24/4/2024, Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, Αγίου Θεοφάνη Εγκλείστου

Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου




Κι Αὐτός του ἀποκρίνεται!
Ἀπὸ ποὺ ἔμαθες, ληστή, ὅτι ἐγὼ εἶμαι βασιλιᾶς;
Τί βλέπεις σ’ ἔμενα ἀντάξιο τῆς βασιλικῆς μου ἐξουσίας;
Ποῦ βλέπεις βασιλικὸ μανδύα νὰ μὲ περιβάλλει;
Ποῦ τὰ στρατεύματα καὶ τὰ χρυσοκόλλητα ἅρματα;
Ποῦ οἱ δορυφοροῦντες συνοδοί, οἱ ἐπιβολεῖς τῆς βασιλικῆς εὐταξίας;
Ποῦ τὰ παλάτια καὶ τὰ περίλαμπρα σπίτια κι ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς βασιλείας;
Πῶς ὀνομάζεις, κάποιο, βασιλιᾶ, ποὺ δὲν ἔχει ποῦ νὰ κλίνει τὸ κεφάλι καὶ ποὺ σταυρωμένος βρίσκεται σὰν κακοῦργος μεταξὺ δύο ληστῶν;
Ἀλλὰ καὶ ποιούς νόμους μελέτησες ἢ ποιές προφητεῖες, εὐνοϊκὲς γιὰ μένα, διάβασες, ὥστε νὰ μάθεις νὰ μὲ καλεῖς βασιλιᾶ;


Ὅταν στάθηκα μπροστὰ στὸν Πιλάτο καὶ λίγο νωρίτερα μπροστὰ στὸν Καϊάφα, μὲ δική μου θέληση φανέρωσα, τότε, τὸ ἀποκρυμμένο τοῦτο μυστήριο. Στὸν ἕνα εἶπα: «…σύντομα θὰ δεῖτε τὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ».
Καὶ στὸν ἄλλο: «Ἂν ἡ βασιλεία μου προερχόταν ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, οἱ στρατιῶτες μου θὰ ἀγωνίζονταν νὰ μὴν πέσω στὰ χέρια τῶν Ἰουδαίων. Ἡ δική μου βασιλεία δὲν προέρχεται ἀπὸ ἐδῶ». Ἐκεῖνοι τ’ ἄκουσαν, ἔμειναν ὅμως ἄπιστοι. Σύ, φυσικά, δὲν τ’ ἄκουσες αὐτά, γιατί, ληστὴς ὄντας καὶ κακοῦργος, βρισκόσουνα φυλακισμένος.
Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, μὲ ξέρεις καὶ ἀναγνωρίζεις, σὰν βασιλιᾶ, καὶ ζητᾶς νὰ σὲ θυμηθῶ καὶ νὰ σὲ κάμω ἄξιο τῆς βασιλείας μου;


«Δὲν ἔμαθα», ἅπαντα ὁ ληστής, «τὸ παραμικρὸ ἀπὸ ἀνθρώπους, ὥστε νὰ σὲ ξέρω σὰν βασιλιᾶ, σὰν Θεό, υἱὸ ὁμοούσιο μὲ τὸν ἀθάνατο βασιλέα Θεὸ Πατέρα. Ὅμως καὶ μόνο ἡ συγκλονιστικὴ ἀλλοίωση τῶν στοιχείων τῆς φύσης, τὴν ὥρα αὐτή, διδάσκει πασιφανέστατα, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ βασιλιᾶς καὶ κτίστης καὶ συνοχέας ὅλης τῆς δημιουργίας. Γι’ αὐτὸ καὶ συμπάσχουν τὰ κτίσματα μὲ τὸν Κτίστη. Σὰν ἀντίκρισε το φῶς της μέρας, σταυρωμένο Σέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο καὶ φώτισε τὸν καθένα, μένοντας πιστὸ καὶ ὑπάκουο σ’ Ἐσένα, ἀπέκρυψε τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες του κι ἡ πλάση βυθίστηκε μέσα στὸ σκοτάδι.


Τότε καὶ ἡ γῆ τρόμαξε, παρόμοια, βλέποντας κρεμασμένο στὸ σταυρὸ Αὐτόν, ποὺ τὴν θεμελίωσε στὰ νερὰ τῶν θαλασσῶν ἀπάνω. Ἀλλὰ κι οἱ πέτρες σχίσθηκαν, βλέποντας Σέ, τὴν «πέτρα» τῆς ζωῆς, νὰ πάσχεις. Καὶ οἱ τάφοι διανοίγονται, γιὰ χάρη Σου, ποὺ σὲ λίγο πρόκειται ἑκουσίως νὰ τοποθετηθεῖς στὸν τάφο καὶ νεκροί, γιὰ Σέ, θ’ ἀναστηθοῦν, σὰν προάγγελοι τῆς ἀνάστασης.
Τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε στὰ δύο, ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω, μὴ ὑποφέροντας νὰ βλέπει σταυρωμένο τὸν ναὸ τοῦ πανάσπιλου παναγίου σου σώματος. Ἀντικρίζοντας ὅλα αὐτά, ὁλόψυχα, σοῦ φωνάζω: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου».


Καὶ ὁ Κύριος τοῦ λέγει: «Σὲ βεβαιώνω πὼς σήμερα, κιόλας, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸ παράδεισο». Σὰν ἄνθρωπος, ἑκουσίως, στὸν σταυρὸ κρεμάσθηκα καὶ σὰν Θεὸς ἀπερίγραπτος βρίσκομαι στὸν παράδεισο καὶ παντοῦ. Σὰν ἄνθρωπος πεθαίνω καὶ θάπτομαι καὶ στὸν ἅδη κατέρχομαι, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Τὸ σῶμα μου θὰ καθαγιάσει τοὺς τάφους, ἡ ψυχή μου θὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν ἅδη, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Ἐγὼ θεληματικὰ πηγαίνω στὸν ἅδη, γιὰ νὰ λυτρώσω τοὺς ἐκεῖ δέσμιους καὶ ν’ ἀναστήσω, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Ἐκεῖ, στὸν ἅδη, βρίσκεται δέσμιος, ὄχι μόνο ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν δικαίων, ἀκόμη κι ὁ πιὸ μεγάλος ἀπὸ ὅλους καὶ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς προφῆτες.


Κι ἂν ὁ μέγας Ἰωάννης, ὁ Βαπτιστῆς καὶ Πρόδρομος καὶ προφήτης, δὲν διέφυγε τοῦ ἅδη τὴν τυραννία, ποιός ἄλλος ἀπ’ τοὺς δικαίους μποροῦσε νὰ τὴν ἀποφύγει; Γι’ αὐτὸ σπεύδω νὰ τοὺς ἀπολύσω, «καὶ σὺ θά ‘σαι σήμερα μαζί μου στὸν παράδεισο». Μέχρι τώρα ὁ τύραννος, δικαίους καὶ ἀνεύθυνους, κατεῖχε σὰν ὑπεύθυνους, ἀλλ’ ἀπὸ τώρα πιά, μήτε τὸν μετανοημένο ληστὴ θὰ μπορεῖ νὰ κρατεῖ στὴν τυραννία του. Ὁ ἅδης θά ‘ναι στὸ ἕξης κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης του «καὶ σὺ μαζί μου θά ‘σαι σήμερα στὸν παράδεισο».


Ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ, ὁ θεόπλαστος καὶ πρωτόπλαστος, ἐξορίσθηκε, ἀλλὰ σὺ ὁ ληστής, πρὶν ἀπ’ ὅλους, εἰσάγεσαι· ἀπ’ αὐτὸ ὅλοι θὰ καταλάβουν, ὅτι, ὄχι ὁ τόπος ἀλλ’ ὁ τρόπος σώζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν πρέπει ν’ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν κατάντησε ληστής, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσει θερμά. Μήτε, ὅμως, ὁ δίκαιος νὰ ὑπερφρονεῖ, ἔστω κι ἂν πέτυχε τὰ θεοκατόρθωτα καὶ κατέχει τὸν παράδεισο σὰν τόπο διαμονῆς του.
Μάθαμε πόσο μεγάλο ἀγαθὸ συνιστᾶ ἐτούτη ἡ εὐχή; Προσέξαμε τί θησαυρὸ περιλαμβάνει μέσα στὴ λακωνικότητά της.


Ἑπομένως καί ‘μεὶς ἂς διδαχθοῦμε, ὀλόκαρδα καθ’ ἑαυτοὺς νὰ λέμε, «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στὴ βασιλεία σου». Κι ἂν ἕνας εἶναι καλλιεργητής, ἐνῷ ἀροτριά, κι ἂν εἶναι βοσκός, τὴν ὥρα ποὺ βόσκει τὸ κοπάδι του, κι ἂν ἄλλος περιποιεῖται τ’ ἀμπέλια ἢ τὰ περιβόλια του, ἢ ἄλλος εἶναι χειροτέχνης, κι ἂν ἐπιβαίνει πάνω σ’ ἄλογο, κι ἂν πεζοπορεῖ, μπορεῖ νὰ λέγει:
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Τοῦτο, νομίζω, σημαίνει καὶ τὸ «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καὶ τὸ «ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ· ψάχνετε καὶ θὰ βρεῖτε, κι ὅποιος κτυπᾶ τοῦ ἀνοίγουν. Γιατί ὅποιος ζητᾶ λαβαίνει κι ὅποιος ψάχνει βρίσκει κι ὅποιος κτυπᾶ τοῦ ἀνοίγουν».


Μακάρι κι ἐμεῖς, ἀντάξια νὰ ζητοῦμε καὶ νὰ λαμβάνουμε, νὰ ψάχνουμε καὶ νὰ βρίσκουμε τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς. Αὐτή, ταχύτατα νὰ τὴ διαβοῦμε γιὰ νὰ φθάσουμε γρήγορα νὰ κτυπήσουμε γιὰ νὰ μᾶς ἀνοιγεὶ ἡ πόρτα τῆς αἰωνιότητας μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Σ’ Αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα τώρα καὶ πάντοτε καὶ σ’ ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Ἀμήν.


Πηγή: Άγιος Θεοφάνης Έγκλειστος, agiazoni.gr