει τόσο απειλητικά κοντά στην πύλη και επιχειρούσε να την παραβιάσει. Από κει του έριχναν ζεματιστό νερό ή ζεματιστό λάδι. Κιόσκι ήταν το μικρό περίπτερο, όπου μαζεύονταν και συνεδρίαζαν, ή απλώς περνούσαν την ώρα τους, οι προεστοί, με το μακρύ τσιμπούκι τους, φορώντας τις στολές τους με τα στολισμένα μανίκια και τις κεντητές ζώνες.
Και για τρίτη φορά φώναξε:
-Ε! πορτάρη! ε! σεις προεστοί!
Αυτή τη φορά ακούστηκε βραχνό το βαρύ και οξύ τρίξιμο των σιδερένιων μοχλών της πύλης. Αλλά, κατά περίεργο τρόπο η πύλη συνέχιζε να παραμένει κλειστή, σαν να μετάνιωσε εκείνος που επρόκειτο να την ανοίξει. Συγχρόνως ακούσθηκε μια φωνή από ψηλά, πάνω από την πύλη:
– Ε, συ! Πώς βιάζεσαι τόσο, τσόμπανε; έχε υπομονή, να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή μήπως θέλεις να σ΄ ανεβάσω και σένα με το σχοινί, όπως ανέβασα τον παραγιό σου την αυγή;
– Τον ανέβασες με το σχοινί; είπε αυθόρμητα ο βοσκός.
– Έφερε το γάλα του κυρ Αναγνώστη, του προεστού κι ο κυρ Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ έριξα το σχοινί, για να βάλει την καρδάρα στον γάντζο να την τραβήξω κι η αφεντιά του δέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου το πει. Σαν βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το σχοινί. Σαν το ανέβασα ως τα μισά, βλέπω τη μούρη του παραγιού σου και με κοίταζε και γελούσε σαν μαϊμού. Είπα να του παίξω καμιά δουλειά, ν΄ αφήσω το σχοινί, που να του φανεί ο ουρανός σφοντύλι… να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή… Μα ας έχει χάρη·  λυπήθηκα το γάλα του κυρ Αναγνώστη, ειδεμή, ένα τσομπανόπουλο  λιγότερο, ένα περισσότερο, δε θα χαλάσει, κατάλαβες, η Πόλη.
– Δε με μέλει εμένα γι΄ αυτά, του φώναξε απ΄ αντίκρυ ο βοσκός, που είχε αρχίσει να δυσφορεί με την πολυλογία του φύλακα, ο οποίος, αόρατος πίσω από τον τοίχο, βλέποντας όμως τον βοσκό πίσω από την πολεμίστρα, ευχαριστιόταν να τον πειράζει, καπνίζοντας το κοντό τσιμπούκι του. Είχε φαίνεται αξιώσεις να γίνει δημογέροντας κι έτρεφε περιφρόνηση για το γένος των βοσκών.
– Και για ποια πράγματα σε μέλει εσένα; απάντησε ο φύλακας, μιμούμενος τη φωνή του τσοπάνη.
– Άκουσε να σου πω! Πού είσαι; έκραξε εκείνος ανυπόμονος. Τρέχα να πεις στους προεστούς, το καλό που σας θέλω! Να μην κατεβάσετε το γεφύρι! Το καλό που σας θέλω! Ακούς;
– Να μην κατεβάσουμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικά ο φύλακας πίσω από την πολεμίστρα.
– Να μην το κατεβάσετε! φώναξε με μεγαλύτερη ένταση ο βοσκός.
– Και γιατί; Εσύ θα μας προστάξεις; Μήπως ονειρεύτηκες τίποτε;
Και ήταν έτοιμος, όπως προηγουμένως καθυστερούσε ν΄ ανοίξει την πύλη του φρουρίου, απλώς για να βασανίσει τον βοσκό, επειδή νόμισε ότι ήθελε να μπει στο Κάστρο για δική του δουλειά, έτσι τώρα ν΄ ανοίξει την πύλη και να κατεβάσει με τη βοήθεια του μοχλού τη γέφυρα μια ώρα αρχύτερα, σε πείσμα του βοσκού, που του έλεγε να την κρατήσει υψωμένη. Ο μπαρμπα-Δήμος, έτσι ονομαζόταν ο φρουρός, ήταν η παραξενιά κι η αντιλογία προσωποποιημένη.
– Ήρθαν κλέφτες! επανέλαβε η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κουρσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου.
– Κλέφτες; Κουρσάροι; ξαναείπε ο μπαρμπα-Δήμος.
– Σύρε να πεις στους προεστούς, πες και στον κυρ Αναγνώστη, τ΄ αφεντικό μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κουρσάροι. Τους είδα πάνω στον Σταυρό! Έτσι, να  ΄χω καλό τέλος. Είδα περισσότερους από δέκα-δώδεκα. Θα είναι κι άλλοι κρυμμένοι. Δεν ξέρω που έχουν αραγμένο το καΐκι τους… Ωστόσο τους είδα!  Ήρθαν σε μένα να ρωτήσουν τον δρόμο για το Κάστρο.
Ο μπαρμπα-Δήμος άρχισε να παίρνει το πράγμα υπόψη του πιο σοβαρά. Εντούτοις δεν ήθελε ν΄ αφήσει εντελώς την αντιλογία του.
– Μην είδες όνειρο, άνθρωπε; φώναξε. Πού θε να βρεθούν κουρσάροι;
– Τους είδα, σου λέω, με τα μάτια μου. Όπου είναι έφτασαν! Μην κατεβάσεις το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδεια οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια και στο Πρεγάδι κι αλλού, για να μη σας πατήσουν τη νύχτα.
Και λέγοντας αυτά ο βοσκός, άρχισε να απομακρύνεται από τη γέφυρα.
– Είσαι στα συγκαλά σου; του φώναξε για τελευταία φορά ο μπαρμπα-Δήμος.
– Εγώ είμαι στα λογικά μου· ησύχασε, τώρα θα δεις.
– Και συ πού θα πας; τον ρώτησε ο φύλακας.
– Εγώ έχω τα γίδια μου και ξέρω κι όλες τις σπηλιές να κρυφτώ, απάντησε ο βοσκός.
Πράγματι, την τελευταία στιγμή του ήρθε του μπαρμπα-Δήμου η απορία: γιατί, αν πράγματι είχαν έλθει οι πειρατές, ο τσοπάνος δε φρόντιζε και για τη δική του ασφάλεια! Αλλ΄ ο βοσκός εξακολουθούσε να απομακρύνεται και μετά από λίγο έγινε άφαντος.
Ο μπαρμπα-Δήμος άρχισε να σταυροκοπιέται χωρίς σταματημό πίσω από την πολεμίστρα. Έπειτα, βιάστηκε να κατεβεί στην ταράτσα και μετά μπήκε στο κιόσκι και είπε τα μαντάτα στους δημογέροντες.
Πράγματι, δεν του πέρασε καν απ΄ το μυαλό του φτωχού βοσκού, που βοσκούσε τις κατσίκες του κάτω απ΄ τους Τρεις Σταυρούς, να ζητήσει απ΄ τον μπαρμπα-Δήμο να του ρίξει την ανεμόσκαλα ή να του κατεβάσει το σκοινί με τον γάντζο και τη θηλιά, με το οποίο είχε ανεβεί στην ταράτσα του φρουρίου ο παραγιός του, όπως του είχε πει ο φύλακας. Αλλά πρώτα-πρώτα είχε την ελπίδα ότι οι πειρατές δε θα υποπτευόταν ότι είχε ειδοποιήσει το Κάστρο κι έπειτα αυτός ο ίδιος που γνώριζε όλους τους γκρεμούς και τα μονοπάτια, γνώριζε επίσης κι όλες τις σπηλιές και τις κρυψώνες που έχασκαν στις βραχώδεις βορινές ακτές του νησιού. Λυπόταν και το καημένο το κοπάδι του, που του είχαν εμπιστευθεί να το φυλάει.
Το αφεντικό του, ο κυρ Αναγνώστης, ο προεστός, δεν ήταν, βλέπεις, άνθρωπος ανοιχτοχέρης, κι αν ο πτωχός τσοπάνος έχανε τις κατσίκες του ήταν κατεστραμμένος· δεν είχε και πολλές ελπίδες να βρει περισσευούμενα χρήματα, για ν΄ αγοράσει άλλες. Έπειτα, όλοι θα τον θεωρούσαν ανάξιο. Καταλάβαινε καλά τον κόσμο κι ας ήταν ένας απλός βοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δε σου λένε, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο» κι από πίσω σου σκάβουν τον λάκκο· κι αν πάλι είσαι άτυχος, «τύφλα!» σου φωνάζουν όλοι. Κι ούτε περίμενε καμιά ανταμοιβή ή κάποιο δώρο, επειδή, όπως έδειχναν τα πράγματα, πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία στους συμπατριώτες του, αναγγέλλοντάς τους τον φοβερό κίνδυνο που τους απειλούσε και σώζοντάς  όλο το χωριό από τον φόνο και την καταστροφή. Αυτά είναι –πώς να το πει κανείς – «ιερά πράγματα» και αν υπάρχει κάποια αμοιβή, κάπου αλλού θα βρίσκεται·  τέτοια αμυδρή συναίσθηση είχε ο βοσκός.
Κάτι τέτοιες σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του φτωχού τσοπάνου, που έβοσκε τις λίγες γίδες του κάτω από τους Τρεις Σταυρούς, καθώς ανέβαινε τρέχοντας το ίδιο μονοπάτι απ΄ το οποίο είχε κατεβεί στο φρούριο.
Αλλά όταν έφθασε στο ύψος του γκρεμού, απ΄ όπου αρχίζει το μονοπάτι να γίνεται πλατύτερος δρόμος, τρεις άνδρες, που ήταν κρυμμένοι στους θάμνους, πήδησαν πάνω και τον έπιασαν. Ο βοσκός άφησε μια πνιγμένη κραυγή. Οι οπλισμένοι άνδρες με αστραπιαίες κινήσεις τον έδεσαν και τον φίμωσαν. Μετά τον μετέφεραν κοντά στους συντρόφους τους. Ήταν η οπισθοφυλακή των Αγαρηνών, που είχε φθάσει στην κοιλάδα που εκτεινόταν κάτω από το ύψωμα των τριών Σταυρών. Εκεί βρήκε εγκαταλειμμένες και έρημες τις κατσίκες του φτωχού βοσκού. Οι βάρβαροι έσφαξαν αμέσως τρεις τράγους κι όσα κατσίκια υπήρχαν, τα έγδαραν και τα σούβλισαν.
Περίμεναν το σύνθημα των πέντε πυροβολισμών, που είχαν συμφωνήσει με τους συντρόφους τους που είχαν εξορμήσει εναντίον του Κάστρου. Άμα το κυρίευαν, είχαν καιρό να ψήσουν τα σφαχτάρια και να γλεντήσουν την επιτυχία τους. Αλλά στο μεταξύ ένας απ΄ αυτούς άναψε φωτιά και καταγινόταν να ψήσει το πιο τρυφερό απ΄ τα κατσίκια. Τρεις-τέσσερις άλλοι είχαν σκαρφαλώσει δίπλα στον γκρεμό και παρατηρούσαν πέρα, προς τον Άγιο Σώστη. Περίμεναν από στιγμή σε στιγμή την εμφάνιση του πλοίου τους. Αυτοί ήταν λοιπόν που συνέλαβαν τον φτωχό βοσκό. Τον έβαλαν δεμένο παράμερα και δεν τον ενόχλησαν περισσότερο. Ήταν προφανές ότι δεν είχαν καταλάβει ότι ο βοσκός είχε κατεβεί στο φρούριο κι ούτε υποπτεύθηκαν ότι είχε πληροφορήσει τους συμπατριώτες του πως είχαν φθάσει πειρατές, που ήθελαν να κυριεύσουν το Κάστρο.
Είχε περάσει πολλή ώρα κι οι πειρατές άρχισαν ν΄ ανησυχούν. Το πλοίο τους άρχισε δειλά να φαίνεται πέρα από το ακρωτήρι της Αγίας Ελένης. Πλησίασε αργά κι έριξε άγκυρα κοντά στον Άγιο Σώστη. Αλλά από το φρούριο δεν ακούστηκε καμιά συνθηματική τουφεκιά. Στο τέλος, και καθώς έφθανε το μεσημέρι, όταν ο ήλιος είχε ανεβεί πια πολύ ψηλά, οι δώδεκα σύντροφοί τους, καταϊδρωμένοι και κατάκοποι έφθασαν κοντά τους άπρακτοι.
Ο φτωχός τσοπάνος, δεμένος καθώς ήταν, καταλάβαινε από τα οργισμένα βλέμματά τους κι απ΄ τη θηριώδη έκφραση του προσώπου τους –χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε απ΄ όσα έλεγαν μεταξύ τους – ότι βρήκαν κλειστές τις πύλες του φρουρίου και υψωμένη τη γέφυρα. Ο Άγιος Σώστης είχε κάνει το θαύμα του.
Ξαφνικά, ένας από τους βαρβάρους, ξεχωριστός και μεγαλόσωμος, που φαινόταν σαν αρχηγός των πειρατών, ύψωσε τα μάτια του προς την ανατολή και είπε αραβικά:
– Ορκίζομαι στον Αλλάχ, αν πέσει ο προδότης στα χέρια μου, να τον θυσιάσω όπως τους τράγους!
– Ποιος προδότης; ρώτησε ένας από τους συντρόφους του.
Εκείνη τη στιγμή εκείνος ο πειρατής που το πρωί ήταν με τον γερο-Σολμάν και είχε ρωτήσει τον βοσκό για τον δρόμο που οδηγούσε στο φρούριο, έστρεψε το βλέμμα του προς τον σωρό που σχημάτιζε ο δεμένος βοσκός, ριγμένος δίπλα σ΄ έναν σκίνο.
– Τι είναι αυτό; είπε.
Κι έσκυψε και εξέτασε από κοντά το πρόσωπο του βοσκού.
– Να ο προδότης, σύντροφε, απάντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος σ΄ αυτόν που είχε ρωτήσει πρωτύτερα.
Κι ύστερα άρχισε να εξηγεί με λίγα λόγια στους πειρατές, ότι από την κίνηση που παρατήρησε με το εξασκημένο του μάτι μέσα στο Κάστρο, από τα βλέμματα που μάντευε πίσω από τις πολεμίστρες ότι κατόπτευαν τον χώρο, είχε υποπτευθεί ότι κάποιος ειδοποίησε τους άπιστους για την άφιξη του μουσουλμανικού στρατεύματος.
Και τότε επαληθεύτηκε για άλλη μια φορά ο λόγος του Θεού κι ένας ορκισμένος βάρβαρος πειρατής «ἔδοξε λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ».
Έσυραν τον βοσκό ανάμεσα στους βάτους και τους σκίνους, όπου δειλά ανθάκια στόλιζαν το πράσινο ανοιξιάτικο χαλί της γης. Εκεί τον έσυραν αλαλάζοντας οι Αγαρηνοί, εκεί έλουσε με το αίμα του τα άνθη και τα χλωρά κλαδιά. Εκεί ζεστό ρυάκι ανέβλυσε το αίμα του και κοκκίνισε τη γη που το δέχθηκε. Μια απαλή αύρα πήρε την τελευταία του πνοή κι εκεί κοιμήθηκε τον παραδεισένιο του ύπνο ο φτωχός βοσκός, που είχε μιμηθεί τον «Ποιμένα τόν καλόν, τόν τιθέντα τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων».
Κι ύστερα πώς να μη μοσχοβολά το χώμα;



Πηγή: www.pemptousia.gr/