28/3/2023, Η ἑλληνικὴ φύση καὶ οἱ γυάλινοι ἄνθρωποι, του Φώτη Κόντογλου

 Η ἑλληνικὴ φύση καὶ οἱ γυάλινοι ἄνθρωποι 



Ὕστερα ἀπὸ πολλὴ ἀπαντοχή, ἦρθε τέλος πάντων ἡ ἄνοιξη. Ἄρχισε ἡ γλυκύτητα τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἥλιος! Χαρὰ Θεοῦ! Ὅλα εἶναι χαρούμενα, ὁ οὐρανός, ἡ στεριά, ἡ θάλασσα, τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὰ ζῶα, τὰ πουλιά, οἱ ἄνθρωποι. Ἀκόμα κι οἱ ἄψυχες καὶ ψυχρὲς πέτρες σὰν νὰ μιλοῦνε, σὰν νὰ τραγουδοῦνε ἀπὸ χαρά. Τώρα δὲν ὑπάρχει κανένα ἄψυχο. Εὐχαριστοῦνε τὸν ζωοδότη πού τοὺς δίνει τὴ ζωή, γιὰ νὰ χαίρουνται. Εὐχαριστοῦμε κ  ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν Χριστὸ πού ἀναστήθηκε, γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο τῆς ζωῆς πού μᾶς χάρισε καὶ γιὰ τὴ φλέβα τῆς χαρᾶς πού ἀναβρύζει μέσα στὴν καρδιά μας, κι εὐφραινόμαστε ἀπὸ τὴν θαυμαστὴ πλάση του, μαζὶ μ  ὅλα τὰ πλάσματά του. Σήμερα, σὰν νὰ μεταμορφωθήκαμε ὅλοι σὲ Ἀγγέλους, καὶ δοξολογοῦμε τὸν Κύριο, πού εἶπε στὸν Ἰώβ: «Τὸν καιρὸ πού γινήκανε τὰ ἄστρα, μὲ ὑμνήσανε μὲ τὶς φωνὲς τοὺς ὅλοι οἱ Ἄγγελοί μου». Τώρα, τὸν ὑμνοῦν ὄχι μοναχὰ οἱ Ἄγγελοι, πού τότε μονάχα ἐκεῖνοι εἴχανε πλασθῆ, ἀλλὰ κι οἱ ἄνθρωποι, κι ὅσα ἄλλα πλάσματα, πλασθήκανε ὕστερα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους.

Ὁλοκληρη η κτίση δοξαζει Εκεινον πού, μέ την παντοδυναμια του, τήν έβγαλε από τό χάος κι από τό σκότος τῆς ανυπαρξίας. Κυττάζοντας αὐτὴ τὴν ἐξαίσια κτίση, πού εἶναι στὸν αἰῶνα καταστολισμένη μὲ ἀμέτρητες χάρες, ὁ νοῦς μου πηγαίνει πάλι, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες ἀνοιξιάτικες μέρες, στὸν Θεό, πού εἶπε στὸν Ἰώβ: «Θὰ σὲ ρωτήσω, κ  ἐσὺ θὰ μοῦ ἀποκριθῆς: Ποῦ ἤσουνα τὸν καιρὸ πού θεμελίωνα τὴ γῆ; Πές μου τό, ἂν ἔχῃς γνώση… Ἔφραξα τὴ θάλασσα μὲ καστρόπετρες, τῆς ἔβαλα σύνορα, καὶ τῆς εἶπα: Ὡς ἐδῶ θάρθης καὶ δὲν θὰ πᾶς παραπέρα, καὶ μέσα στὸν ἑαυτό σου θὰ σκάζουνε τὰ κύματά σου. Ἢ μαζί σου ἔβαλα τάξη στὸ χάραγμα τῆς αὐγῆς; Κι’ ὁ αὐγερινὸς γνωρίζει τὴν τάξη του… Ἢ μήπως ξέρεις τὸ δίχτυ τῆς Πούλιας καὶ τὸν φράχτη τοῦ Ὠρίωνα, ἢ γνωρίζεις τὰ γυρίσματα τοῦ οὐρανοῦ; Ἢ θὰ φωνάξης τὸ σύννεφο καὶ θάρθη, καὶ θὰ σοῦ ὑπακούση καὶ θὰ ρίξη φοβερὴ νεροποντή; Ἢ θὰ στείλης τ’ ἀστροπελέκια καὶ θὰ τρέξουνε; Ποιὸς ἔδωσε στὶς γυναῖκες τὴ σοφία τ’ ἀργαλιοὺ καὶ τὴ γνώση στὸ κέντημα; Ἢ ἀπὸ τὴ δική σου φώτιση στέκεται ἀκίνητο τὸ γεράκι καὶ πετᾶ, κυττάζοντας κατὰ τὸ νοτιά; Ἤ, μὲ τὴ δική σου προσταγὴ ψηλώνει στὸν οὐρανὸ ὁ ἀητός, κι  ὁ ἀγιούπας (γὺψ) κάθεται ἀπάνω στὴ φωλιά του καὶ κλωσσά, πού εἶναι καμωμένη στὴν ἄκρη στὸν βράχο, κι  ἀπὸ κεῖ γυρεύει νὰ βρῆ τὴ θροφή του; Τὰ μάτια του ἀπὸ μακρυὰ σημαδεύουνε…».

Φέρνοντας στόν λογισμό μου αυτά τά λόγια τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι τή φύση, φύση ἀγιασμένη, ἱερό ἔργο τοῦ παντοδυναμου Θεοῦ, πού δημιουργώντας την, ἔχυσε τήν ἀγάπη του μέσα σέ κάθε πλάσμα, στίς φλεβες τῆς γῆς, στίς φλεβες τῆς θάλασσας, στίς φλεβες τῶν ζώων και τῶν ἀνθρώπων.

Κάθουμαι στό μικρό περιβολάκι μας, καί μέσα στήν ἡσυχία πού εἶναι γύρω μου, νοιώθω μυριάδες πλάσματα, φωνές πού δέν ἀκούγονται, καί πού ἔρχουνται όχι μόνο ἀπό τά ζωντανά πού βρίσκουνται μακρυά, ἀλλά κι ἀπο τά χρωματιστά λουλουδια, ἀπό τά χλωρά καί καινούργια φύλλα τῶν δέντρων, ἀπό τά σκαθάρια, ἀπο τά μαμούδια, ἀπο τά πεταλούδια κι  ἀπό τά μυγάκια πού τριγυρίζουν πετώντας ἀνάμεσα στά δροσερά ἄνθια καί στίς πρασινάδες. Μονάχα τὰ πουλάκια τ’ ἀκούγω νὰ κελαϊδοῦν μὲ τ’ αὐτιά μου. Ὅλα σήμερα εἶναι εὐτυχισμένα.

Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ζεστὴ καὶ μοσκοβολημένη, κι  ὁ ἀγέρας μπαίνει δροσερὸς μέσα σου καὶ φτάνει ὡς τὴν καρδιά σου. Ἀπὸ μέσα της ἔχουνε φύγει τὰ πάθη πού τὴ μολεύανε, κι  ἀπόμεινε καθαρή. Κι  οὔτε νὰ νοιώσης κἄν μπορεῖς πιὰ τί θὰ πῇ κακία. Μέσα σὲ μιὰ τέτοια βλογημένη πλάση, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουνε ἄνθρωποι φθονεροί, ραδιοῦργοι, μικρολόγοι, φιλοκατήγοροι, ἀχάριστοι, αἱμοβόροι. Ἡ κακία σοῦ φαίνεται σὰν ψευτιά, σὰν ἕνας βραχνὰς πού σκόρπισε, καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ στὸν κόσμο.

Ὡστόσο, λίγο παραπέρα ἄπό τοῦτο τό μικρό περιβολάκι, πού εἶναι τρυπωμένο ἀνάμεσα σέ μικρά σπίτια καί σέ μαντρότοιχους, οὐρλιάζει τό ἀνύσταχτο τέρας πού λέγεται ζωή, κοινωνία καί πολιτισμος, ἡ σατανική τούτη μηχανή πού τήν ἔκανε ἡ πονηρή διάνοια τ’ ἀνθρώπου. Τήν ἔκανε γιὰ νὰ τὴν ἔχη σκλάβα του, μὰ ἐκείνη τὸν ἅρπαξε στὶς ρόδες της, τὸν μπέρδεψε στὰ γκρανάζια της, καὶ τὸν στριφογυρίζει δίχως ἔλεος. Τὸν ζάλισε σὰν τὸν σκύλο πού κυνηγᾶ τὴν οὐρά του. Ὁ δυστυχὴς παραπατᾶ ζαλισμένος, λαχανιασμένος, μισοπεθαμένος, μὰ ὡστόσο, αὐτὸ τὸ κουρέλι θαρρεῖ πώς γίνηκε θεός, τρισευτυχισμένος ἐξουσιαστὴς τῆς γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ, σκλάβος πού ἔκανε ὁ ἴδιος τὶς ἁλυσίδες πού εἶναι δεμένος γιὰ πάντα.

Κατεβαίνω στὴ Βαβυλώνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια, κι  ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι μου, τὰ πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ ξεχασμένα πλάσματα πού εἶναι σὰν ἐμένα, τιποτένια καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω. Στὴν πολιτεία σὰν νὰ εἶμαι ξένος καὶ ξενητεμένος, σὰν νὰ ἦρθα πρώτη φορὰ σὲ μεγαλούπολη. Οἱ φάτσες πού ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι εἶναι δίχως ἔκφραση. Μοῦ φαίνουνται τόσο ξένοι, πού λὲς καὶ βρίσκουνται στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, κι  ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολὺ μακρυά! Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, ἄλλα φερσίματα. Ἄλλα μυαλά, ἄλλα αἰσθήματα, ἀπότομοι, ἀσυμπάθητοι, ἀδιάφοροι, πεθαμένοι!

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν’ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ  ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!

Ἄλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστὰ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς νέας θρησκείας, στοὺς κινηματογράφους. Οἱ πόρτες, τὰ τζάμια κ  οἱ τοῖχοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ γυμνὲς γυναῖκες ζωγραφισμένες. Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ’ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ  ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνη. Έ, κακορίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι  ἀπὸ κεῖ. Κ  ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι  ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν’ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσης μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες! Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες! «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη [τὸ ὀρθό: «παρεσυνεβλήθη»] τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς». «Ὁ ἄνθρωπος, ἐνώ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ὀρθότερο: ἀνακατεύτηκε] μαζὶ μὲ τὰ ζῶα τὰ ἄλογα, κ  ἔγινε ἕνα μ’ αὐτά».

Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶναι πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι  ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα πού νὰ θυμίζῃ πῶς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ πού τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, πού καὶ στὸν τόπο τοὺς εἶναι ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κι  οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶναι οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», πού εἶναι τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», πού ἀνάθεμα τὴν, πού ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πράγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι  ἀσυμπάθιστο. Εἶναι ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.

Κυττάζω τά διάφορα χτίρια πού στέκουνται σάν τούς κρατήρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἀπονα στόν ανθρωπο πού τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρίς νά τά γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Έχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶναι γεμάτα κουμπιά, μὰ εἶναι σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνη τὴν καρδιὰ τ’ ἀνθρώπου. Εἶναι κάτι ἀδιάφορες κι  ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶναι οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, πού ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶναι οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα καμωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ’ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα. Κι  αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια καὶ πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νάχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἂπ’ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα πού θὰ πέση ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι  οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπη ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πώς δὲν θάχη πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶναι πράγματα πού τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πού πάλιωσε πιὰ σήμερα.

Λένε πώς ἡμεῖς ἤμαστε τοῦ παλιοῦ καιροῦ, καί πώς δέ μπορούμε νά καταλάβουμε τή σύγχρονη ζωή. Αυτό δὲν τὸ κρύβουμε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τοῦτα πού γράφω. Ἀλλά, γὶ  αὐτὸ ἴσια-ἴσια ἤμαστε πολὺ καλά. Πάρα πολὺ καλὰ μάλιστα!

Σήμερα, ὄπως φαινεται, τελείωσε ἡ ἰστορία τοῦ ἀνθρώπου, κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά τόν αποχωριστοῦμε αὐτόν τόν ἀγαπημένον ἄνθρωπο. Θέλουμε νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ εἶδος πού πάγει νὰ χαθῇ, ὅπως σβήσανε τὰ μαμούθ, οἱ πλειστόσαυροι κ  οἱ πτεροδάκτυλοι. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, πού εἶναι ἄνθρωπος λίγο-πολὺ μοναχὰ στὸ ἐξωτερικό του, ἂς δώση στὸν ἑαυτὸ του ὅποιο ὄνομα θέλει, ἀφοῦ δὲν καταδέχεται νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Γιατί ὅπως λέγει, τὸν ξεπέρασε τὸν ἄνθρωπο.



Πηγή: Φώτης Κόντογλου, agiazoni.gr