Ο Ιησούς στον Πιλάτο
(Μτ 27,1-2.11-26· Λκ 23,1-5.13-35· Ιω
18,28–19,16)
1Νωρίς
το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το
συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: έδεσαν τον Ιησού, και τον πήγαν
και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
2Ο
Πιλάτος τον ρώτησε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Ο Ιησούς του
αποκρίθηκε: «Ναι, όπως το λες». 3Οι αρχιερείς τότε τον κατηγορούσαν για
πολλά. Ο Ιησούς όμως δεν έδωσε καμιά απόκριση. 4Ο Πιλάτος πάλι τον ρώτησε:
«Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Κοίτα για πόσα σε κατηγορούν». 5Ο Ιησούς όμως δεν
αποκρίθηκε πια τίποτε, έτσι που ο Πιλάτος να απορεί.
6Κάθε
Πάσχα ο Πιλάτος απέλυε ένα φυλακισμένο, όποιον ζητούσε ο λαός. 7Ήταν τότε
φυλακισμένος κάποιος που λεγόταν Βαραββάς, μαζί με άλλους στασιαστές, που κατά
την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο. 8Το πλήθος άρχισε να ζητάει με κραυγές
να κάνει ο Πιλάτος αυτό που έκανε πάντα. 9Ο Πιλάτος τους ρώτησε: «Θέλετε
να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 10Είχε καταλάβει ότι από φθόνο
τού τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. 11Οι αρχιερείς όμως ξεσήκωσαν τα
πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθερώσει το Βαραββά. 12Ο Πιλάτος τους
ξαναρώτησε: «Τι θέλετε, λοιπόν, να κάνω αυτόν που ονομάζετε βασιλιά των
Ιουδαίων;» 13Αυτοί πάλι φώναζαν: «Σταύρωσέ τον!» 14«Μα γιατί, τι κακό
έκανε;» τους έλεγε ο Πιλάτος. Αυτοί όμως με περισσότερη δύναμη κραύγαζαν:
«Σταύρωσέ τον!»
15Κι
επειδή ο Πιλάτος ήθελε να ικανοποιήσει τα πλήθη, τούς ελευθέρωσε το Βαραββά,
ενώ τον Ιησού τον μαστίγωσε και τον παρέδωσε να σταυρωθεί.
Οι εμπαιγμοί του Ιησού από τους
στρατιώτες
(Μτ 27,27-31· Ιω 19,2-3)
16Οι
στρατιώτες έφεραν τον Ιησού στην εσωτερική αυλή, εκεί που είναι το διοικητήριο,
και φώναξαν όλη τη φρουρά· 17τον έντυσαν με κόκκινο μανδύα, έπλεξαν ένα
αγκάθινο στεφάνι και του το φόρεσαν στο κεφάλι σαν στέμμα. 18Μετά άρχισαν
να τον χαιρετούν: «Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!» 19Τον χτυπούσαν στο
κεφάλι μ’ ένα καλάμι, τον έφτυναν και γονατιστοί τον προσκυνούσαν. 20Αφού
λοιπόν τον περιπαίξανε, του έβγαλαν τον κόκκινο μανδύα, τον έντυσαν με τα ρούχα
του και τον πήγαν να τον σταυρώσουν.
Η σταύρωση του Ιησού
(Μτ 27, 32-44· Λκ 23, 26-43· Ιω 19,
17-27)
21Αγγαρεύουν
τότε έναν περαστικό που γυρνούσε από το χωράφι του, για να σηκώσει το σταυρό
του Ιησού. Ήταν ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο πατέρας του Αλέξανδρου και του
Ρούφου. 22Τον φέρνουν στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς, και στα ελληνικά
σημαίνει «Τόπος Κρανίου». 23Του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με ένα
αναισθητικό· ο Ιησούς όμως δεν το δέχτηκε. 24Τότε τον σταύρωσαν και
μοιράστηκαν τα ρούχα του τραβώντας κλήρο για το τι απ’ αυτά θα πάρει ο
καθένας. 25Η ώρα ήταν εννέα το πρωί όταν τον σταύρωσαν. 26Η αιτία της
σταύρωσης ήταν γραμμένη σε μια επιγραφή: «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».
27Μαζί
με τον Ιησού σταύρωσαν δύο ληστές, έναν στα δεξιά του κι έναν στ’ αριστερά
του. 28Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που έλεγε: Συγκαταριθμήθηκε μεταξύ
των ανόμων.
29Οι
περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους, και τον έβριζαν: «Α, εσύ που θα
γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον οικοδομούσες!» του έλεγαν. 30«Σώσε
τον εαυτό σου και κατέβα από το σταυρό». 31Τον κορόιδευαν επίσης κι οι
αρχιερείς και οι γραμματείς: «Τους άλλους τους έσωσε», λέγανε μεταξύ τους, «τον
εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει. 32Είναι λέει ο Μεσσίας, ο βασιλιάς του
Ισραήλ· ας κατέβει τώρα από το σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε σ’
αυτόν». Τον περιγελούσαν μάλιστα κι αυτοί που ήταν σταυρωμένοι μαζί του.
Ο θάνατος του Ιησού
(Μτ 27,45-56· Λκ 23,44-49· Ιω 19,28-30)
33Όταν
η ώρα έφτασε δώδεκα το μεσημέρι, έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη ως τις τρεις το
απόγευμα. 34Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: Ελωί,
Ελωί λιμά σαβαχθανί; Που σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με
εγκατέλειψες; 35Μερικοί απ’ τους παρευρισκόμενους τ’ άκουσαν και είπαν:
«Ακούστε, φωνάζει τον Ηλία». 36Έτρεξε τότε ένας και βούτηξε ένα σφουγγάρι
στο ξίδι, το στερέωσε πάνω σ’ ένα καλάμι και του έδωσε να πιει λέγοντας:
«Αφήστε να δούμε τώρα αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον κατεβάσει από το
σταυρό». 37Τότε ο Ιησούς έβγαλε μια δυνατή κραυγή και ξεψύχησε.
38Τότε
σκίστηκε το καταπέτασμα του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω. 39Βλέποντας ο
Ρωμαίος εκατόνταρχος που ήταν εκεί, απέναντί του, ότι με τέτοια κραυγή
ξεψύχησε, είπε: «Στ’ αλήθεια, αυτός ο άνθρωπος ήταν Υιός Θεού».
40Εκεί
βρίσκονταν και μερικές γυναίκες που παρακολουθούσαν από μακριά. Ανάμεσα σ’
αυτές και η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του νεότερου και
του Ιωσή, και η Σαλώμη. 41Αυτές κι όταν ο Ιησούς ήταν στη Γαλιλαία τον
ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Μαζί μ’ αυτές ήταν εκεί και πολλές άλλες γυναίκες,
που είχαν ανεβεί μαζί του στα Ιεροσόλυμα.
Η ταφή του Ιησού
(Μτ 27,57-61· Λκ 23,50-56· Ιω 19,38-42)
42Ήταν
ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου. Κατά το δειλινό, 43ο Ιωσήφ, ένα
αξιοσέβαστο μέλος του συνεδρίου, που καταγόταν από την Αριμαθαία, και περίμενε
κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να του ζητήσει
το σώμα του Ιησού. 44Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει.
Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. 45Όταν πήρε
την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. 46Εκείνος
αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε
σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο· μετά κύλησε ένα λιθάρι κι έκλεισε την
είσοδο του μνήματος. 47Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή
παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.
Πηγή:
ebible.gr