09/06/2012, " Μετανοούντες και αμετανόητοι ", Δημήτρη Καραγιάννη


Μετανοούντες και αμετανόητοι. Ψυχολογική κατάσταση του μετανοουντος


«Η παραβολή του άσωτου υιού είναι μια ιστορία συνάντησης ενός πολύ καλού πατέρα και ενός πολύ δυνατού παιδιού» Σύγχρονος Γέροντας


Η στιγμή της προσέλευσης του πιστού στο μυ­στήριο της θ. Εξομολόγησης αποτελεί μια κορυφαία στιγμή στη ζωή του. Τότε είναι που μπορεί δυνάμει να ζήσει το θαύμα της θεραπείας του...
Όμως όλοι οι άνθρωποι για τους ίδιους λόγους προσέρχονται; Τον ίδιο Θεό συναντούν;
Σχηματικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε τρεις διαφορετικούς τύπους προσέγγισης στο μυστήριο.

1. Ο «θρησκευτικός» ενοχικός άνθρωπος:

Έχει αποφασίσει για τον εαυτό του. Φταίει. Έχει παραβεί το Νόμο. Πρέπει να τιμωρηθεί.
Προσέρχεται για να υποστεί τις συνέπειες της παράνομης πράξης του. Πρέπει να εξιλεωθεί. Για να εξαγνιστεί πρέπει να πληρώσει κάποιο κόστος.
Δεν πιστεύει ουσιαστικά στη Θεία Χάρη. Δεν ελπίζει να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού. Τα πρόσωπα έχουν χαθεί. Έχοντας εκμηδενίσει το δι­κό του πρόσωπο, αδυνατεί να συναλλαγεί με το πρόσωπο του ιερέα και δεν δύναται να κατανοήσει τη δυνατότητα προσωπικής κοινωνίας με το Θεό.
Η εξομολόγηση αποτελεί μια τυπική διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Η απόφαση έχει βγει. Έχει αποφασίσει ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Επιτρέπει στον ιερέα να επιλέξει μόνο το ύψος της ποινής, ελ­πίζοντας ότι θα είναι η πιο αυστηρή. Έτσι η διαδι­κασία θα είναι όντως έγκυρη.
Δεν πιστεύει στην ελευθερία. Η ελευθερία είναι η πηγή του κακού γι' αυτόν. Το αποδεικνύει το προ­πατορικό αμάρτημα όπως αυτός το εξηγεί. Ο άν­θρωπος όταν αφήνεται ελεύθερος, τότε πέφτει. Ο διάβολος είναι πανταχού παρών και παντοδύναμος κατ' αυτόν. Όσες φορές έχει ακούσει τη φωνή του εαυτού του, έχει συναντήσει το διάβολο. Άρα δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεται τον εαυτό του. Γι' αυ­τό υπερτονίζει την έννοια της υπακοής. Μια υπα­κοή που πρέπει να είναι ολοκληρωτική και ισοπε­δωτική. Μια υπακοή που θα αφορά το κάθε τι μέσα στη ζωή. Όλες τις πλευρές της ζωής.
Επιλέγει τον πιο «αυστηρό» εξομολόγο, που θα του επιβεβαιώνει όλες αυτές τις δοξασίες ως γνήσια και βαθιά πίστη. Επί πλέον ο πνευματικός του θα πρέπει να του επιβάλλει αυστηρά επιτίμια που θα ε­πιβεβαιώνουν τη στάση του, ότι δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεται τον εαυτό του ή τους άλλους ανθρώ­πους. Πρέπει να τον συμβουλεύεται και στην πιο παραμικρή λεπτομέρεια. Κάθε πράξη ή σκέψη απο­κτά απίθανες διαστάσεις, αφού θα μπορούσε να α­ποτελέσει την Κερκόπορτα, από όπου θα μπει ο διά­βολος. Και όταν ανοίξει την πόρτα του εξομολογη­τηρίου για να φύγει και μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, θα έχει πάλι μπει σε κάποιους λογισμούς και πειρασμούς. Θα τηλεφωνήσει επομένως για να τους αναφέρει.
Τρέμει τον κόσμο, αφού τον θεωρεί το βασίλειο του Αντίχριστου. Αποφεύγει τους άλλους ανθρώ­πους, γιατί αυτοί είναι το όργανο μέσω του οποίου θα κολαστεί. Οι άλλοι είναι ο δρόμος προς την κό­λαση. Το άλλο φύλο, ο/ η σύντροφος του, οι συγγε­νείς, οι συνάδελφοι, οι κοσμικοί, ο επίσκοπος, η διοι­κούσα Εκκλησία, όλοι είναι δυνάμει εχθροί.
Μόνο καταφύγιο ο πνευματικός του. Ένας πνευ­ματικός που είναι διαθέσιμος κάθε στιγμή, ώστε να μπορεί να του ανακοινώνει τις όποιες δυσκολίες α­ντιμετωπίζει. Ένας ιερέας που δεν έχει προσωπικό χώρο και χρόνο. Ένα ιερέας που δεν τολμά να είναι πρόσωπο. Μόνο ρόλος. Που τον θεοποιεί, τον προ­σκυνά, αλλά ταυτόχρονα τον χειρίζεται κατά βού­ληση.
Δημιουργείται ένα παθολογικό δίδυμο πνευματι­κού και πνευματικού τέκνου που καλύπτει αμοιβαί­ες παθολογικές ανάγκες και επομένως δεν επιτρέ­πει την αμφισβήτηση. Διακόπτεται η επικοινωνία με κάθε τρίτο πρόσωπο (σύντροφος, γονιός, φίλος), που μπορεί να σχολιάσει αρνητικά αυτή τη σχέση, και ευνοείται μόνο η επικοινωνία με κάποιους άλ­λους εξομολογουμένους που επιβεβαιώνουν και αυ­τοί τη στάση τους με το να υμνούν τον κοινό πνευ­ματικό τους. Εν ονόματι του Θεού, αλλά δίχως την παρουσία Του, εγκαθίσταται μια εξαρτητική σχέση που αρχικά παρέχει ασφάλεια. Στη συνέχεια όμως, αν ποτέ διαλυθεί, η ρήξη συνοδεύεται από σκηνές που θυμίζουν διάλυση ερωτικής σχέσης με σκληρές αμοιβαίες κατηγορίες.
Αν πάει λόγω ανάγκης σε κάποιον άλλον πνευ­ματικό ή μάθει ότι υπάρχει κάποιος πνευματικός που στέκεται με κατανόηση και έλεος απέναντι στα πρόσωπα που έχουν αμαρτήσει, τότε αναστα­τώνεται. Ο πνευματικός αυτός καθίσταται άμεσα ανενεργός, επικίνδυνος, ελαφρός, φιλελεύθερος και όργανο του Αντίχριστου. Και βέβαια είναι επικίνδυ­νος γι' αυτόν, γιατί τον αποσταθεροποιεί από την αυτοϊκανοποίηση της ανταποδοτικότητας.
Δεν θα άντεχε ποτέ έναν ιερέα που να αγγίζει τα τραύματα του ανθρώπου με θεραπευτική τρυφερό­τητα. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι και αυτός θα μπο­ρούσε να αμάρτανε και μετά να γευόταν τη συγ­χώρηση. Αυτό τον αναστατώνει.
Ο Θεός δεν δικαιούται να είναι ένας ελεήμων και πανάγαθος Θεός. Δεν δικαιούται ο Θεός να ενεργεί τόσο άδικα που να «αμείβει τον εργαζόμενο από της ενδέκατης ως τον εργασάμενο από της πρώ­της».
Η προσέλευση του, δηλαδή, στην εξομολόγηση με το ένδυμα της εξουθενωτικής ισοπέδωσης δεν α­φορά την μετάνοια. Τα μυαλά του είναι καθηλωμέ­να στη νομική αντίληψη των πράξεων. Εν ονόματι της σωστής θρησκευτικότητας του επιβάλλει αντί­στοιχες στάσεις με όσους σχετίζεται. Εκεί όμως α­ναλαμβάνει αυτός το ρόλο του «πνευματικού». Ζη­τά να επιβάλλει την κάθε του άποψη και τιμωρεί σκληρά όποιον του αντισταθεί.
Την ίδια στιγμή, δηλαδή, που θεωρεί ότι κτυπά τον εγωισμό του, ότι ταπεινώνεται, ταυτόχρονα γί­νεται αφόρητα εγωπαθής - εγωκεντρικός.
Δεν θα αγγίξει τα ψυχολογικά τραυματικά συ­μπλέγματα της παιδικής του ηλικίας που αποτε­λούν το υπέδαφος της όλης του συμπεριφοράς. Δεν θα υποψιαστεί ότι η όλη του στάση είναι ένας αμυ­ντικός μηχανισμός που μπορεί να τον προστάτευσε στην εφηβεία του, αλλά που σήμερα τον εμποδίζει στην πνευματική του ενηλικίωση. Δεν αντέχει να συνειδητοποιήσει τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει για κάποιο γονιό του, από τον οποίο είχε πληγωθεί. Συνεπώς και δεν θα τον συγχωρήσει πο­τέ. Όπως αργότερα θα δυσκολευτεί να συγχωρήσει το παιδί του που θα θελήσει να αυτονομηθεί, αφού πάλι θα νιώσει προδομένος.
Κλείνεται μέσα στις δοξασίες του, τις ντυμένες το μανδύα της θρησκευτικότητας και ενισχυμένες από ένα μηχανιστικό τρόπο διαστρεβλωμένης με­ταφοράς της μοναστικής άσκησης.
Και ο σαδομαζοχιστικός τρόπος συναλλαγής, ό­που ο Σταυρός δεν είναι μέσο, αλλά στόχος και αυ­τοσκοπός, καλά κρατεί. Ένας Σταυρός αυτοκατα-σκευασμένος. Ένας Σταυρός εν ονόματι του Θεού, αλλά χωρίς Θεό και οπωσδήποτε χωρίς Αναστάντα Θεό για την σωτηρία ημών των αμαρτωλών.



2. Ο κοσμικά θρησκευόμενος άνθρωπος

Προσέρχεται στην εξομολόγηση για να ικανο­ποιήσει τις επιμέρους θρησκευτικές του ανάγκες.
Μπορεί να συμμετέχει ίσως στις ακολουθίες και τα Μυστήρια, αλλά δεν επιτρέπει τη θετική αλλοίωση του απ' αυτά. Χρησιμοποιώντας τους ψυχολογικούς μηχανι­σμούς της διανοητικοποίησης και της άρνησης που εμποδίζουν τη διεργασία της αυτογνωσίας, δεν επι­τρέπει στον εαυτό του να αναρωτηθεί για την πο­ρεία του.
Εξωτερικά είναι ο «σίγουρος» άνθρωπος που έ­χει τακτοποιήσει τα πάντα. Όμως πάντα παραμέ­νει ο ανασφαλής και εύθραυστος άνθρωπος που δεν τολμά να σχετισθεί, γιατί κάθε γνήσια σχέση είναι απειλή για την ισορροπία του, αφού μπορεί να κα­ταδείξει και την κενότητα του.
Νιώθει αυτάρκης και ικανοποιημένος για τη στάση του. Αυτός κάνει ό,τι πρέπει. Οι άλλοι φταί­νε. Οι άλλοι δημιουργούν τα προβλήματα. Οι άλλοι γίνονται η κόλαση, όταν επιζητούν να υπάρχουν ως άλλοι — ως διαφορετικά πρόσωπα. Οι άλλοι πρέπει να υπάρχουν μόνο για να τον επιβεβαιώνουν. Πρέ­πει να λένε πόσο καλός και σωστός είναι. Επί πλέ­ον χρειάζονται για να τον φροντίζουν, να τον διευ­κολύνουν και να τον εξυπηρετούν. Επομένως παρα­μένει πάντα μόνος, έστω και αν περιστοιχίζεται α­πό τους άλλους ανθρώπους.
Για την Εκκλησία και το Θεό έχει διαφυλάξει έ­ναν αντίστοιχο ρόλο. Θα πρέπει να του επιβεβαιώ­νουν την πορεία του. Θα πρέπει να καθησυχάζουν τις όποιες αγωνίες του. Θα πρέπει να τον καλύ­πτουν στις όποιες δυσκολίες του. Τότε αυτός θα με­τέχει στην Εκκλησία, θα νιώθει μέλος της, θα εκ­κλησιάζεται και θα του είναι αρεστό να μετέχει και στο φιλανθρωπικό έργο της.
Θα συνεισφέρει οικονομικά στην ενίσχυση του εκκλησιαστικού έργου, αφού αυτό θα μπορεί να πι­στοποιείται με την αναγόρευση του ως ευεργέτη. Γεγονός που στη συνέχεια θα μπορέσει να συντελέ­σει και στην εξασφάλιση μιας σίγουρης και ευνοϊ­κής μελλοντικής Κρίσης.
Αφού παραχώρησε στο Θεό κάποιο χρόνο του και κάποια χρήματα του, θεωρεί ως αυτονόητο ότι και Αυτός θα πρέπει να του είναι υπόχρεος. Επομένως θα πρέπει να δείξει κατανόηση στις όποιες ατέλειες του που σίγουρα δεν είναι πολλές, αφού ούτε σκό­τωσε, ούτε έκλεψε...
Αντίστοιχα αντιμετωπίζει και τον ιερέα, τον ο­ποίο θεωρεί ως υπάλληλο για την ικανοποίηση των θρησκευτικών του αναγκών.
Αν τύχει ο ιερέας και δεν ψέλνει μελωδικά, δεν τελειώνει σύντομα τις ακολουθίες και δεν του χα­μογελάει με τιμή κάθε φορά που τον συναντά, τότε πρόκειται για ένα κακό υπάλληλο. Πολύ περισσό­τερο αν τυχόν ο ιερέας δεν θελήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες του για μαγική θρησκευτικότητα ή αν αναρωτηθεί για τη δική του ευθύνη σε συγκρούσεις με άλλους ανθρώπους. Η γλυκύτητα και η ανοχή του απέναντι στον ιερέα εξαντλούνται.
Τότε θα του επιτεθεί και θα τον διαβάλει. Θα τον θεωρήσει ως οπισθοδρομικό και περίεργο. Θα ανα­στατωθεί, γιατί θίγεται η αξιομισθία του. Θα δια­κόψει κάθε σχέση μαζί του και θα φροντίσει να βρει κάποιον άλλον ιερέα που να ανταποκρίνεται στις α­παιτήσεις του. Θα διακόψει κάθε σχέση με την Εκ­κλησία, αφού η Εκκλησία δεν εκσυγχρονίζεται και ζητά να ανακατεύεται στη ζωή των ανθρώπων α­ντί να παραμένει στα θρησκευτικά της καθήκοντα.
Τέλος κάποια στιγμή, όταν του συμβεί κάτι ό­ντως κακό γι' αυτόν, όπως μια σοβαρή αρρώστια, ένας θάνατος ή μια οικονομική καταστροφή, τότε θα αναρωτηθεί : «Γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο σε μένα;». Ο Θεός δεν είναι δίκαιος ή δυνατός, αφού δεν προστατεύει αυτούς που Του έχουν κάνει τη χά­ρη να αναγνωρίσουν την ύπαρξη Του.
Και παραμένει πάντα στον ψευδή εαυτό του. Στο προσωπείο του. Δεν έχει τη στοιχειώδη αυτογνω­σία. Γι' αυτό και δεν έχει κάτι για να εξομολογηθεί. Κοιτάζεται πάντα σ' ένα αυτοκατασκευασμένο καθρέφτη που τον διαβεβαιώνει ότι «είναι ο καλύ­τερος άνθρωπος που δύναται να υπάρξει». Το προ­σωπείο του έχει γίνει το πρόσωπο του, ενώ η ψυχή του θυμίζει το πορτραίτο του Dorian Gray που υφί­σταται όλες τις αλλοιώσεις. Πρόσωπο που παρου­σιάζεται αβάσταχτα ελκυστικό, ενώ η ψυχή του γερνάει ανεπιστρεπτί.




3. Ο αυθεντικά πιστός άνθρωπος

Βρίσκεται σε μια συνεχή πάλη με τον εαυτό του, τους άλλους και το Θεό, καθώς αναζητά το πρόσω­πο του.
Γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος. Έχει αυτό το δικαί­ωμα από το Θεό, αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία είναι το ζητούμενο και όχι το δεδομένο της ζωής του.
Γνωρίζει ότι η ελευθερία του είναι ευνουχισμένη από συνήθειες, μύθους, πάθη, εξαρτήσεις, φιλοδο­ξίες, εκκοσμικεύσεις. Αντιλαμβάνεται ότι δεν υφί­σταται καμιά διασφάλιση στην πορεία του. Κάποι­ες στιγμές κουράζεται και αποζητά κάποια «αντι­κειμενικά» κριτήρια και κάποια καταφύγια, που ό­μως ταυτόχρονα γνωρίζει ότι δεν μπορούν να τον διασφαλίσουν.
Οι άλλοι άνθρωποι γύρω του τον δυσκολεύουν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και την ελπίδα του.
Στις ανθρώπινες σχέσεις έχει συναντήσει ό,τι καλύτερο μπορεί να του συμβεί. Τον ίδιο το Θεό. Ταυτόχρονα όμως έχει ζήσει και ανθρώπινες σχέ­σεις που δεν τον χαρίτωσαν. Αντίθετα τον δυσκόλε­ψαν. Όμως γνωρίζει ότι αν θα χρέωνε την αποτυ­χία του στους άλλους ή στις συνθήκες, τότε η ανα­κούφιση του θα ήταν μόνο προσωρινή. Γι' αυτό και ψάχνει μέσα του την όποια διέξοδο. Για την αναζή­τηση όμως γνωρίζει ότι δεν είναι επαρκείς μόνο οι δικές του δυνάμεις. Όχι από μια ψεύτικη και υπο­κριτική ταπεινοφροσύνη, ότι τάχα δεν αξίζει τίποτα ή ότι δεν έχει κάποιες ικανότητες, αλλά από την σι­γουριά ότι ενώ έχει πετύχει πολλά σημαντικά πράγματα στη ζωή του, αυτά δεν είναι αρκετά για να του δώσουν μια γνήσια διέξοδο.
Αναζητά στη σχέση του με το Θεό τα στοιχεία μιας διαχρονικής γνησιότητας, ενός αληθινού μέ­τρου που θα μπορεί να ανταποκριθεί στη ζωή του.
Αναζητώντας αυτό το μέτρο, αναρωτιέται και για τον ίδιο το Θεό... Ανάμεσα στο πρόσωπο του Θεού και στο δικό του πρόσωπο μπαίνουν ως εμπό­διο οι αντιλήψεις περί Θεού και η δική του ανεπάρ­κεια. Εμπιστεύεται όμως το Θεό και ελπίζει σ' Αυ­τόν. Οι όποιες επιτυχίες ή αποτυχίες του μπορεί προσωρινά να τον απομακρύνουν από το Θεό, αλλά ταυτόχρονα δύνανται να καταστούν και εφαλτήριο για την πνευματική του ζωή.
Αυτή η διακινδύνευση πολλάκις οδηγεί σε μια μοναξιά —όχι απομόνωση—, σε μια οδυνηρή απώ­λεια του προσώπου του Θεού.
Όταν όμως κάποιες στιγμές —πόσες άραγε μέσα στη ζωή;—, κάποιες στιγμές που δεν έρχονται μα­γικά, χωρίς κόστος, αλλά μετά από μια δαπανηρή πορεία αυτογνωσίας, φανερωθεί το πρόσωπο του Θεού μέσα στη σχέση με τους ανθρώπους, τότε μια άφατη γνήσια βαθιά χαρά και γλυκύτητα πληρώ­νει την ύπαρξη. Ταυτόχρονα όμως και μια λύπη α­πλώνεται. Γιατί; Κρίμα! Απαιτήθηκε τόσος χρόνος ζωής για να μπορέσω να δω αυτό που υπήρχε πά­ντα γύρω μου, πλάι μου, μέσα μου- και τότε είναι η στιγμή της Μετάνοιας. Μιας Μετάνοιας όπου ο νους μεταστρέφεται όχι λόγω κάποιας ψυχολογι­κής πίεσης που άσκησε ο εαυτός ή κάποιος άλλος, αλλά λόγω φωτισμού. Μπόρεσα να δω διαφορετικά, από άλλη οπτική γωνία, και τα πράγματα καθάρι­σαν. Πλησιάζω την πηγή της ζωής. Αναγνωρίζω τη δίψα μου. Αναγνωρίζω ότι δεν είμαι αυτάρκης. Ότι υφίσταται ένα ύδωρ που μπορεί να με ζωντανέ­ψει. Να με ζωογονήσει. Να δώσει ζωή σε μένα και στις σχέσεις μου.
Παίρνω την ευθύνη να προσεγγίσω την Πηγή. Η Πηγή υπάρχει, αλλά πρέπει να κάνω και εγώ το βήμα για να ενεργοποιηθεί το θαύμα. Όπως ο πα­ραλυτικός που έπρεπε να σηκώσει το κρεβάτι του για να ζωντανέψουν τα πόδια του. Όπως ο τυφλός που έπρεπε να πάει στην πηγή και να πλύνει τη λά­σπη των ματιών του για να μπορέσει να δει.
Κάποιοι στερημένοι θα εξηγήσουν ότι πρέπει να ταλαιπωρηθεί ο αμαρτωλός για να αποδείξει την έ­μπρακτη μετάνοια του. Σαν να λέμε, να εκτίσει την ποινή του. Να πληρώσει το πρόστιμο της αμαρτίας, δηλαδή μιας ένοχης ηδονής. Όμως αυτή η απάν­θρωπη μιζέρια δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα Πανάγαθο Δημιουργό της Ομορφιάς και της Αγά­πης.
Μου ζητά να Τον προσεγγίσω και να συμμετά­σχω ενεργά στην αποκατάσταση μου. Ο γυρισμός μου είναι και η λύτρωση μου. Είναι η έμπρακτη ε­μπιστοσύνη μου στις προθέσεις Του. Μου ζητά ν' α­ναλάβω μέρος της θεραπείας μου, γιατί με επανα­φέρει σ' αυτό που ήμουν πάντα και δεν το ενεργο­ποιούσα. Συνδημιουργός.
Επομένως η ενεργή συμμετοχή μου στο Μυστή­ριο της Μετάνοιας δεν είναι μίζερη τιμωρία, αλλά ε­νεργοποίηση της ζωής. Δεν είμαι ο δούλος που τι­μωρείται για την προσπάθεια του να ελευθερωθεί, αλλά αυτός που επανακτά το βασιλικό και ιερατικό του αξίωμα.
Δεν μετανοιώνω με το να κλαίω απαρηγόρητος με μαύρα μίζερα δάκρυα αυτομομφής, αλλά με πο­τάμια δακρύων που ξεπλένουν τα νέφη.
Τα δάκρυα μου είναι σαν την βροχή. Καθαρίζει τους σκονισμένους ορίζοντες μου. Ποτίζει τα απο-ξεραμένα χωράφια της ύπαρξης μου. Δημιουργεί ποτάμια ζωής που θα ποτίσουν και τους γύρω μου.
Τότε ο πνευματικός - εξομολόγος γίνεται ευκαι­ρία. Θα μπορέσει να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ή την ψευδαίσθηση. Θα μπορέσει να διαπλατύνει το πεδίο με τη δική του εμπειρία. Θα μπορέσει να οδη­γήσει και σ' άλλες πλευρές που παραμένουν σκο­τεινές. Ο πνευματικός τότε και ο Θεός ως πρόσωπα έχουν τη δική τους ελευθερία. Δεν είναι προβλέψι­μοι, αφού είναι ζωντανοί και Άλλοι. Γι' αυτό μπο­ρούν να συντελέσουν στην πραγμάτωση της ελπί­δας.
Και τότε η Μετάνοια είναι ευκαιρία, ταυτίζεται με τη ζωή. Με την ελπίδα. Δεν είναι κάτι που πρέ­πει να γίνει. Αντίθετα, η άρνηση της Μετάνοιας ισοδυναμεί με άρνηση στη ζωή.


Επίλογος

Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η ψυχαναγκαστική απαρίθμηση πράξεων που αποδεικνύουν την ε­νοχή μου.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η καταθλιπτική αυτομομφή που στρέφεται εναντίον του προσώπου μου, ταυτίζοντας το πρόσωπο με τις συμπεριφορές.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η απόφαση να μην ξαναμαρτήσω, που θα συνδυάζεται με το να μη ζω πλέον.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η απώλεια της ε­λευθερίας μου και η παράδοση σε κάποιον άλλον που από εδώ και πέρα θα αποφασίζει για μένα.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η κλωνοποίηση μιας πνευματικής ισοπέδωσης.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι το Δυτικό Καθαρ­τήριο ή η έναντι αντιτίμου απονομή συγχωροχαρτιών.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η υπογραφή κειμέ­νων μεταμέλειας που αποτρέπει την περαιτέρω δίωξη.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η ισοπέδωση της προηγούμενης ζωής του μετανοούντος, στην οποία τάχα δεν υφίσταται κάτι θετικό που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και στη νέα φάση.
Μετάνοια ίσως να είναι η ύψιστη χαρά μιας επί­γειας μετοχής στον Ουράνιο Παράδεισο.
Μετάνοια ίσως να είναι το καμίνι που λιώνει τις σκουριές και δίνει στο ατσάλι μια νέα διάσταση.
Μετάνοια ίσως να είναι το ξεπέταγμα ενός ά­χρηστου βάρους που εμποδίζει την ελευθερία.
Μετάνοια ίσως να είναι η αποδοχή των ορίων της ανθρώπινης διάστασης μου.
Μετάνοια ίσως να είναι η αναζήτηση των όρων με τους οποίους η ύπαρξη μου οδεύει στην ολοκλή­ρωση της.
Μετάνοια ίσως να είναι η βεβαιότητα ότι η συ­νάντησή μου με τους άλλους ανθρώπους μπορεί να είναι δημιουργική.
Μετάνοια μπορεί να είναι η επιβεβαίωση της ε­λευθερίας με την εκούσια παραίτηση μου από το πλήθος των ελευθεριών μου.
Μετάνοια. Μεταστροφή ζωής. Υπέρτατη απόδει­ξη ελευθερίας. Πέταγμα. Απογείωση από τα δεσμά μιας καταναγκαστικής μετριότητας. Μιας ρουτί­νας που δεν ελπίζει στο απραγματοποίητο. Μιας πειθαναγκαστικής αποδοχής των δεσμών. Ενός βάρβαρου διαζυγίου μεταξύ της χαράς και της ζω­ής. Μιας μίζερης αποδοχής της διασκέδασης, της σκέδασης, της διάσπασης, του σπασίματος, της α­πώλειας του όλου...
Μετάνοια. Ένωση των διεστώτων. Ο μετανοών λαχταρά το όλον. Δεν αντέχει τα θραύσματα της ζωής και πηγαίνει σ' Αυτόν που προσφέρει την αρ­μονία. Ψάχνει για εκείνο το βλέμμα, που θα πέσει πάνω του και θα τον κάνει πρόσωπο. Ψάχνει για ε­κείνο το βλέμμα που θα αγγίξει τους γύρω του και που θα τους καταστήσει από κόλαση αδιεξόδων α­νοιχτούς ορίζοντες, ανοιχτά πέλαγα που θα τον κα­λούν να ταξιδέψει για να τους συναντήσει...



Πηγή: Δημήτρης Καραγιάννης , Ρωγμές και Αγγίγματα, εκδ. Αρμός σ. 31-46