6/12/2023, Των θαλασσών ο Άγιος, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

 Των θαλασσών ο Άγιος

[Ὁ συγγραφεὺς περιγράφει τὸν ἑσπερινόν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἰς τὸν ὁμώνυμον ναὸν τῆς πατρίδος του, Σκιάθου.]


Ἐβράδυασεν.  Ὁ ἥλιος δύων ὄπισθεν τοῦ πευκοφύτου ὅρους ἔπεμπεν εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἄκρας τῆς νήσου καὶ εἰς τὰ πρὸ τοῦ λιμένος νησίδια τὰς τελευταίας του ἀκτίνας, λαμβάνων μεθ’ ἑαυτοῦ ὅλον τὸ εὐφρόσυνον τῆς ἡμέρας θάλπος καὶ ἀφήνων εἰς τὰ βουνὰ νὰ στέλλωσι τὸ ὀξὺ ἐκεῖνο τοῦ χειμῶνος ἀπόγαιον.

Ὁ λιμὴν ἦτο ἀκίνητος ὡς λίμνη.  Τρία, τέσσαρα καΐκια ἤρχοντο βιαστικὰ ν’ ἀράξωσι χάριν τῆς ἑορτῆς.  Αἱ λέμβοι τῶν ἁλιέων ἔσπευδον καὶ αὐταὶ νὰ προσορμισθῶσι καὶ ἀπὸ τὴν ἐξοχὴν οἱ ποιμένες καὶ γεωργοὶ κατήρχοντο εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν.  Καὶ μόνος ὁ πράκτωρ τῆς ἀτμοπλοϊκῆς ἑταιρείας ἀνεβοκατέβαινεν ἀκόμη εἰς τὸ παράλιον περιμένων τὸ ἀτμόπλοιον.

Ὅμως ἐνύκτωσε καὶ ἤρχισε νὰ σημαίνη ἡ ἀγρυπνία.  Ὁ γλυκύς τοῦ κώδωνος ἦχος ἐλαλοῦσεν, ἐκελαδοῦσεν, ἐνόμιζες, τὴν πανήγυριν.  Εἰς ὁποιανδήποτε νῆσον καὶ ἂν ἀποβιβασθῆς, θὰ ἀπαντήσης τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, μικρὸν ἡ μέγαν, μὲ μάρμαρα ἢ μὲ πλίνθους.  Ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶναι ὁ παπποὺς τοῦ ναυτικοῦ μας, ἡ γλυκυτέρα τοῦ ναύτου παραμυθία, τῶν θαλασσῶν ὁ Ἅγιος.  Εἰς τὴν ἀγρυπνίαν ἔπρεπεν ὅλοι νὰ παρευρεθῶσι, διότι ηὐτύχησαν νὰ πανηγυρίσουν τὴν ἑορτὴν του εἰς τὸ νησάκι των.

Ὁ ναύτης καὶ ὅταν εὐδαίμων ἐπιστρέψη εἰς τὴν νῆσον του, φέρει τὸ τάξιμόν του εἰς τὸν Ἅγιον, εὐχηθείς, ὅταν ἦτο εἰς τὸ πέλαγος, νὰ τύχη κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὴν πατρίδα του, ν’ ἀγρυπνήση ὅλην τὴν νύκτα.  Καὶ ὅταν πάλιν ναυαγὸς εἰς μίαν σανίδα σωθῆ ἢ εἰς ξηρὸν βράχον ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ θανάτου γλυτώση, πρῶτα- πρῶτα θὰ φέρη τὸ τάξιμό του εἰς τὸν Ἅγιον, λαμπάδα μεγάλην ἢ ἀργυροῦν κανδήλιον, καὶ ὕστερον θὰ μεταβῆ εἰς τὴν οἰκίαν του νὰ χαιρετήση τὴν μητέρα του, τὴν σύζυγόν του.  Ἀλλ’ ἐνίοτε δὲν ἐπανέρχεται.  Τὸ τάξιμόν του ἦτο βαρύ.  Εἶχε τάξει ὅλην τὴν ζωήν του.

Νὰ γίνη καλόγηρος!  Καὶ οὕτως ὁ εὐλαβής, διασώσας τὴν ζωήν του ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης, πηγαίνει νὰ τὴν κλείση εἰς τοὺς ἀφώνους τοῦ μοναστηριοῦ τοίχους, εἰς τὸν Ἄθωνα.

Πάντες, γεωργοὶ καὶ ναῦται, συνηθροίζοντο εἰς τὴν ἀγρυπνίαν συνωστιζόμενοι ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, παλαιᾶς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, ὀλίγον μαυρισμένης, ἢ ὑπὸ τοῦ χρόνου ἢ διότι ὁ ζωγράφος ἠθέλησε διὰ τοῦ σκιεροῦ χρώματος νὰ παραστήση τὸ αὐστηρὸν πρόσωπον τοῦ θαυματουργοῦ ἀρχιερέως.

Καὶ ἤναπτον ὅλοι τὰς μεγάλας λαμπάδας οἱ ναῦται, τὰς ὁποίας εἶχον φέρει ἀπὸ τὸ ταξίδιον, καὶ ἔλαμπεν ἡ εἰκών, καὶ ἔλαμπεν ὅλη ἡ ἐκκλησία.  Καὶ ἀκτινοβολοῦσε τὸ πράον τοῦ Ἁγίου πρόσωπον ἐκ χαρᾶς, νομίζεις, ὡς νὰ ηὐχαριστεῖτο, ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐβούιζεν ὁ μικρὸς ναὸς ἐκ τῆς φαιδρᾶς τῶν ἀσμάτων ψαλμωδίας, μετ’ ἰδιαιτέρας ἀγάπης ἐπαναλαμβανούσης τὸ «Ἅγιε Νικόλαε» ἐν τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς ὕμνοις.

Καὶ ηὐχαριστοῦντο γύρω-γύρω οἱ ναῦται, ἀκούοντες τὰ ἄσματα καὶ προσβλέποντες ἀτενῶς εἰς τὴν εἰκόνα, κατάφορτον ἀπὸ τῶν ἀναθημάτων, ἐν οἷς διέπρεπον ἀργυρά μικρὰ πλοιάρια, πλοιάρχων ἀφιερώματα.  Κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας ἐνόμιζες, ὅτι ἡ εἰκὼν προσελάμβανε θαυμασίαν τινὰ κίνησιν καὶ ζωὴν αἰφνίδιον.  Ἐνόμιζες, ὅτι ἐκινοῦντο οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Ἁγίου καὶ εὐλογοῦσεν ἡ χεὶρ τοὺς προσφιλεῖς του ναυτίλους καὶ ὅτι συχνὰ μετέβαλλεν ὄψιν τὸ γηραιόν του πρόσωπον.

Ἄλλος ἐκ τῶν ἐκεῖ παρισταμένων, ἔχων εἰς τὸν νοῦν του τὴν παροιμιώδη τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἐλεημοσύνην καὶ πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειαν, τὸν ἔβλεπε γλυκὺν καὶ μειδιῶντα, ὡς ὅτε ἔσωζε κρυφὰ τὰς τρεῖς ἐκείνας θυγατέρας ἀπὸ τοῦ ἠθικοῦ θανάτου, παρέχων τὰ μέσα τῆς ὑπανδρείας, καὶ ἔτεινε καὶ αὐτὸς τὴν χεῖρα, νομίζων ὅτι ὁ Ἅγιος φλωρὶα ἐμοίραζε τὴν στιγμὴν ἐκείνην.  Ἄλλος πάλιν ἔχων εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι ποτὲ ὁ ἐπίσκοπος τῶν Μύρων, ἄγριος καὶ ἀπειλητικὸς ἐμφανισθεῖς, ἐκράτησε τοῦ δημίου τὴν χεῖρα, ἕτοιμον νὰ θανατώση τρεῖς ἄνδρας ἀθώους, συκοφαντηθέντας, τὸν ἔβλεπεν εἰς τὴν εἰκόνα ἄγριον καὶ ἀπειλητικὸν μὲ πύρινα βλέμματα.

Ὁ δὲ ναύτης, διαλογιζόμενος τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος ἔσωσε τὸ κλυδωνιζόμενον σκάφος, ἕτοιμον νὰ καταποντισθῆ, ἐφαντάζετο τὸν Ἅγιον ἱστάμενον ἀτρόμητον ἐν τῇ πρύμνῃ καὶ βαστάζοντα κραταιῶς τὸ πηδάλιον, ἐνῶ ἡ εἰκὼν παρίστα τοῦτον καθήμενον ἐπὶ θρόνου καὶ εὐλογοῦντα.

Ἐκεῖνος δὲ πάλιν, ὁ ἐνθυμούμενος τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος βυθισθεῖς ἐν τῷ πόντῳ ἔσωσεν ἠμίπνικτον τὸν ἀπὸ τοῦ πλοίου πεσόντα ναύτην, ἐνόμιζεν, ὅτι ἔβλεπε διάβροχον τὸν Ἱεράρχην καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ κοντὸν λευκόν του γένειον ἔσταζεν ἀκόμη θάλασσα.  Τόσην ζωὴν παράδοξον ἐλάμβανεν ἡ βυζαντινὴ εἰκὼν ὑπὸ τὰ πολλὰ ἐκεῖνα φῶτα καὶ τὴν φαιδρὰν ψαλμωδίαν…

 


Πηγή: Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, agiazoni.gr