26/04/2012, " Έτσι μου αρέσει ", Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου


Έτσι μου αρέσει1

Ένας νέος, λίγο από φτώχεια και λίγο γιατί του άρεσε να ζήσει κάπως πιο άνετα και ελεύθερα, έγινε μετανάστης — εργάτης σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανική πόλη.
Εκεί γνωρίστηκε με μια κοπέλα. Ήθελε να είναι ένα μικρό επεισόδιο στη ζωή του· μια απλή γνωριμιούλα. Αλλά δεν τα κατάφερε να διατηρήσει τον δεσμό στο επίπεδο που προγραμμάτιζε· δηλ. σε σχέσεις, ψεύτικες ψυχικά, μα ουσιαστικές σαρκικά. Την αγάπησε. Βαθειά. Τρελά. Αισθάνθηκε, ότι κοντά της, σ' αυτήν, εύρηκε ό,τι καλύτερο ζητούσε: μια αστείρευτη πηγή χαράς και ευτυχίας.
Η περιπέτεια της ξενιτιάς έπαψε πια να έχει γι' αυτόν την γοητεία που είχε, όταν ξεκίνησε. Τώρα δεν ήθελε πια πέλαγος, ούτε περιπέτειες· τώρα αναζητούσε ένα λιμανάκι. Και ομορφότερο λιμανάκι από το πατρικό του σπίτι, που ζούσε μόνη πια η χήρα μανούλα του, δεν μπόρεσε να βρει, όσο και αν βασάνιζε την παιχνιδιάρα νεανική φαντασία του. Επήρε λοιπόν το κορίτσι του και γύρισε.
Η μητέρα του, μια γυναίκα με καλές αρχές και πολλή ψυχική καλοσύνη, χάρηκε πού ό γιός της δέθηκε σε ηλικία 22 χρονών με τα ιερά δεσμά του γάμου.
   Οικονομία Θεού, (είπε)! Γιατί η αμαρτία τον άνθρωπο τον διαλύει. Ψυχικά. Και τί χειρότερο από αυτό; Η οικογένεια κάνει τον άνθρωπο να μη ζει πια για τον εαυτό του. Χίλιες φορές ενωρίς στα βάσανα, γερός ψυχικά, παρά να καταντούσε κούφιος ψυχικά, να φαντάζεται πλούτο και υπόληψη του τα γλέντα! Δεν θα έμοιαζε τότε με εκείνες τις φαντασμένες, που κρεμούν επάνω τους σκουλαρίκια, βραχιόλια, κολιέ, χαϊμαλιά, και ό,τι άλλη παλαβομάρα τους έρθει, νομίζοντας ότι αποκτούν έτσι αξία.
Την κοπέλα, με την καλοσύνη της την εύρηκε καλή. Και το θεώρησε χρέος της, να μη την ξεχωρίζει από το παιδί της. Και εκείνη ανταποκρίθηκε. Έτσι το φτωχικό τους έγινε ένα πραγματικό λιμανάκι του Θεού. Γεμάτο ειρήνη, χαρά και ευτυχία.
Να γίνεις ορθόδοξη, κόρη μου. Να κάνωμε μαζί τον σταυρό μας. Και να πηγαίνουμε μαζί στην Εκκλησία μας.
Και εκείνη το βρήκε απόλυτα σωστό. Τί καλύτερο θα μπορούσε να κάμει, για να ευχαριστήσει μια τόση καλή μητέρα;
Απόχτησαν και δύο παιδάκια. Αγγελούδια. Του Θεού δώρα. Και ο κόσμος τούς καλοτύχιζε. Και τους ζήλευε. Τους είχε υπόδειγμα ευτυχισμένης οικογένειας.
Μα η γλυκεία αυτή κατάσταση δεν κράτησε πολύ. Ο νεαρός μας την χόρτασε την οικογενειακή ευτυχία του. Και το βαρέθηκε το λιμανάκι του. Και άρχισε να τον βασανίζει ο λογισμός, ότι είχε το δικαίωμα να αναζητήσει λίγο σεξ πιο γλυκό, από ότι το εύρισκε τώρα στην γυναίκα του. Όχι για κακό. Απλώς για λίγη νοστιμιά! Και το έκαμε! Ήθελε να έμενε μια απλή εμπειρία. Που θα του ομόρφαινε την «ατομική» του ζωή, χωρίς να βλάψει την οικογενειακή.
Μα και γιατί να την βλάψει;
Νέος 26 ετών αισθανόταν, ότι είχε πολύ ψυχοσωματικό δυναμισμό, ώστε να κρατάει και την αγαπημέ­νη του γυναίκα και ευχαριστημένη και ανυποψίαστη.
  Γιατί τάχα; Μήπως δεν ξέρω δα, ή δεν μπορώ να κρατήσω λίγη ισορροπία;
Το ήθελε. Αλλά δεν το κατάφερε. Η «άλλη» βρέθηκε πολύ πιο γλυκεία, από ότι το είχε φαντασθεί. Η ισορροπία χάθηκε. Αιχμαλωτίσθηκε. Έκαμε τη σκέψη, ότι τώρα αρχίζει ή ζωή του. Και πιστεύοντας, ότι ό γάμος του ήταν το λάθος τής ζωής του, την επήρε και εξαφανίσθηκε.
Και τί να έκανε δα; Νέος άνθρωπος είναι. Μόλις 26 ετών. Μέσα στα νιάτα του. Έχει και αυτός δικαιώματα στη ζωή. Ήταν λάθος του, πού δέθηκε τόσο ενωρίς στα δεσμά του γάμου και στα βάσανα!...
Και η γυναίκα του, πού την έφερε εδώ από τη Γερμανία;
 Ας πάει πίσω!
Και τα παιδιά του;
Θα κάμει άλλα!
Και η κακομοίρα η μάνα του;
Έναν τον έχει. Ας το πάρει απόφαση! Τί θέλετε δηλαδή; Για τους άλλους θα πρέπει να ζήσει ο άνθρωπος; Νέος είναι. Έχει δικαιώματα στη ζωή.
Αλλά η μητέρα του δε συμφώνησε, ότι την ζωή μας την κυβερνάνε oι ορέξεις μας, oι επιθυμίες μας, οι λαχτάρες μας, τα συναισθήματα μας. Και προ παντός δεν συμφώνησε, ότι μπορεί ο άνθρωπος, όταν έχει δημιουργήσει υποχρεώσεις και καθήκοντα, να ζητάει για τον εαυτό του δικαιώματα! Και με όση δύναμη της επέτρεπαν τα πνευμόνια της, έσκουξε:
— Πρώτα το καθήκον! Μόνο μέσα στο πλαίσιο του καθήκοντος, μπορεί ο άνθρωπος να ζητάει δικαίωμα! Όποιος ζητάει δικαιώματα, έξω από το πλαίσιο του καθήκοντος, καταπατώντας το καθήκον του, εγκληματεί!
Και η γυναικούλα αυτή του λαού, η άγνωστη, ασήμαντη και καταφρονεμένη από τις προοδευτικές γυναίκες της νέο-ανθρωπιστικής «νέας εποχής»,
    ξεπέρασε την μητρική στοργή (= το πιο δυνατό σε μια γυναίκα ένστικτο!)·
    ξεπέρασε το ότι — όπως της έλεγαν oι σύγχρονοι άνθρωποι — η νύφη της ήταν μια παρείσακτη στο σπίτι της, στον τόπο μας, και στην Εκκλησία μας, και θα έπρεπε να την έδιωχνε, όπως έδιωξε η Σάρρα την Άγαρ·
    ξεπέρασε την σκέψη, ότι είχε τέλος πάντων και αυτή δικαιώματα στην ζωή.
Έμεινε αταλάντευτη στο καθήκον της, που της έλεγε:
Η κοπέλα αυτή, από τη στιγμή που ενώθηκε με τον γιό μου με τα ιερά δεσμά του γάμου ενώπιον του Θεού, είναι πια κόρη μου: παιδί μου, εξ ίσου με το γιό μου.
Του παιδιού μου τα παιδιά είναι δυο φορές παιδιά μου.
Και είναι αμαρτία να θυσιάσω τούς αθώους, γιατί έτσι το θέλει ένας ένοχος. Και ξέρετε, τί έκαμε;
Κράτησε την γερμανίδα κοντά της. Ζούνε μαζί. Στο ίδιο σπίτι. Δεμένες μεταξύ τους με αγάπη. Και ενωμένες στην συναίσθηση του χρέους τους για τα μικρά, δώρα του Θεού.
Και κάτι ακόμη. Από φόβο, μήπως πεθάνει ξαφνικά και έλθει ό άσωτος υιός - νόμιμος κληρονόμος και βγάλει την «φτωχή» και «δυστυχισμένη» κοπέλα στον δρόμο, τον αποκλήρωσε. Και έκαμε όλη της την περιουσία — εκείνα πού είχε! — στην νύφη της και στα παιδιά της.
Και στον γιό της διεμήνυσε:
- Να γυρίσεις στο σπίτι σου, στη γυναίκα σου, στα παιδιά σου· διαφορετικά, να μη σε ιδώ στα μάτια μου· ούτε στο θάνατο μου.
Και λοιπόν;
Τέσσερα φτωχά πλάσματα του Θεού εξακολουθούν να ζουν σε ένα λιμανάκι:
   Μια γυναίκα νέα, δύο παιδιά μικρά, και η πεθερά — γιαγιά, ζουν μαζί με γαλήνη, ειρήνη και αγάπη. Τις ενώνει ή αίσθηση του χρέους.
   Ζουν, ζωή πονεμένη. Αλλά ήρεμη και ειρηνική. Με αγάπη. Ξεπερνώντας ορέξεις, διαθέσεις και ψυχολογικές καταστάσεις.


1. Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, « Έτσι μου αρέσει», εκδ. Ι.Μ. Νικοπόλεως