Μετανοούντες
και αμετανόητοι. Ψυχολογική κατάσταση του μετανοουντος
«Η παραβολή του άσωτου υιού είναι μια ιστορία συνάντησης ενός πολύ
καλού πατέρα και ενός πολύ δυνατού παιδιού» Σύγχρονος Γέροντας
Η στιγμή
της προσέλευσης του πιστού στο μυστήριο της θ. Εξομολόγησης αποτελεί μια
κορυφαία στιγμή στη ζωή του. Τότε είναι που μπορεί δυνάμει να ζήσει το θαύμα
της θεραπείας του...
Όμως όλοι
οι άνθρωποι για τους ίδιους λόγους προσέρχονται; Τον ίδιο Θεό συναντούν;
Σχηματικά θα μπορούσαμε να
αναφερθούμε σε τρεις διαφορετικούς τύπους προσέγγισης στο μυστήριο.
1. Ο «θρησκευτικός»
ενοχικός άνθρωπος:
Έχει
αποφασίσει για τον εαυτό του. Φταίει. Έχει παραβεί το Νόμο. Πρέπει να
τιμωρηθεί.
Προσέρχεται
για να υποστεί τις συνέπειες της παράνομης πράξης του. Πρέπει να εξιλεωθεί. Για
να εξαγνιστεί πρέπει να πληρώσει κάποιο κόστος.
Δεν πιστεύει ουσιαστικά στη Θεία Χάρη. Δεν ελπίζει
να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού. Τα πρόσωπα έχουν χαθεί. Έχοντας εκμηδενίσει
το δικό του πρόσωπο, αδυνατεί να συναλλαγεί με το πρόσωπο του ιερέα και δεν
δύναται να κατανοήσει τη δυνατότητα προσωπικής κοινωνίας με το Θεό.
Η εξομολόγηση αποτελεί μια τυπική
διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Η απόφαση έχει βγει. Έχει αποφασίσει ο ίδιος ο
κατηγορούμενος. Επιτρέπει στον ιερέα να επιλέξει μόνο το ύψος της ποινής, ελπίζοντας
ότι θα είναι η πιο αυστηρή. Έτσι η διαδικασία θα είναι όντως έγκυρη.
Δεν
πιστεύει στην ελευθερία. Η ελευθερία είναι η πηγή του κακού γι' αυτόν. Το
αποδεικνύει το προπατορικό αμάρτημα όπως αυτός το εξηγεί. Ο άνθρωπος όταν
αφήνεται ελεύθερος, τότε πέφτει. Ο διάβολος είναι πανταχού παρών και
παντοδύναμος κατ' αυτόν. Όσες φορές έχει ακούσει τη φωνή του εαυτού του, έχει
συναντήσει το διάβολο. Άρα δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεται τον εαυτό του. Γι'
αυτό υπερτονίζει την έννοια της υπακοής. Μια υπακοή που πρέπει να είναι
ολοκληρωτική και ισοπεδωτική. Μια υπακοή που θα αφορά το κάθε τι μέσα στη ζωή.
Όλες τις πλευρές της ζωής.
Επιλέγει τον πιο «αυστηρό»
εξομολόγο, που θα του επιβεβαιώνει όλες αυτές τις δοξασίες ως γνήσια και βαθιά
πίστη. Επί πλέον ο πνευματικός του θα πρέπει να του επιβάλλει αυστηρά επιτίμια
που θα επιβεβαιώνουν τη στάση του, ότι δεν πρέπει ποτέ να εμπιστεύεται τον
εαυτό του ή τους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να τον συμβουλεύεται και στην πιο
παραμικρή λεπτομέρεια. Κάθε πράξη ή σκέψη αποκτά απίθανες διαστάσεις, αφού θα
μπορούσε να αποτελέσει την Κερκόπορτα, από όπου θα μπει ο διάβολος. Και όταν
ανοίξει την πόρτα του εξομολογητηρίου για να φύγει και μέχρι να φτάσει στο
σπίτι του, θα έχει πάλι μπει σε κάποιους λογισμούς και πειρασμούς. Θα
τηλεφωνήσει επομένως για να τους αναφέρει.
Τρέμει τον
κόσμο, αφού τον θεωρεί το βασίλειο του Αντίχριστου. Αποφεύγει τους άλλους ανθρώπους,
γιατί αυτοί είναι το όργανο μέσω του οποίου θα κολαστεί. Οι άλλοι είναι ο
δρόμος προς την κόλαση. Το άλλο φύλο, ο/ η σύντροφος του, οι συγγενείς, οι
συνάδελφοι, οι κοσμικοί, ο επίσκοπος, η διοικούσα Εκκλησία, όλοι είναι δυνάμει
εχθροί.
Μόνο
καταφύγιο ο πνευματικός του. Ένας πνευματικός που είναι διαθέσιμος κάθε
στιγμή, ώστε να μπορεί να του ανακοινώνει τις όποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει.
Ένας ιερέας που δεν έχει προσωπικό χώρο και χρόνο. Ένα ιερέας που δεν τολμά να
είναι πρόσωπο. Μόνο ρόλος. Που τον θεοποιεί, τον προσκυνά, αλλά ταυτόχρονα τον
χειρίζεται κατά βούληση.
Δημιουργείται
ένα παθολογικό δίδυμο πνευματικού και πνευματικού τέκνου που καλύπτει αμοιβαίες
παθολογικές ανάγκες και επομένως δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση. Διακόπτεται η
επικοινωνία με κάθε τρίτο πρόσωπο (σύντροφος, γονιός, φίλος), που μπορεί να
σχολιάσει αρνητικά αυτή τη σχέση, και ευνοείται μόνο η επικοινωνία με κάποιους
άλλους εξομολογουμένους που
επιβεβαιώνουν και αυτοί τη στάση τους με το να υμνούν τον κοινό πνευματικό
τους. Εν ονόματι του Θεού, αλλά δίχως την παρουσία Του, εγκαθίσταται μια
εξαρτητική σχέση που αρχικά παρέχει ασφάλεια. Στη συνέχεια όμως, αν ποτέ
διαλυθεί, η ρήξη συνοδεύεται από σκηνές που θυμίζουν διάλυση ερωτικής σχέσης με
σκληρές αμοιβαίες κατηγορίες.
Αν πάει λόγω ανάγκης σε κάποιον
άλλον πνευματικό ή μάθει ότι υπάρχει κάποιος πνευματικός που στέκεται με
κατανόηση και έλεος απέναντι στα πρόσωπα που έχουν αμαρτήσει, τότε αναστατώνεται.
Ο πνευματικός αυτός καθίσταται άμεσα ανενεργός, επικίνδυνος, ελαφρός,
φιλελεύθερος και όργανο του Αντίχριστου. Και βέβαια είναι επικίνδυνος γι'
αυτόν, γιατί τον αποσταθεροποιεί από την αυτοϊκανοποίηση της ανταποδοτικότητας.
Δεν θα
άντεχε ποτέ έναν ιερέα που να αγγίζει τα τραύματα του ανθρώπου με θεραπευτική
τρυφερότητα. Γιατί αυτό θα σήμαινε ότι και αυτός θα μπορούσε να αμάρτανε και
μετά να γευόταν τη συγχώρηση. Αυτό τον αναστατώνει.
Ο Θεός δεν δικαιούται να είναι
ένας ελεήμων και πανάγαθος Θεός. Δεν δικαιούται ο Θεός να ενεργεί τόσο άδικα
που να «αμείβει τον εργαζόμενο από της ενδέκατης ως τον εργασάμενο από της πρώτης».
Η προσέλευση του, δηλαδή, στην εξομολόγηση με το
ένδυμα της εξουθενωτικής ισοπέδωσης δεν αφορά την μετάνοια. Τα μυαλά του είναι
καθηλωμένα στη νομική αντίληψη των πράξεων. Εν ονόματι της σωστής
θρησκευτικότητας του επιβάλλει αντίστοιχες στάσεις με όσους σχετίζεται. Εκεί
όμως αναλαμβάνει αυτός το ρόλο του «πνευματικού». Ζητά να επιβάλλει την κάθε
του άποψη και τιμωρεί σκληρά όποιον του αντισταθεί.
Την ίδια
στιγμή, δηλαδή, που θεωρεί ότι κτυπά τον εγωισμό του, ότι ταπεινώνεται,
ταυτόχρονα γίνεται αφόρητα εγωπαθής - εγωκεντρικός.
Δεν θα αγγίξει τα ψυχολογικά τραυματικά
συμπλέγματα της παιδικής του ηλικίας που αποτελούν το υπέδαφος της όλης του
συμπεριφοράς. Δεν θα υποψιαστεί ότι η όλη του στάση είναι ένας αμυντικός
μηχανισμός που μπορεί να τον προστάτευσε στην εφηβεία του, αλλά που σήμερα τον
εμποδίζει στην πνευματική του ενηλικίωση. Δεν αντέχει να συνειδητοποιήσει τα
αρνητικά συναισθήματα που νιώθει για κάποιο γονιό του, από τον οποίο είχε
πληγωθεί. Συνεπώς και δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Όπως αργότερα θα δυσκολευτεί
να συγχωρήσει το παιδί του που θα θελήσει να αυτονομηθεί, αφού πάλι θα νιώσει
προδομένος.
Κλείνεται
μέσα στις δοξασίες του, τις ντυμένες το μανδύα της θρησκευτικότητας και
ενισχυμένες από ένα μηχανιστικό τρόπο διαστρεβλωμένης μεταφοράς της μοναστικής
άσκησης.
Και ο
σαδομαζοχιστικός τρόπος συναλλαγής, όπου ο Σταυρός δεν είναι μέσο, αλλά στόχος
και αυτοσκοπός, καλά κρατεί. Ένας Σταυρός αυτοκατα-σκευασμένος. Ένας Σταυρός
εν ονόματι του Θεού, αλλά χωρίς Θεό και οπωσδήποτε χωρίς Αναστάντα Θεό για την
σωτηρία ημών των αμαρτωλών.
2. Ο κοσμικά θρησκευόμενος
άνθρωπος
Προσέρχεται στην εξομολόγηση για να ικανοποιήσει τις επιμέρους
θρησκευτικές του ανάγκες.
Μπορεί να συμμετέχει ίσως στις
ακολουθίες και τα Μυστήρια, αλλά δεν επιτρέπει τη θετική αλλοίωση του απ' αυτά.
Χρησιμοποιώντας τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της διανοητικοποίησης και της
άρνησης που εμποδίζουν τη διεργασία της αυτογνωσίας, δεν επιτρέπει στον εαυτό
του να αναρωτηθεί για την πορεία του.
Εξωτερικά είναι ο «σίγουρος»
άνθρωπος που έχει τακτοποιήσει τα πάντα. Όμως πάντα παραμένει ο ανασφαλής και
εύθραυστος άνθρωπος που δεν τολμά να σχετισθεί, γιατί κάθε γνήσια σχέση είναι
απειλή για την ισορροπία του, αφού μπορεί να καταδείξει και την κενότητα του.
Νιώθει αυτάρκης και ικανοποιημένος για τη στάση
του. Αυτός κάνει ό,τι πρέπει. Οι άλλοι φταίνε. Οι άλλοι δημιουργούν τα
προβλήματα. Οι άλλοι γίνονται η κόλαση, όταν επιζητούν να υπάρχουν ως άλλοι — ως
διαφορετικά πρόσωπα. Οι άλλοι πρέπει να υπάρχουν μόνο για να τον επιβεβαιώνουν.
Πρέπει να λένε πόσο καλός και σωστός είναι. Επί πλέον χρειάζονται για να τον
φροντίζουν, να τον διευκολύνουν και να τον εξυπηρετούν. Επομένως παραμένει
πάντα μόνος, έστω και αν περιστοιχίζεται από τους άλλους ανθρώπους.
Για την Εκκλησία και το Θεό έχει
διαφυλάξει έναν αντίστοιχο ρόλο. Θα πρέπει να του επιβεβαιώνουν την πορεία
του. Θα πρέπει να καθησυχάζουν τις όποιες αγωνίες του. Θα πρέπει να τον καλύπτουν
στις όποιες δυσκολίες του. Τότε αυτός θα μετέχει στην Εκκλησία, θα νιώθει
μέλος της, θα εκκλησιάζεται και θα του είναι αρεστό να μετέχει και στο
φιλανθρωπικό έργο της.
Θα
συνεισφέρει οικονομικά στην ενίσχυση του εκκλησιαστικού έργου, αφού αυτό θα
μπορεί να πιστοποιείται με την αναγόρευση του ως ευεργέτη. Γεγονός που στη
συνέχεια θα μπορέσει να συντελέσει και στην εξασφάλιση μιας σίγουρης και ευνοϊκής
μελλοντικής Κρίσης.
Αφού παραχώρησε στο Θεό κάποιο
χρόνο του και κάποια χρήματα του, θεωρεί ως αυτονόητο ότι και Αυτός θα πρέπει
να του είναι υπόχρεος. Επομένως θα πρέπει να δείξει κατανόηση στις όποιες
ατέλειες του που σίγουρα δεν είναι πολλές, αφού ούτε σκότωσε, ούτε έκλεψε...
Αντίστοιχα
αντιμετωπίζει και τον ιερέα, τον οποίο θεωρεί ως υπάλληλο για την ικανοποίηση
των θρησκευτικών του αναγκών.
Αν τύχει ο
ιερέας και δεν ψέλνει μελωδικά, δεν τελειώνει σύντομα τις ακολουθίες και δεν
του χαμογελάει με τιμή κάθε φορά που τον συναντά, τότε πρόκειται για ένα κακό
υπάλληλο. Πολύ περισσότερο αν τυχόν ο ιερέας δεν θελήσει να ικανοποιήσει τις
ανάγκες του για μαγική θρησκευτικότητα ή αν αναρωτηθεί για τη δική του ευθύνη
σε συγκρούσεις με άλλους ανθρώπους. Η γλυκύτητα και η ανοχή του απέναντι στον
ιερέα εξαντλούνται.
Τότε θα του επιτεθεί και θα τον διαβάλει. Θα τον
θεωρήσει ως οπισθοδρομικό και περίεργο. Θα αναστατωθεί, γιατί θίγεται η
αξιομισθία του. Θα διακόψει κάθε σχέση μαζί του και θα φροντίσει να βρει
κάποιον άλλον ιερέα που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Θα διακόψει
κάθε σχέση με την Εκκλησία, αφού η Εκκλησία δεν εκσυγχρονίζεται και ζητά να
ανακατεύεται στη ζωή των ανθρώπων αντί να παραμένει στα θρησκευτικά της
καθήκοντα.
Τέλος κάποια στιγμή, όταν του
συμβεί κάτι όντως κακό γι' αυτόν, όπως μια σοβαρή αρρώστια, ένας θάνατος ή μια
οικονομική καταστροφή, τότε θα αναρωτηθεί : «Γιατί να συμβεί κάτι τέτοιο σε
μένα;». Ο Θεός δεν είναι δίκαιος ή δυνατός, αφού δεν προστατεύει αυτούς που Του
έχουν κάνει τη χάρη να αναγνωρίσουν την ύπαρξη Του.
Και παραμένει πάντα στον ψευδή εαυτό του. Στο
προσωπείο του. Δεν έχει τη στοιχειώδη αυτογνωσία. Γι' αυτό και δεν έχει κάτι
για να εξομολογηθεί. Κοιτάζεται πάντα σ' ένα αυτοκατασκευασμένο καθρέφτη που
τον διαβεβαιώνει ότι «είναι ο καλύτερος άνθρωπος που δύναται να υπάρξει». Το
προσωπείο του έχει γίνει το πρόσωπο του, ενώ η ψυχή του θυμίζει το πορτραίτο
του Dorian Gray που υφίσταται όλες τις αλλοιώσεις. Πρόσωπο που παρουσιάζεται
αβάσταχτα ελκυστικό, ενώ η ψυχή του γερνάει ανεπιστρεπτί.
3. Ο αυθεντικά πιστός άνθρωπος
Βρίσκεται
σε μια συνεχή πάλη με τον εαυτό του, τους άλλους και το Θεό, καθώς αναζητά το
πρόσωπο του.
Γνωρίζει ότι είναι ελεύθερος. Έχει
αυτό το δικαίωμα από το Θεό, αλλά έχει συνειδητοποιήσει ότι η ελευθερία είναι
το ζητούμενο και όχι το δεδομένο της ζωής του.
Γνωρίζει ότι η ελευθερία του είναι
ευνουχισμένη από συνήθειες, μύθους, πάθη, εξαρτήσεις, φιλοδοξίες,
εκκοσμικεύσεις. Αντιλαμβάνεται ότι δεν υφίσταται καμιά διασφάλιση στην πορεία
του. Κάποιες στιγμές κουράζεται και αποζητά κάποια «αντικειμενικά» κριτήρια
και κάποια καταφύγια, που όμως ταυτόχρονα γνωρίζει ότι δεν μπορούν να τον
διασφαλίσουν.
Οι άλλοι άνθρωποι γύρω του τον
δυσκολεύουν, αλλά ταυτόχρονα αποτελούν και την ελπίδα του.
Στις ανθρώπινες σχέσεις έχει
συναντήσει ό,τι καλύτερο μπορεί να του συμβεί. Τον ίδιο το Θεό. Ταυτόχρονα όμως
έχει ζήσει και ανθρώπινες σχέσεις που δεν τον χαρίτωσαν. Αντίθετα τον δυσκόλεψαν.
Όμως γνωρίζει ότι αν θα χρέωνε την αποτυχία του στους άλλους ή στις συνθήκες,
τότε η ανακούφιση του θα ήταν μόνο προσωρινή. Γι' αυτό και ψάχνει μέσα του την
όποια διέξοδο. Για την αναζήτηση όμως γνωρίζει ότι δεν είναι επαρκείς μόνο οι
δικές του δυνάμεις. Όχι από μια ψεύτικη και υποκριτική ταπεινοφροσύνη, ότι
τάχα δεν αξίζει τίποτα ή ότι δεν έχει κάποιες ικανότητες, αλλά από την σιγουριά
ότι ενώ έχει πετύχει πολλά σημαντικά πράγματα στη ζωή του, αυτά δεν είναι
αρκετά για να του δώσουν μια γνήσια διέξοδο.
Αναζητά στη σχέση του με το Θεό τα
στοιχεία μιας διαχρονικής γνησιότητας, ενός αληθινού μέτρου που θα μπορεί να
ανταποκριθεί στη ζωή του.
Αναζητώντας
αυτό το μέτρο, αναρωτιέται και για τον ίδιο το Θεό... Ανάμεσα στο πρόσωπο του
Θεού και στο δικό του πρόσωπο μπαίνουν ως εμπόδιο οι αντιλήψεις περί Θεού και
η δική του ανεπάρκεια. Εμπιστεύεται όμως το Θεό και ελπίζει σ' Αυτόν. Οι
όποιες επιτυχίες ή αποτυχίες του μπορεί προσωρινά να τον απομακρύνουν από το
Θεό, αλλά ταυτόχρονα δύνανται να καταστούν και εφαλτήριο για την πνευματική του
ζωή.
Αυτή η διακινδύνευση πολλάκις
οδηγεί σε μια μοναξιά —όχι απομόνωση—, σε μια οδυνηρή απώλεια του προσώπου του
Θεού.
Όταν όμως κάποιες στιγμές —πόσες
άραγε μέσα στη ζωή;—, κάποιες στιγμές που δεν έρχονται μαγικά, χωρίς κόστος,
αλλά μετά από μια δαπανηρή πορεία αυτογνωσίας, φανερωθεί το πρόσωπο του Θεού
μέσα στη σχέση με τους ανθρώπους, τότε μια άφατη γνήσια βαθιά χαρά και
γλυκύτητα πληρώνει την ύπαρξη. Ταυτόχρονα όμως και μια λύπη απλώνεται. Γιατί;
Κρίμα! Απαιτήθηκε τόσος χρόνος ζωής για να μπορέσω να δω αυτό που υπήρχε πάντα
γύρω μου, πλάι μου, μέσα μου- και τότε είναι η στιγμή της Μετάνοιας. Μιας
Μετάνοιας όπου ο νους μεταστρέφεται όχι λόγω κάποιας ψυχολογικής πίεσης που
άσκησε ο εαυτός ή κάποιος άλλος, αλλά λόγω φωτισμού. Μπόρεσα να δω διαφορετικά,
από άλλη οπτική γωνία, και τα πράγματα καθάρισαν. Πλησιάζω την πηγή της ζωής.
Αναγνωρίζω τη δίψα μου. Αναγνωρίζω ότι δεν είμαι αυτάρκης. Ότι υφίσταται ένα
ύδωρ που μπορεί να με ζωντανέψει. Να με ζωογονήσει. Να δώσει ζωή σε μένα και
στις σχέσεις μου.
Παίρνω την ευθύνη να προσεγγίσω την Πηγή. Η Πηγή
υπάρχει, αλλά πρέπει να κάνω και εγώ το βήμα για να ενεργοποιηθεί το θαύμα.
Όπως ο παραλυτικός που έπρεπε να σηκώσει το κρεβάτι του για να ζωντανέψουν τα
πόδια του. Όπως ο τυφλός που έπρεπε να πάει στην πηγή και να πλύνει τη λάσπη
των ματιών του για να μπορέσει να δει.
Κάποιοι
στερημένοι θα εξηγήσουν ότι πρέπει να ταλαιπωρηθεί ο αμαρτωλός για να αποδείξει
την έμπρακτη μετάνοια του. Σαν να λέμε, να εκτίσει την ποινή του. Να πληρώσει
το πρόστιμο της αμαρτίας, δηλαδή μιας ένοχης ηδονής. Όμως αυτή η απάνθρωπη
μιζέρια δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα Πανάγαθο Δημιουργό της Ομορφιάς και
της Αγάπης.
Μου ζητά να Τον προσεγγίσω και να
συμμετάσχω ενεργά στην αποκατάσταση μου. Ο γυρισμός μου είναι και η λύτρωση
μου. Είναι η έμπρακτη εμπιστοσύνη μου στις προθέσεις Του. Μου ζητά ν' αναλάβω
μέρος της θεραπείας μου, γιατί με επαναφέρει σ' αυτό που ήμουν πάντα και δεν
το ενεργοποιούσα. Συνδημιουργός.
Επομένως η ενεργή συμμετοχή μου
στο Μυστήριο της Μετάνοιας δεν είναι μίζερη τιμωρία, αλλά ενεργοποίηση της
ζωής. Δεν είμαι ο δούλος που τιμωρείται για την προσπάθεια του να ελευθερωθεί,
αλλά αυτός που επανακτά το βασιλικό και ιερατικό του αξίωμα.
Δεν μετανοιώνω με το να κλαίω απαρηγόρητος με μαύρα
μίζερα δάκρυα αυτομομφής, αλλά με ποτάμια δακρύων που ξεπλένουν τα νέφη.
Τα δάκρυα μου είναι σαν την βροχή. Καθαρίζει τους
σκονισμένους ορίζοντες μου. Ποτίζει τα απο-ξεραμένα χωράφια της ύπαρξης μου.
Δημιουργεί ποτάμια ζωής που θα ποτίσουν και τους γύρω μου.
Τότε ο πνευματικός - εξομολόγος
γίνεται ευκαιρία. Θα μπορέσει να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ή την ψευδαίσθηση.
Θα μπορέσει να διαπλατύνει το πεδίο με τη δική του εμπειρία. Θα μπορέσει να οδηγήσει
και σ' άλλες πλευρές που παραμένουν σκοτεινές. Ο πνευματικός τότε και ο Θεός
ως πρόσωπα έχουν τη δική τους ελευθερία. Δεν είναι προβλέψιμοι, αφού είναι
ζωντανοί και Άλλοι. Γι' αυτό μπορούν να συντελέσουν στην πραγμάτωση της ελπίδας.
Και τότε η Μετάνοια είναι
ευκαιρία, ταυτίζεται με τη ζωή. Με την ελπίδα. Δεν είναι κάτι που πρέπει να
γίνει. Αντίθετα, η άρνηση της Μετάνοιας ισοδυναμεί με άρνηση στη ζωή.
Επίλογος
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η
ψυχαναγκαστική απαρίθμηση πράξεων που αποδεικνύουν την ενοχή μου.
Μετάνοια
δεν μπορεί να είναι η καταθλιπτική αυτομομφή που στρέφεται εναντίον του
προσώπου μου, ταυτίζοντας το πρόσωπο με τις συμπεριφορές.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η
απόφαση να μην ξαναμαρτήσω, που θα συνδυάζεται με το να μη ζω πλέον.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η απώλεια της ελευθερίας μου και η
παράδοση σε κάποιον άλλον που από εδώ και πέρα θα αποφασίζει για μένα.
Μετάνοια
δεν μπορεί να είναι η κλωνοποίηση μιας πνευματικής ισοπέδωσης.
Μετάνοια
δεν μπορεί να είναι το Δυτικό Καθαρτήριο ή η έναντι αντιτίμου απονομή
συγχωροχαρτιών.
Μετάνοια
δεν μπορεί να είναι η υπογραφή κειμένων μεταμέλειας που αποτρέπει την
περαιτέρω δίωξη.
Μετάνοια δεν μπορεί να είναι η ισοπέδωση της προηγούμενης ζωής του
μετανοούντος, στην οποία τάχα δεν υφίσταται κάτι θετικό που θα μπορούσε να
αξιοποιηθεί και στη νέα φάση.
Μετάνοια ίσως να είναι η ύψιστη
χαρά μιας επίγειας μετοχής στον Ουράνιο Παράδεισο.
Μετάνοια ίσως να είναι το καμίνι
που λιώνει τις σκουριές και δίνει στο ατσάλι μια νέα διάσταση.
Μετάνοια ίσως να είναι το
ξεπέταγμα ενός άχρηστου βάρους που εμποδίζει την ελευθερία.
Μετάνοια ίσως να είναι η αποδοχή
των ορίων της ανθρώπινης διάστασης μου.
Μετάνοια ίσως να είναι η αναζήτηση
των όρων με τους οποίους η ύπαρξη μου οδεύει στην ολοκλήρωση της.
Μετάνοια ίσως να είναι η
βεβαιότητα ότι η συνάντησή μου με τους άλλους ανθρώπους μπορεί να είναι
δημιουργική.
Μετάνοια
μπορεί να είναι η επιβεβαίωση της ελευθερίας με την εκούσια παραίτηση μου από
το πλήθος των ελευθεριών μου.
Μετάνοια. Μεταστροφή ζωής.
Υπέρτατη απόδειξη ελευθερίας. Πέταγμα. Απογείωση από τα δεσμά μιας
καταναγκαστικής μετριότητας. Μιας ρουτίνας που δεν ελπίζει στο
απραγματοποίητο. Μιας πειθαναγκαστικής αποδοχής των δεσμών. Ενός βάρβαρου
διαζυγίου μεταξύ της χαράς και της ζωής. Μιας μίζερης αποδοχής της
διασκέδασης, της σκέδασης, της διάσπασης, του σπασίματος, της απώλειας του
όλου...
Μετάνοια.
Ένωση των διεστώτων. Ο μετανοών λαχταρά το όλον. Δεν αντέχει τα θραύσματα της
ζωής και πηγαίνει σ' Αυτόν που προσφέρει την αρμονία. Ψάχνει για εκείνο το
βλέμμα, που θα πέσει πάνω του και θα τον κάνει πρόσωπο. Ψάχνει για εκείνο το
βλέμμα που θα αγγίξει τους γύρω του και που θα τους καταστήσει από κόλαση
αδιεξόδων ανοιχτούς ορίζοντες, ανοιχτά πέλαγα που θα τον καλούν να ταξιδέψει
για να τους συναντήσει...
Πηγή: Δημήτρης
Καραγιάννης , Ρωγμές και Αγγίγματα, εκδ. Αρμός σ. 31-46