7/10/2023, Ας προσέξουμε μήν τυχόν, ξύνοντας ἀπό τά σώματά τους τή λίγδα, τους βγάλουμε καί τό δέρμα, κείμενο Ρώσου Ιεραποστόλου

 Ας προσέξουμε μήν τυχόν, ξύνοντας ἀπό τά σώματά τους τή λίγδα, τους  βγάλουμε καί τό δέρμα

Τά κύρια προβλήματα καί ὁ χαρακτήρας τῆς ρωσικῆς ὀρθόδοξης ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς. Δυτική μή ὀρθόδοξη Ἱεραποστολή



Ἄν οἱ ὀρθόδοξες ρωσικές ἐξωτερικές ἱεραποστολές μας εἶναι καθαρά πνευματικές, τότε δέν ἔχουν, καί δέν μποροῦν νά ἔχουν, πολιτικό χαρακτήρα. Ὅπως στό παρελθόν ἔτσι καί τώρα δέν προσπαθοῦν νά ἀποκτήσουν ἐξουσία ἤ ἐπιρροή πολιτική. Δέν θεωροῦν τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς μέσο ἁπλῶς ὑπαγωγῆς τῶν πρωτόγονων εἰδωλολατρῶν στήν ἐξουσία τῆς Ρωσικῆς Κυβερνήσεως. Αὐτό εἶναι ὑπόθεση τοῦ Κράτους καί τῶν διπλωματικῶν του ἀποστολῶν, ὄχι τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεραποστολικοῦ της προσωπικοῦ. Ἡ ἱστορία, ἄλλωστε, ἀποδεικνύει ὅτι μέ ἐπιτυχία ἄσκησαν τό ἔργο τῆς μεταστροφῆς εἰδωλολατρῶν στόν Χριστό ἐκεῖνοι μόνο οἱ ἱεραπόστολοι πού εἶχαν ἀποκλειστικά πνευματικούς στόχους, ἀποβλέποντας στήν ψυχική ὠφέλεια τῶν παγανιστῶν καί μένοντας μακριά ἀπό κάθε πολιτική μηχανορραφία. Γι’ αὐτό οἱ ἐξωτερικές ἱεραποστολές μας, ὅπως στό παρελθόν ἔτσι καί στό παρόν, ὑπηρετοῦν ἀποκλειστικά τόν κορυφαῖο στόχο τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τόν πνευματικό φωτισμό τῶν εἰδωλολατρῶν (βλ. Ματθ. 28,19-20).

Πολύ πρόσφατα ἀναφέρθηκε δημόσια στό γεγονός αὐτό ἕνας ἀπό τούς ἱεραποστολικούς ἐπισκόπους μας, ὁ Σεβασμιώτατος πρώην Ἀλάσκας καί Ἀλεουτίων Νήσων, τώρα Συμφερουπόλεως, Νικόλαος στό ἀποχαιρετιστήριο μήνυμά του πρός τόν Πρόεδρο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν: «Ἡ Ἐκκλησία μας ποτέ δέν ἀναμειγνύεται στήν πολιτική καί ὁ κλῆρος μας ποτέ δέν συμμετέχει σέ πολιτικές ἴντριγκες εἴτε στήν πατρίδα μας εἴτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Θά ἦταν λάθος ἄν μᾶς ταυτίζατε μέ τούς Ἰησουίτες. Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἐπιτρέπει μόνο νά μεσολαβοῦμε ὑπέρ τῶν καταπιεζόμενων ἤ ἐκείνων πού ὑποφέρουν ἄδικα, ὅπως ἔχω κάνει ἀρκετές φορές σ’ ἐσᾶς, ἀλλά ποτέ νά ὑποκινοῦμε πολίτες σέ ἐξέργεση καί προδοσία».

 Ἔτσι, ἐντελῶς ἄθικτες ἀπό πολιτικές τάσεις, ἔχουν ἀποδειχθεῖ οἱ ἱεραποστολές μας καί σέ ἄλλες χῶρες, ὅπως, γιά παράδειγμα, στήν Ἰαπωνία. Σ’ αὐτή τή χώρα ὁ Σεβασμιώτατος ἐπίσκοπος Νικόλαος (Κασάτκιν) ἔχει δημιουργήσει μίαν ἐθνική Ἐκκλησία πού ἀπαρτίζεται ἀπό Ἰάπωνες. Ὅλοι οἱ ντόπιοι ἱερεῖς, κήρυκες κ.λπ. ἔχουν διδαχθεῖ ἀπό Ἰάπωνες δασκάλους, στήν ἰαπωνική γλώσσα καί μέ τό ἰαπωνικό πνεῦμα. Αὐτό τό γεγονός, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἰαπωνίας ζεῖ ἤδη τή δική της ζωή, εἶναι μιά ἀσφαλής ἐγγύηση γιά τή διάρκεια τῆς ζωτικότητάς της.

Οἱ ἐξωτερικές μας ἱεραποστολές, λοιπόν, σαφέστατα δέν εἶναι πολιτικῆς φύσεως. Μά οὔτε καί ἐκπολιτιστικό χαρακτήρα ἔχουν. Δέν θεωροῦν ὡς ἀποστολή τους τή διάδοση τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἀνάμεσα στούς πρωτόγονους λαούς, οὔτε τή μετάδοση σ’ αὐτούς χρήσιμων γνώσεων, τῆς βιοτεχνίας κ.λπ. Ποτέ δέν ἀντικατέστησαν τήν καθαρά πνευματική ἐργασία μέ τήν ἐκπολιτιστική. Κι αὐτό, βέβαια, ἐπειδή ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός κάθε ἄλλο παρά προϊόν τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι, καί μάλιστα στό σύνολό του, ὅπως πολλοί νομίζουν. Κάτι ἐλάχιστο, ὅ,τι εἶναι πραγματικά ὑψηλό καί θαυμαστό σ᾽ αὐτόν, τό ὀφείλει στόν Χριστιανισμό ὁ πολιτισμός τῆς Εὐρώπης. Κατά τά ἄλλα, βρίσκεται σέ χτυπητή ἀντίθεση μέ τόν Χριστιανισμό. Πρόκειται γιά δύο ἐντελῶς διαφορετικούς κόσμους: Ὁ ἕνας ὅλος ἀγάπη, πραότητα, ταπείνωση, ἀπάρνηση ὅλων τῶν ἐπίγειων καί ἐλπίδα μιᾶς αἰώνιας ζωῆς στόν οὐρανό. Ὁ ἄλλος ὅλος φιλαυτία, ἡδυπάθεια, ἀκραῖο ἐγωισμό, πλήρη προσκόλληση στή γῆ, τείνοντας ἀποκλειστικά στήν πλήρη ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στήν ὕλη, μέ τή γοητεία τῶν ἐπίγειων ἀνέσεων πού συνεχῶς ἐπινοεῖ, καί στοχεύοντας στό νά τόν κάνει ὄχι κυρίαρχο τοῦ ὁρατοῦ τούτου κόσμου (βλ. Γεν. 1,28), ἀλλά ὑπηρέτη του, πρόθυμο νά θυσιάσει γιά χάρη του καθετί τό ἱερό.

Εἶναι προφανές, λοιπόν, ὅτι ἡ ἀνάμειξη πνευματικῶν ἐπιδιώξεων μέ πολιτιστικές καί, πολύ περισσότερο, ἡ ὑποκατάσταση τῶν πρώτων ἀπό τίς δεύτερες σ᾽ ἕνα ἱεραποστολικό ἔργο ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ θλιβερά ἀποτελέσματα. Οἱ ἱεραποστολές πού ἐπιδιώκουν ἐκπολιτιστικούς σκοπούς, κάνουν τούς νεοφώτιστους, στήν καλύτερη περίπτωση, ἀνθρώπους τῆς γνώσης, τῆς οἰκονομίας, τῆς βιοτεχνίας, τοῦ ἐμπορίου —ἀνθρώπους ἴσως χρήσιμους στό κράτος καί ἀνθεκτικούς στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς— ἀλλά γιά κανένα λόγο Χριστιανούς πού ἀγαποῦν, πού ὑπομένουν, πού εἶναι ἱκανοποιημένοι μ᾽ ὅσα τούς δίνει ὁ Θεός καί πρόθυμοι νά θυσιάσουν ἀκόμα καί τά λιγοστά ὑπάρχοντά τους γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ στή χειρότερη περίπτωση, πάλι, κάνουν τούς νεοφώτιστους ὀκνηρούς καί ἀπατεῶνες ἤ, ἐκείνους πού πλουτίζουν, σκληρά ἀφεντικά, πού καταπιέζουν τούς ἴδιους τούς συντοπίτες τους.

Ἀλλά δέν πρέπει νά προβάλλω ἰσχυρισμούς χωρίς ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Ὁ πατριάρχης τῶν ἱεραποστόλων μας, ὁ Μητροπολίτης Ἰννοκέντιος (Βενιαμίνωφ), ὁ ὁποῖος, ὡς ἱερέας καί ἱεραπόστολος στήν Ἀμερική, γνώρισε ἄμεσα καί συνολικά τίς συνθῆκες ζωῆς τῶν ἰθαγενῶν, βαπτισμένων καί ἀβάπτιστων, ἦταν ἀπολύτως ἀντίθετος στή διάδοση τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας ἀνάμεσά τους. Ὅσοι πηγαίνουν σέ ξένες φυλές, λέει ὁ μεγάλος αὐτός ἱεραπόστολος, συχνά ἀναρωτιοῦνται: Πρέπει οἱ «ἄγριοι» νά φωτίζονται; Εἶναι γιά τό καλό τους; Ἄν μέ τή λέξη «φωτισμός» ἐννοοῦμε μίαν ἀλλαγή ἤ ἕνα πέρασμα ἀπό τήν προηγούμενη δῆθεν πρωτόγονη κατάστασή τους σέ μίαν ἄλλη μορφή βιοτῆς, ὅμοια μέ τή δική μας, τήν εὐρωπαϊκή, τότε αὐτός ὁ φωτισμός, κατά τή γνώμη τοῦ Ἰννοκεντίου, δέν εἶναι ἀναγκαῖος, καθώς ὄχι μόνο δέν τούς ὠφελεῖ σέ τίποτε, ἀλλά καί τούς βλάπτει. Οἱ «ἄγριοι», λέει, δέν θά κερδίσουν πολλά ἀπό τόν πολιτισμό πού τούς φέρνουμε, ἄν αὐτός εἶναι μόνο καί μόνο ἐξωτερικός, κοσμικός, ἤ ἄν τούς δίνει μόνο γνώσεις. Γιατί, λέει, πόσο θά βελτιωθεῖ ἡ ἠθική κατάσταση τοῦ «ἄγριου» μέ τό νά μάθει ὅτι ἡ γῆ κινεῖται γύρω ἀπό τόν ἥλιο καί ὄχι ὁ ἥλιος γύρω ἀπό τή γῆ, ἄν δέν μάθει ταυτόχρονα τίποτα γιά τόν σκοπό τῆς ὕπαρξης τοῦ κόσμου καί τῆς δικῆς του; Θά εἶναι πιό εὐτυχισμένος στήν καθημερινή του ζωή, ἀνταλλάσσοντας τά δέρματά του μέ μάλλινα καί μεταξωτά ροῦχα, ἄν ταυτόχρονα μάθει τίς βρισιές τῶν παραγωγῶν καί τῶν καταναλωτῶν;

Ὡς παράδειγμα τῆς κακῆς ἐπιδράσεως πάνω στούς ἰθαγενεῖς μιᾶς τέτοιας μονόπλευρης, ἁπλῶς «ἐκπολιτιστικῆς» ἀγωγῆς, ἀναφέρει ὁ Ἰννοκέντιος τούς Ἀλεουτιανούς. Μαζί μέ τόν πολιτισμό, λέει, προσέλαβαν συνήθειες καί ἀπόψεις πού προηγουμένως τίς θεωροῦσαν ἐγκληματικές καί ἐπονείδιστες. Ἔτσι, μαζί μέ μερικά κακά στοιχεῖα, καταστράφηκαν μέσα τους καί πολλά καλά. Γιά νά πάρουμε μίαν εἰκόνα:

Οἱ Ἀλεουτιανοί δέν ἦταν ποτέ ἰδιαίτερα φιλόπονοι. Μᾶλλον ἦταν ὀκνηροί, ἀλλά ὑπῆρχαν πράγματα πού τούς ἀνάγκαζαν νά δραστηριοποιοῦνται καί, τούς διατηροῦσαν σέ ἐνεργητικότητα, ὅπως οἱ πόλεμοι καί οἱ φυλετικές διαμάχες. Τώρα αὐτές τίς δραστηριότητες τίς ἔχουν διακόψει ὡς βλαβερές. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅμως, δέν ἔχουν σχεδόν τίποτα πού νά μπορεῖ νά τούς δραστηριοποιήσει. Ἔτσι, ἡ φυσική τους ἀπροθυμία γιά δράση, ἰδιαίτερα μέ τά κακά παραδείγματα τῶν ξένων πού ἔχουν ἔρθει ἀνάμεσά τους, ἔχει γίνει καθαρή ἀδράνεια.

Οἱ Ἀλεουτιανοί δέν εἶχαν ἐμπειρία πολλῶν ἀνέσεων τῆς ζωῆς. Μᾶλλον ἦταν πολύ βρώμικοι καί ἀτημέλητοι, ἄλλα, μή γνωρίζοντας τότε τήν πολυτέλεια καί ὅλα ὅσα τήν ἀκολουθοῦν, καί μήν ἔχοντας μέτρα συγκρίσεως, ἦταν εὐχαριστημένοι. Τώρα κατανοοῦν τή διαφορά ἀνάμεσα στίς διάφορες κοινωνικές τάξεις καί τά πλεονεκτήματα τοῦ πλούτου, ἀλλά, ταυτόχρονα, μήν ἔχοντας σχεδόν καμιά δυνατότητα νά βελτιώσουν τή θέση τους ἔστω καί ἐλάχιστα, ἡ κατανόηση αὐτή δέν τούς προκαλεῖ παρά ὀδύνη, φθόνο, δυσφορία, αἴσθημα μειονεξίας κ.λπ.

Οἱ Ἀλεουτιανοί δέν γνώριζαν καμιάν ἀπό τίς τέχνες πού εἶναι χρήσιμες στούς ἀνθρώπους καί οἰκεῖες στούς πολιτισμένους λαούς, ἀλλά ἦταν ἐξαιρετικά ἐπιδέξιοι σέ τέχνες δικές τους, ἀπαραίτητες γιά τήν ἐπιβίωσή τους, ὅπως ὁ χειρισμός τῆς μπαϊντάρκα (τοπικῆς βάρκας), τό κυνήγι, τό ψάρεμα, ἡ πρακτική ἰατρική. Τώρα, ἐνῶ μαθαίνουν νέες τέχνες, οἱ ὁποῖες πολύ μικρή χρησιμότητα ἔχουν στίς συνθῆκες καί τά πλαίσια τῆς ζωῆς τους, ἐγκαταλείπουν τίς τοπικές τέχνες τους, πού τούς εἶναι τόσο χρήσιμες.

Οἱ Ἀλεουτιανοί εἶχαν πρῶτα κάποια κακά ἔθιμα, ὅπως, γιά παράδειγμα, τή θανάτωση δούλων στίς κηδεῖες γιά τήν ὑποδοχή τῶν νεκρῶν στόν ἄλλο κόσμο. Παράλληλα, ὅμως, εἶχαν καί κάποια ἔθιμα ἄξια ἐπαίνου καί μιμήσεως, ὅπως, λ.χ., τό νά μοιράζονται καί τό τελευταῖο ξεροκόμματό τους μέ τούς πεινασμένους. Τώρα, μαζί μέ τά κακά ἔθιμα, ἐγκατέλειψαν καί τά καλά. Ὁ πολιτισμός τούς διδάσκει: «Νά θυμᾶσαι πώς εἶσαι ὁ πατέρας μιᾶς οἰκογένειας καί πώς πρωταρχικό σου καθῆκον εἶναι νά νοιάζεσαι γιά τούς δικούς σου» κ.λπ., κ.λπ.

Οἱ Ἀλεουτιανοί εἶχαν πρῶτα πολλούς κανόνες καί ἀρχές πού δέν συμβιβάζονταν μέ τίς πολιτισμένες ἰδέες καί ἀντιλήψεις. Τούς κανόνες, ὅμως, αὐτούς τούς τηροῦσαν μέ μεγάλη αὐστηρότητα. Συνέπεια τῆς παραβάσεώς τους ἦταν ἡ γενική περιφρόνηση, ἀκόμα καί ὁ θάνατος σέ μερικές περιπτώσεις. Τή συγχωρητικότητα δέν τή γνώριζαν: τό λεξιλόγιό τους δέν ἔχει καμιά λέξη γιά αἴτηση ἤ παροχή συγγνώμης! Τώρα ἔχουν ἀντικαταστήσει αὐτούς τούς κανόνες μέ ἄλλους καλύτερους. Ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουν μάθει ὅτι, μολονότι οἱ ἀρχές τῆς ζωῆς τῶν πολιτισμένων ἀνθρώπων εἶναι ἔξοχες, δέν πειράζει καί πολύ ἄν δέν τίς τηρεῖ κανείς· ὅτι ἀκόμα καί ἡ ἀσύστολη παράβασή τους ὄχι μόνο δέν καταδικάζεται ἀπό τήν κοινή γνώμη, ἀλλά καί συγχωρεῖται συχνά μέ τό πρόσχημα τῆς ἀδυναμίας ἤ μέ τή δικαιολογία τῆς ἀνεκτικότητας. Φυσικά, ἀρχίζουν νά ἐπωφελοῦνται ἀπό τόσο ἑλκυστικά «ἐπιεική ἤθη».

Αὐτοί εἶναι οἱ πικροί καρποί τῆς εἰσόδου τῶν πρωτόγονων λαῶν στόν πολιτισμό. Δέν πρέπει βέβαια, ἔπειτα ἀπ’ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιό πάνω, νά ὁδηγηθοῦμε στό συμπέρασμα ὅτι οἱ πρωτόγονες φυλές δέν χρειάζεται καθόλου νά ἡμερωθοῦν, ἀλλά νά ἀφεθοῦν στό βάλτωμα τῶν ἄγριων ἐθίμων καί τῶν τραχιῶν συνηθειῶν τους, καί ὅτι εἶναι καλύτερα νά σέρνουν γιά πάντα τή θλιβερή ὕπαρξή τους μέσα στή βρωμιά καί τήν ἀνέχεια... Ὄχι, λέει ὁ Ἰννοκέντιος, «εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο, βγάζοντάς τους ἀπό τήν ἄθλια κατάστασή τους, νά τηρήσουμε μιά σοφή αὐτοσυγκράτηση, ὥστε νά μήν τούς στερήσουμε κι αὐτή τήν εὐτυχία πού ἀπολαμβάνουν τώρα, ἀντί νά τούς κάνουμε πιό εὐτυχισμένους. Πρέπει, γιά παράδειγμα, νά τούς ἀπαλλάξουμε ἀπό τή συνήθεια τῆς βρωμιᾶς καί τῆς ἀπλυσιᾶς, ἀλλά ἄς προσέξουμε μήν τυχόν, ξύνοντας ἀπό τά σώματά τους τή λίγδα, τούς βγάλουμε καί τό δέρμα! Ξεριζώνοντας, δηλαδή, τίς σφαλερές ἀρχές τῆς ἰδιόμορφης ἠθικῆς τους, ἄς μήν τούς μεταβάλουμε σέ ὄντα δίχως καμιάν ἠθική ἀρχή»...

 Ὑπάρχουν πολύ περισσότερα στήν ἴδια προσπάθεια. Ἐνόψει τόσων κινδύνων, ὀφείλουμε ν᾽ ἀγωνιστοῦμε γιά νά διαδώσουμε ἀνάμεσα στούς ἰθαγενεῖς ὄχι τόν κακῶς λεγόμενο «εὐρωπαϊκό πολιτισμό» ἀλλά τό γνήσιο χριστιανικό φῶς, διδάσκοντάς τους τίς θεῖες ἀλήθειες καί ἑδραιώνοντάς τους στίς ἀρχές μιᾶς ὑγιοῦς ἠθικῆς. Μόνο μιά τέτοια ἐκκλησιαστική - ἠθική ἀγωγή μπορεῖ νά θεραπεύσει τούς ἰθαγενεῖς ἀπό τίς τραχιές συνήθειες καί τά ὠμά ἔθιμά τους, νά τούς ἀπομακρύνει ἀπό τή μέθη, τήν ὀκνηρία καί τήν ἀνηθικότητα, νά τούς πείσει νά φροντίζουν γιά τήν καθαριότητα τοῦ σώματος καί τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς. Κοντολογίς, μόνο μιά τέτοια ἀγωγή μπορεῖ νά τούς ἀνεβάσει πιό ψηλά ἀπό μιά κατάσταση σχεδόν ζωώδη, ὄχι ἐκείνη ἡ «κουλτούρα» καί ἐκεῖνος ὁ «πολιτισμός» πού συχνά ἁπλῶς ἐνισχυοῦν τά χείριστα πάθη τους καί ὁδηγοῦν ὄχι στήν ἀναγέννηση ἀλλά στήν ἐξαφάνιση τῶν τοπικῶν φυλῶν. «Ὁ Χριστιανισμός», λέει ὁ ἀείμνηστος ἐργάτης τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἀγροῦ Ν. Ἰ. Ἰλμίνσκι, «φωτίζοντας, ἐξευγενίζοντας καί ἰσχυροποιώντας τόν ἄνθρωπο στήν καρδιά καί στόν νοῦ, στίς ἰδέες του καί στίς κλίσεις του, ὁδηγεῖ τούς ἰθαγενεῖς σύντομα καί σίγουρα σ᾽ ἕναν ἀνώτερο καί πιό ἥσυχο τρόπο ζωῆς». Τήν ἴδια ἄποψη γιά τόν Χριστιανισμό ὡς δύναμη πού δρᾶ ἐπάνω στούς «ἄγριους» ἀνακαινιστικά καί ἐξευγενιστικά — ἤ μᾶλλον ὡς τή μοναδική δύναμη πού μπορεῖ νά πετύχει κάτι τέτοιο — διατυπώνει καί ὁ μεγαλύτερος κοσμικός συγγραφέας μας, ὁ Ἀλ. Σ. Πούσκιν, στό ἔργο του Ταξίδι στό Ἑρζερούμ. Ἐκεῖ, μιλώντας γιά τήν ἀγριότητα τῶν Τσερκέζων (Κιρκασιῶν) καί γιά τόν καλύτερο τρόπο ἐξημερώσεώς τους, λέει: «Τελικά ὑπάρχει ἕνας τρόπος πιό ἀποτελεσματικός, πιό ἠθικός, πιό σύμφωνος μέ τό φωτισμένο πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, καί αὐτός εἶναι τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου».

Τό ἔργο τῆς ἐξωτερικῆς μας Ἱεραποστολῆς, λοιπόν, βρίσκεται ἔξω καί πάνω ἀπό πολιτικούς καί στενά ἐκπολιτιστικούς σκοπούς. Ἐπιδιώκει ἀποκλειστικά τήν ἐπέκταση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Σ᾽ αὐτό βρίσκεται ἡ ἐπιτυχία του, ἡ δύναμή του, ἡ ἐγγύηση τῆς ζωτικότητας καί τῆς διάρκειάς του. Πολύ φτωχές σέ ὑλικά μέσα, ἀνεπαρκεῖς σέ πρόσωπα, ἀφανεῖς λόγω τῆς ἀσήμαντης ἐξωτερικῆς ὀργάνωσης καί τῆς ἀπουσίας ἐντυπωσιακῶν ἀποτελεσμάτων, οἱ ἱεραποστολές μας εἶναι ἰσχυρές ἐπειδή καθοδηγοῦνται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἐμπνέονται ἀπό ἱερό ἐνθουσιασμό. Ἔτσι πετυχαίνουν ἐκεῖ ὅπου, μέ βάση ἀποκλειστικά ἀνθρώπινες πιθανότητες καί ὑπολογισμούς, δέν ἀναμένεται ἡ παραμικρή ἐπιτυχία. Μιά θαυμάσια σχετική εἰκόνα μᾶς δίνει ἕνα ἀπό τά μέλη τῆς Ἱεραποστολῆς μας στήν Ἰαπωνία μέ τήν ἀκόλουθη περιγραφή: «Δέν μπορεῖ κανείς παρά νά θαυμάσει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τήν Ἱεραποστολή μας. Δέν ἔχουμε σχολεῖα μέ εὐρωπαϊκά προγράμματα, δέν ἔχουμε νοσοκομεῖα μέ ἐπαρκές νοσηλευτικό προσωπικό, δέν ἔχουμε τή δυνατότητα νά μοιράζουμε χρήματα δεξιά κι ἀριστερά. Μένοντας μακριά ἀπ’ ὅλα τά πολιτικά καί πολιτιστικά προβλήματα ἡ Ἱεραποστολή μας δέν ἐπιδιώκει παρά μόνο ἕνα — νά κηρύσσει στούς Ἰάπωνες τόν Χριστό καί τή διδασκαλία Του σ᾽ ὅλη της τήν αὐθεντικότητα, χωρίς προσθαφαιρέσεις ἤ παρερμηνεῖες. Γι’ αὐτό καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού μένει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποτέ δέν ἐγκαταλείπει τήν Ἱεραποστολή μας, μιά ἱεραποστολή ἰσχυρή, ὄχι ὑλικά ἤ ἀριθμητικά, ὄχι λόγω τυχόν ἔκτακτων εἰσφορῶν τῶν μελῶν της, ἀλλά μόνο λόγω τῆς πληρότητας τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία κατέχει. Πόσοι εἶναι οἱ πόροι τῆς Ἱεραποστολῆς; Ἕνα τίποτα, σέ σύγκριση μέ τούς πόρους τῶν Προτεσταντικῶν καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Ἱεραποστολῶν. Ἀπέναντι στίς στρατιές τῶν Εὐρωπαίων ἱεραποστόλων, ἐμεῖς ἔχουμε μόνο Ἰάπωνες, νεοφώτιστους καί μέ μικρή μόρφωση. Βέβαια, ἐπικεφαλῆς εἶναι ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος, πού ἐκπαιδεύει τούς κήρυκες, ἀλλά αὐτός εἶναι ἐντελῶς μόνος. Δέν εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ὑπερέχουν ἐδῶ σέ δύναμη, εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ χάρη. Οἱ ἱεραπόστολοι ἁπλῶς ρίχνουν τόν σπόρο, καί ὁ Θεός δίνει πλούσια σοδιά. Ὁ ἐπίσκοπος μοῦ ἀνέφερε πολλά περιστατικά ἀπό τή διακονία τόσο τή δική του ὅσο καί τῶν κατηχητῶν του, τά ὁποῖα ἀναμφίβολα δείχνουν πώς τό ἔργο τους ἐξελίσσεται καί καρποφορεῖ πέρα ἀπό κάθε ἀνθρώπινο ὑπολογισμό. Τά πιό γλαφυρά, τά πιό τέλεια κηρύγματα συχνά δέν εἶναι παρά «χαλκός ἤχων ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α´ Κορ. 13,1), ἐνῶ ἕνας ἀπρόσεκτος, ἕνας ἄτεχνος, ἕνας ἐντελῶς φτωχός λόγος ἔχει θαυμαστή ἐπιτύχια. Συχνά, ἐπίσης, ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπῆρχε καμιά ἐλπίδα, ἡ ἐπιτυχία ἦταν μεγάλη, ἐνῶ ἐκεῖ ὅπου ὅλα ὑπολογίστηκαν μέ μαθηματική ἀκρίβεια, δέν ἔγινε ἀπολύτως τίποτα. Τά πάντα, λοιπόν, διακηρύσσουν στεντόρεια ὅτι Ἕνας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τό ἔργο καί τό κατευθύνει σύμφωνα μέ τό θέλημά Του».


Πηγή: Κείμενο Ρώσου Ιεραποστόλου (1900), Αναδημοσίευση από το Περιοδικό "Πάντα τα Έθνη" (Τεύχος 2023)