26/04/2012, " Έτσι μου αρέσει ", Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου
Ένας νέος, λίγο από φτώχεια και λίγο γιατί του άρεσε να ζήσει κάπως πιο άνετα και ελεύθερα, έγινε μετανάστης, εργάτης σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή βιομηχανική πόλη.
   Εκεί γνωρίστηκε με μια κοπέλα. Ήθελε να είναι ένα μικρό επεισόδιο στη ζωή του· μια απλή γνωριμιούλα. Αλλά δεν τα κατάφερε να διατηρήσει τον δεσμό στο επίπεδο που προγραμμάτιζε· δηλ. σε σχέσεις, ψεύτικες ψυχικά, μα ουσιαστικές σαρκικά. Την αγάπησε. Βαθειά. Τρελά. Αισθάνθηκε, ότι κοντά της, σ' αυτήν, εύρηκε ό,τι καλύτερο ζητούσε: μια αστείρευτη πηγή χαράς και ευτυχίας... (Διαβάστε όλο το κείμενο)





Κάποτε —εδώ και πολλά χρόνια— που μουτυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης, ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του, σα χαιρετισμό, προς τ' αναστάσιμα άστρα, μου είπε σα να μιλούσε με τον εαυτό του : 

—Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια. 






Ό,τι ξέρετε από τη ζωή μου κράτησε λίγες στιγμές. Για ό,τι προηγήθηκε κάνετε απλές υποθέσεις. Το τι ακολούθησε μοιάζει συχνά να μη σας ενδιαφέρει καν. Μοιάζετε σαν τα μικρά εκείνα παιδιά που κρατιούνται σ΄ όλη τη διάρκεια του παραμυθιού από τη βεβαιότητα του “έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”. Σ' όλες τις δυσκολίες του ήρωα, σ' όλα τα βάσανα και τις κακοτυχιές του, σ' όλα τα λάθη και τις πτώσεις του σφιχταγκαλιάζετε την σιγουριά του καλού τέλους των πραγμάτων (κατόρθωμα κάθε καλού παραμυθά) και διώχνετε σαν ενοχλητική λεπτομέρεια όσα έγιναν πριν από εκείνο. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Μα ό,τι είχα ζήσει ως τα τότε ήταν αδύνατο να με κάνει να πιστέψω πως θα είχε καλό τέλος η ζωή μου.... (Διαβάστε όλο το κείμενο)