18/11/2023, O μόνος ποὺ θέλει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ ζωὴ μας, π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος

 O μόνος ποὺ θέλει νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ ζωὴ μας



Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια τὰ λεωφορεῖα τῆς Ἀγγλίας εἶχαν «διακοσμηθεῖ» μὲ ἕνα σύνθημα, ποὺ εἶχε πατρονάρει ὁ μεγαλύτερος ἴσως θεωρητικός τῆς σύγχρονης ἀθεΐας Ρίτσαρντ Ντόκινς. Τὸ σύνθημα ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς πιθανότατα δὲν ὑπάρχει. Ἑπομένως σταματῆστε νὰ ἀνησυχεῖτε καὶ ἀπολαῦστε τὴ ζωή σας». Ἂν ὁ Ντόκινς εἶχε διαβάσει προσεκτικὰ τὴ σημερινὴ παραβολή, θὰ εἶχε διαπιστώσει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἐνδιαφέρεται ἀληθινὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴ ζωὴ μας· καὶ μάλιστα, ὄχι μόνο ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ ἐδῶ.

Ἔχουν καὶ οἱ πλούσιοι ἄγχος;
Εἶναι φανερὸ ὅτι γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς χαρακτήρισε τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς «ἄφρονα». Οὐσιαστικὰ ἤθελε νὰ τοῦ πεῖ: Ἐσύ, ποὺ εἶσαι τόσο ἱκανὸς στὴ «διοίκηση ἐπιχειρήσεων», δὲν ἐπιτρέπεται νὰ βλέπεις τὰ πράγματα τόσο μυωπικά. Θὰ ἔπρεπε νὰ διαχειρίζεσαι τὰ ὑπάρχοντά σου βλέποντας τόσο μακριά, ὥστε νὰ χαίρεσαι τὴ ζωή σου ὄχι μόνο εἰς ἔτη πολλά», ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν βιολογικό σου θάνατο. Ἐσύ, ὅμως, οὔτε καὶ τώρα φαίνεται νὰ περνᾶς καλά, ἀφοῦ «σφόδρα ὀδυνώμενος καὶ πάσχων», κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, ἐπαναλαμβάνεις γεμάτος ἄγχος τὴ φράση «τί νὰ κάνω;»· μία φράση, ποὺ ταιριάζει περισσότερο σὲ φτωχοὺς παρὰ σὲ πλούσιους σὰν κι ἐσένα. Θὰ μποροῦσες πολὺ πιὸ εὔκολα καὶ πιὸ ἀποδοτικὰ νὰ ἔκανες εὐρυχωρία στὶς ἀποθῆκες σου ἀδειάζοντας τοὺς παλαιοὺς καρποὺς σὲ «γαστέρες πενήτων» καὶ συγχρόνως «θησαυρίζοντας θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ».
«Καὶ ἔστω», συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «τοὺς καρποὺς τοὺς ἐξασφάλισες στὶς καινούργιες ἀποθῆκες σου. Τὰ \”ἔτη πολλά\”, ὅμως, ἀπὸ ποῦ θὰ τὰ ἐξασφαλίσεις; Μὴ καὶ τοῦτο γέννημα σόν; Μὴ καὶ τοῦτο ἀγαθὸν σόν;». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεoς τὸν ἐπιπλήττει: «Δὲν ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ μας \”ἀτμίς ἐστι πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ ἀφανιζομένη\”; Ἑπομένως, πρὶν κάνεις ὁτιδήποτε θὰ ἔπρεπε νὰ λές: «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήση καὶ ζήσωμεν» (Ἰακ. 4,13). Ἀντίθετα, ἐσὺ ἀγνοώντας τὸν Θεὸ διακηρύττεις, κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο: «Οὐδένα θέλω κοινωνόν. Μὲ κανένα δὲν θέλω νὰ τὰ μοιραστῶ. Δικά μου εἶναι· δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μόνος μου λοιπὸν θὰ τὰ ἀπολαύσω. Οὐ τὸν Θεὸν προσλήψομαι εἰς τὴν τούτων ἀπόλαυσιν. Οὔτε μὲ τὸν Θεὸ δὲν θέλω νὰ τὰ μοιραστῶ».
«Νοῦς ἀποστᾶς ἀπὸ Θεοῦ»
Ἰδοὺ λοιπόν, πὼς ἡ ἀφροσύνη τῆς φιλοκτημοσύνης καὶ φιλαργυρίας ἀργὰ ἢ γρήγορα ὁδηγεῖ σὲ ἑωσφορικὴ ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό. Καταλήγει ὁ πλούσιος νὰ βλέπει τὸν Θεό, ὅπως ὁ ταλαίπωρος ὁ Ντόκινς, σὰν ἀπειλὴ γιὰ τὴ δῆθεν «εὐτυχία» του καὶ σὰν «διεκδικητὴ» τῶν δῆθεν «ἀγαθῶν» του. Ἄρα ἡ πλεονεξία εἶναι κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν «εἰδωλολατρία», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ καλλιεργήσει στὸν πλεονέκτη θεομάχο διάθεση, ὁδηγώντας τον στὴ βλάσφημη κραυγή: «Φύγε ἀπὸ μένα. Δὲν θέλω νὰ ξέρω τὸ θέλημά σου… Τί θὰ κερδίσω ἂν σὲ ἐπικαλοῦμαι καὶ προσεύχομαι σὲ σένα;» (Ἰὼβ 21,14).
«Ὢ τῆς ἀλογίας», ξεσπάει δικαιολογημένα ὁ Μέγας Βασίλειος. Μοναδικὸ «κέρδος» γιὰ τὸν πλούσιο εἶναι νὰ ἔχει νὰ φάει, νὰ πιεῖ καὶ νὰ εὐφραίνεται ἡ ψυχή του γιὰ πολλὰ χρόνια. Μὰ μπορεῖ νὰ χορτάσει ἡ ψυχὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά; «Μόνο ἂν ἦταν χοίρου ἡ ψυχή σου», συνεχίζει μὲ πρωτοφανῆ ὀξύτητα ὁ θεοφάντωρ τῆς Καισαρείας, «μόνο τότε θὰ τῆς ἔταζες τέτοια δῆθεν καλοπέραση. Τόσο ἀποκτηνωμένος εἶσαι νὰ τὴν ταΐζει μὲ τὶς τροφὲς τῆς σάρκας, καὶ ὅσα ὁ ἀφεδρώvας ὑποδέχεται, αὐτὰ νὰ τῆς παραπέμπεις;»

Ἀπαίτηση φορολόγων ἢ παράδοση εἰς Θεὸν Λόγον;
Τελικὰ τὰ «πολλὰ χρόνια», ποὺ περίμενε νὰ ζήσει ὁ πλούσιος, δὲν ἦταν οὔτε μία μέρα. Τὸ ἴδιο βράδυ, κάποιοι «φοβεροὶ ἄγγελοι ὥσπερ ἀπηvεῖς φορολόγοι» θὰ πήγαιναν νὰ «ἀπαιτήσουν» τὴν ψυχή του. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «οὐκ ἀπαιτεῖται τὴν ψυχήν, ἀλλὰ ὁ ἴδιος τὴν παραδίδει στὸν Θεὸ χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Ἐνῶ ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ ἔχει καταντήσει τὴν ψυχὴ του σκέτη σάρκα, τὴν ἔχει κάνει νὰ εἶναι δυσαπόσπαστη ἀπὸ τὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ κι αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔρθουν νὰ τὴν πάρουν, θὰ τὴν ἁρπάξουν, χωρὶς ἐκείνη νὰ θέλει». Ἐκείνη λοιπὸν τὴ στιγμή, τί θὰ τὴν ὠφελήσουν ὅλα αὐτὰ τὰ «ἀγαθά», ποὺ εἶχε μαζέψει; Ποιὸς θὰ τὰ καρπωθεῖ;
Ὅταν τὸ 306 π.Χ. ὁ Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς κατέλαβε τὰ Μέγαρα καὶ τὰ λεηλάτησε, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι εἶναι καλλιεργημένος ἄνθρωπος, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν τύχη τοῦ Μεγαρέως φιλοσόφου Στίλπωνος. Ὅταν οἱ στρατιῶτες του βρῆκαν τὸν γέροντα φιλόσοφο, ὁ Δημήτριος τὸν χαιρέτησε μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν ρώτησε, μήπως τοῦ ἅρπαξαν τίποτε ἀπὸ τὰ πράγματά του. Τότε ὁ Στίλπων μὲ κάποια εἰρωνεία τοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶδα κανέναν νὰ κουβαλάει τὰ πράγματά μου. Ἡ δική μου περιουσία εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μοῦ τὴν ἁρπάξει, γιατί τὴν ἔχω κρυμμένη μέσα μου. Πόλεμος γὰρ οὐ λαφυραγωγεῖ ἀρετήν».
Προφανῶς πολλοὶ «ἐν σκιᾷ καθήμενοι» πρὸ Χριστοῦ – καὶ φυσικὰ καὶ μετὰ Χριστὸν μὴ χριστιανοὶ – ἦταν καὶ εἶναι πολὺ πιὸ μυαλωμένοι ἀπὸ τὸν ἀνόητο πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε νὰ μᾶς διδάξει μία νεφελώδη ἠθικὴ καὶ ἀρετολογία, καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἦρθε νὰ «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ». Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου· καὶ ἡ ἐκ μέρους μας ἐν ἐλευθέριᾳ καὶ κατὰ τὸ δικό του θέλημα διαχείριση ὅλων τῶν χαρισμάτων του ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, ἀπὸ ἐδῶ καὶ τώρα νὰ μοιραζόμαστε μὲ Αὐτὸν τὸν ἀνεξάντλητο καὶ ἀναφαίρετο «πλοῦτο τῆς δόξας τῆς κληρονομίας του ἐν τοῖς ἁγίοις» (Ἐφεσ. 1,18).


Πηγή: π. Βαρνάβας Λαμπρόπουλος, agiazoni.gr